ΜΙΑ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΗ ΜΕΡΑ ΤΟΥ 1941, δυο μήνες μετά τον χαμό του Τζέιμς Τζόις κι ενώ ένας ακόμη παγκόσμιος πόλεμος έχει αρχίσει, η Βιρτζίνια Γουλφ αποφασίζει να βάλει οριστικό τέλος στη ζωή της. Είναι σίγουρη ότι τρελαίνεται πάλι κι ότι οι φωνές που ουρλιάζουν μέσα της δεν θα καταλαγιάσουν ποτέ.
Στην πλαγιά του ποταμού, στις όχθες του οποίου της άρεσε να περπατάει, ανακάλυψαν το μπαστούνι και το καπέλο της. Λίγες βδομάδες αργότερα, βρέθηκε και το πτώμα της. Θάνατος από πνιγμό, θα πουν.
Έτσι ξεκινούν και οι «Ώρες» του Αμερικανού Μάικλ Κάνινγχαμ: με την ανάπλαση της τελευταίας ημέρας μιας από τις σπουδαιότερες πεζογράφου του 20ού αιώνα. Όμως, και τα κεφάλαια που ακολουθούν, από τη Γουλφ είναι στοιχειωμένα. Από τις σκέψεις της, από την «Κυρία Νταλογουέι», από κάποιες ιδιωτικές της στιγμές. Ακόμη κι ο τίτλος του βιβλίου είναι δανεισμένος από ένα μυθιστόρημα που την απασχολούσε για καιρό αλλά έμεινε ημιτελές.
«Δεν έχω χρόνο να περιγράψω τα σχέδιά μου» έγραφε η ίδια τον Αύγουστο του 1923 στο ημερολόγιό της. «Θα έπρεπε να πω κάμποσα πράγματα για τις "Ώρες" και την ανακάλυψή μου. Πώς σκάβω όμορφες σπηλιές πίσω από τους χαρακτήρες μου. Νομίζω ότι τούτο τους δίνει αυτό που θέλω. Ανθρωπιά, χιούμορ, βάθος. Η ιδέα είναι όλες οι σπηλιές να συνδέονται μεταξύ τους και η καθεμιά να αποκαλύπτεται στο φως της μέρας την παρούσα στιγμή».
Το μυθιστόρημα του Μάικλ Κάνινγχαμ θα μπορούσε να είναι ένα στεγνό φιλολογικό παιχνίδι. Ένα διανοουμενίστικο στοίχημα. Ένα παζλ αναφορών, απροσπέλαστο στους αμύητους. Όμως δεν είναι τίποτε από τα παραπάνω.
Το μυθιστόρημα του Μάικλ Κάνινγχαμ θα μπορούσε να είναι ένα στεγνό φιλολογικό παιχνίδι. Ένα διανοουμενίστικο στοίχημα. Ένα παζλ αναφορών, απροσπέλαστο στους αμύητους. Όμως δεν είναι τίποτε από τα παραπάνω. Ευαίσθητο κι ευφυές, τιμημένο με Πούλιτζερ και Pen/Faulkner το 1999, δημοφιλές τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη και μεταφερμένο μ’ επιτυχία στο σινεμά, με πρωταγωνίστριες τις Νικόλ Κίντμαν, Τζούλιαν Μουρ και Μέριλ Στριπ, το «Οι ώρες» (μετ. Λύο Καλοβυρνάς, Λιβάνης 2000, Πεδίο 2020) αποτελείται από τρεις ιστορίες, οι οποίες φαινομενικά δεν τέμνονται πουθενά.
Η πρώτη διαδραματίζεται έξω από το Λονδίνο το 1923. Αν στον πρόλογό του ο Κάνινγχαμ φαντάζεται την τελευταία μέρα της Βιρτζίνια Γουλφ, στη συνέχεια τη συναντάει μερικά χρόνια νωρίτερα, την εποχή που αρχίζει να γράφει ένα από τα πιο γνωστά έργα της, την «Κυρία Νταλογουέι».
Η δεύτερη ιστορία του βιβλίου εκτυλίσσεται στο Λος Άντζελες, μια μέρα του 1949. Εδώ πρωταγωνιστεί μια νεαρή γυναίκα που ασφυκτιά και ως σύζυγος και ως μητέρα και ως νοικοκυρά, και της οποίας μοναδική απόλαυση είναι να βυθίζεται στις σελίδες της «Κυρίας Νταλογουέι».
Η τρίτη ιστορία, τέλος, διαδραματίζεται στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 στη Νέα Υόρκη, την ημέρα που μια αυτάρκης, αμφισεξουαλική κι επιτυχημένη εκδότρια που ακούει στο παρατσούκλι Νταλογουέι, ετοιμάζει μια γιορτή για τον επίσης αμφισεξουαλικό ποιητή, πρώην εραστή της, ο οποίος αργοπεθαίνει από ΑIDS.
O Kάνινγχαμ σκιαγραφεί τα πορτρέτα των παραπάνω γυναικών παρακολουθώντας ένα εικοσιτετράωρο από τη ζωή τους. Η μια αναμετριέται με την τέχνη της, η άλλη με τα απραγματοποίητα όνειρά της, η τρίτη αναπολεί το παρελθόν κι αναρωτιέται αν και πού έσφαλε.
Τρεις «όμορφες σπηλιές», τρεις τελείως διαφορετικοί χαρακτήρες, που όμως ενσαρκώνουν όλες τις εμμονές και τους φόβους της Βιρτζίνια Γουλφ. Προσπαθώντας να ικανοποιήσουν τις προσωπικές τους επιθυμίες αλλά και τις απαιτήσεις των ανθρώπων που τις περιστοιχίζουν, διεκδικώντας το μερίδιό τους στην καταξίωση, τον έρωτα και την αυτογνωσία, οι ηρωίδες των «Ωρών» παίρνουν διαδοχικά τη σκυτάλη, μέχρι που, μ’ ένα θεαματικό εύρημα του Κάνινγχαμ, οι μοίρες τους ενώνονται και γίνονται όλες ένα.
Τιμώντας τη συγγραφέα του «Φάρου» και των «Κυμάτων», ο Αμερικανός πεζογράφος έκλεισε το μάτι στα εκατομμύρια των θαυμαστών της και ταυτόχρονα κατάφερε να δημιουργήσει κάτι εντελώς αυθεντικό.
Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση, η αυτοκτονία της Γουλφ μοιάζει πια πολύ μακρινή. Εκείνο που μένει είναι ένα μήνυμα αισιοδοξίας. Γιατί, πράγματι, υπάρχει πάντα αυτή η παρηγοριά: «Μια ώρα εδώ κι εκεί, όταν η ζωή μας μοιάζει, ενάντια σε κάθε πιθανότητα και κάθε προσδοκία, να ξεχειλίζει από ζωντάνια και να μας δίνει όσα τολμήσαμε να φανταστούμε…».