ΣΤΙΣ ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ κυκλοφορίας του, το «Τετάρτη, μετά το Φρουμέλ» (εκδόσεις Κυψέλη) βρέθηκε να πρωταγωνιστεί στα ευπώλητα των κεντρικών βιβλιοπωλείων, φέρνοντας τον συγγραφέα του, Νίκο Βεργέτη, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, αφού στις φανταστικές ιστορίες του μπλέκει πραγματικά πρόσωπα, γνωστά από τον χώρο του βιβλίου −και όχι μόνο−, που συνηθίζουν να συγκεντρώνονται την Τετάρτη το απόγευμα στο γνωστό στέκι του κέντρου − κάτι σαν παλιός, βιβλιοφιλικός θεσμός. Εκτός, όμως, από μουσικός και γνωστός συγγραφέας βιβλίων όπως τα «Χόλι Μάουντεν», «Ιπποκράτους και Ασκληπιού γωνία» από τις εκδόσεις Κέλευθος και «Τορκί Μπαρ» από τις εκδόσεις Έρμα, ο Νίκος Βεργέτης είναι δημιουργός του νέου εκδοτικού οίκου Κυψέλη.
— Από τη μουσική στη συγγραφή και πρόσφατα στον εκδοτικό χώρο: Ποια, αλήθεια, νιώθεις ότι είναι η κυρίαρχη ιδιότητά σου;
Με βεβαιότητα αυτή του συγγραφέα. Η μουσική είναι για μένα ένα μείγμα συλλογικότητας και καλοπέρασης –που βέβαια δεν το λες και λίγο–, και οι εκδόσεις Κυψέλη ένα εγχείρημα όπου οφείλω να τηρώ πιστά και απαρέγκλιτα έναν ηθικό κώδικα, μιας και πιστεύω ότι ως εκδότης αυτό που έχει σημασία δεν είναι οι τίτλοι που αφήνω πίσω μου, αλλά ο τρόπος με τον οποίο το κάνω. Απ’ την άλλη, η συγγραφή έχει για μένα κάτι το απελευθερωτικό, με διαφθείρει, με κάνει να επανασυστήνομαι, να θέλω να φλερτάρω με την καλύτερη εκδοχή του εαυτού μου, να λέω ψέματα και συγχρόνως να κρεμάω τα ελαττώματά μου στα μανταλάκια.
Έχει δύναμη αυτή η πόλη. Ίσως γιατί μας δείχνει κατάμουτρα αυτά που προσπαθούμε να κρύψουμε. Γεμάτη ασυνέχειες και αντιφάσεις, όπου το καλό και το κακό είναι ένα τσιγάρο δρόμος, εκεί που λες «θα φύγω», κάτι σε τραβάει πίσω. Γι’ αυτό και παίζει μεγάλο ρόλο στα βιβλία μου η Αθήνα.
— Φαίνεται ότι σε εξιτάρουν οι κρυφές γωνιές της πόλης και ότι εμπνέεσαι από το αστικό τοπίο, αφού παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στα βιβλία σου. Τι είναι για σένα η Αθήνα;
Έχει δύναμη αυτή η πόλη. Ίσως γιατί μας δείχνει κατάμουτρα αυτά που προσπαθούμε να κρύψουμε. Γεμάτη ασυνέχειες και αντιφάσεις, όπου το καλό και το κακό είναι ένα τσιγάρο δρόμος, εκεί που λες «θα φύγω», κάτι σε τραβάει πίσω. Γι’ αυτό και παίζει μεγάλο ρόλο στα βιβλία μου η Αθήνα. Αποτελεί το κατάλληλο μέρος για να περιπλανηθούν οι αβέβαιοι ήρωες των μυθιστορημάτων μου.
— Οι πρωταγωνιστές σου στοχάζονται πάντα τον θάνατο, τολμώ να πω ότι είναι υπαρξιστές της καθημερινότητας: ειδικά στο «Τετάρτη, μετά το Φρουμέλ» (εκδόσεις Κυψέλη) η αφήγηση, στην αρχή του βιβλίου, είναι πρωτοπρόσωπη και μοιάζει να ταυτίζεται με τη δική σου φωνή. Σε ποιο βαθμό είναι κινητήριος δύναμη για σένα η υπαρξιακή αναζήτηση;
Νομίζω ότι η έννοια του χρόνου με ό,τι αυτή συνεπάγεται είναι η κινητήριος δύναμη για οποιαδήποτε μορφή τέχνης. Ακόμα και η κωμωδία, όπως έχει πει ο Γούντι Άλεν, είναι τραγωδία και χρόνος.
— Με πηγή έμπνευσης τον Κορτάσαρ και τον Μπολάνιο, όπου το πραγματικό μπλέκεται με το φανταστικό, το «Τετάρτη, μετά το Φρουμέλ» χρησιμοποιεί αληθινά πρόσωπα για να πει φανταστικές ιστορίες, συνδέοντας το ελληνικό σύμπαν με αυτό της Λατινικής Αμερικής και ιδανικούς ήρωες με πραγματικούς. Τους αγαπάς τους Λατινοαμερικανούς, έτσι δεν είναι;
Τους αγαπώ γιατί είναι ιστοριάκηδες. Θα κάνουν τα πάντα προς όφελος της ιστορίας που θέλουν να αφηγηθούν. Μου θυμίζουν τους παππούδες στο τζάκι που θα βάλουν στην ιστορία τους μπόλικο ψέμα και φαντασία προκειμένου να γευτούν την ικανοποίηση απ’ τα γουρλωμένα μάτια των μικρών τους ακροατών. Ή τους μάγειρες που είναι διατεθειμένοι να μπούνε μέσα οικονομικά για να πάρουν τις καλύτερες πρώτες ύλες μόνο και μόνο για να νιώσουν τη συγκίνηση όταν καταπιούν την πρώτη μπουκιά απ’ το δημιούργημά τους. Το γράψιμο –κατά τη γνώμη μου πάντα– είναι ρυθμός, ατμόσφαιρα και αίμα, και όχι να προσπαθείς με το ζόρι να περάσεις τα πιστεύω σου ή να ψάχνεις την έξυπνη πλοκή και τις ανατροπές. Και αυτό πιστεύω ότι οι Λατινοαμερικανοί συγγραφείς το κάνουν καλά.
— Πες μου λίγα λόγια για την αληθινή παρέα του Φρουμέλ. Βλέπω πραγματικά πρόσωπα, όπως τον φωτογράφο και άνθρωπο της Πολιτείας, Γιώργο Θωμόπουλο, ή τη μεταφράστρια Λένια Μαζαράκη, να πρωταγωνιστούν στην αφήγηση. Θέλω να μου περιγράψεις μια τυπική Τετάρτη στο Φρουμέλ. Τι συζητάνε, αλήθεια, οι άνθρωποι του βιβλίου μεταξύ τους;
Ωχ! Σίγουρα είναι πιθανότερο να χαζοτσακωθούμε για το αν είναι καλύτερος ο Σπανούλης ή ο Γκάλης (φυσικά και ο Γκάλης...), ή να ψάξουμε μανιωδώς πώς έλεγαν αυτό τo αριστερό μπακ της ΑΕΚ την περίοδο ’92-’93 απ’ το να συζητήσουμε για την επίδραση της γενιάς του ’30 στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία και τα σχετικά. Όπως και να ’χει, μιλάμε για πράγματα που μας παθιάζουν, ψυχαναλυόμαστε, προσπαθούμε να παραδεχτούμε πράγματα επώδυνα για μας και να χαρούμε με κάτι που ίσως κάνουμε καλά. Νομίζω προσπαθούμε να ζούμε και να αλλάζουμε και να μη μας φτάνει το «εγώ έτσι είμαι και σε όποιον αρέσει». Άλλωστε, προσωπικά τους ανθρώπους δεν τους κρίνω με βάση αυτό που είναι, αλλά με βάση αυτό που εγώ νομίζω ότι μπορούν να φτάσουν, ασχέτα απ’ το αν τελικά θα τα καταφέρουν ή όχι.
— Γέλασα πολύ −και να μη σου πω ότι συμφωνώ− που γράφεις ότι οι βιβλιοπαρουσιάσεις είναι απ’ τα χειρότερα πράγματα που μπορούν να συμβούν στη ζωή ενός ανθρώπου, εκτός από τα πολύ σοβαρά που είναι οι αρρώστιες και ο πόλεμος. Είναι από τα πράγματα που απεχθάνεται συνολικά η παρέα του Φρουμέλ;
Για να μην παρεξηγηθώ, εννοώ αυτές τις εκδηλώσεις στις οποίες οι ομιλητές έχουν την ανάγκη να μιλάνε δύσκολα για να επιβεβαιώσουν τον ρόλο τους και οι από κάτω να προσποιούνται ότι καταλαβαίνουν για να επιβεβαιώσουν τον δικό τους. Και ύστερα, με το χαμόγελο του νεκρού στα χείλη, να αναλύουν αυτά που προηγουμένως δεν κατάλαβαν. Κατά τα άλλα, φυσικά και είμαι υπέρ των καταστάσεων που μυρίζουν ζωή, που έχουν μέσα τους το μοίρασμα και τη συνύπαρξη. Τώρα, στην ερώτηση για το τι απεχθάνεται η παρέα, δεν θα ήθελα να μιλήσω συνολικά για την παρέα, μιας και ο καθένας έχει και τη φωνή του.
Στο κομμάτι που μου αναλογεί, θεωρώ ότι έναν άνθρωπο μπορείς να τον καταλάβεις απ’ το πόσο αληθινά χαίρεται με τη χαρά σου. Μπορώ να ανεχτώ το ψέμα –ενίοτε το δέχομαι με χαρά, αν κάνει τις ζωές μας καλύτερες– και βαριέμαι τη δικτατορία της αλήθειας. Απεχθάνομαι την τσιγκουνιά και την αγένεια. Είμαι 1,97, μελαχρινός, με κτήματα στο Μαρκόπουλο και στη Ν. Εύβοια. Μου αρέσει η μουσική και τα ταξίδια. Δεκτές μόνο σοβαρές προτάσεις.
Μου αρέσει όταν νιώθω ότι οι συγγραφείς που διαβάζω βράζουν μέσα στις αμφιβολίες και στις αντιφάσεις τους, απέχουν μίλια από βεβαιότητες και διδακτισμούς, έχουν όμως την ίδια στιγμή και έναν δικό τους, μυστήριο ηθικό κώδικα που δεν θα προδώσουν ποτέ.
— Κεντρικό πρόσωπο, που ενώνει τους διαφορετικούς χαρακτήρες του βιβλίου, είναι η Ιφιγένεια. Φαντάζομαι ότι το όνομα αναφέρεται συμβολικά σε κάποια θυσία που έπρεπε να συμβεί για να συνεχιστεί η ιστορία − ή μήπως όχι;
Πολύ θα ήθελα να το είχα σκεφτεί! Μπορώ να σας το κλέψω και να απαντήσω καταφατικά; Γιατί δυστυχώς η αλήθεια είναι ότι απλώς μου άρεσε ηχητικά το όνομα, χωρίς να υπάρχει το παραμικρό βάθος πίσω από αυτό.
— «Όλοι εμείς που κυνηγάμε το Τίποτα είναι σαν να γνωριζόμαστε» γράφεις σε κάποια στιγμή του βιβλίου: Ποιοι είναι, αλήθεια, οι άγραφοι κανόνες που ενώνουν μια παρέα;
Τι όμορφη ερώτηση! Η συνέπεια, το να είσαι πάντα εκεί. Και ο θαυμασμός. Και η προσδοκία ότι μπορούν να γεννηθούν όμορφα πράγματα μέσα από αυτή την κατάσταση.
— Βαλιέχο, Λόρκα, η υπέροχη Πισαρνίκ και άλλοι κυρίαρχοι ποιητές υπεισέρχονται συχνά στην αφήγηση. Παίζει ρόλο η ποίηση στη ζωή και το έργο σου;
Δυστυχώς όχι όσο θα ήθελα. Είμαι ως επί το πλείστον του μυθιστορήματος και όχι της ποίησης. Όμως με την ποίηση, αν κάτι μου κάνει κλικ, μπορώ να παθιαστώ σε βαθμό κακουργήματος. Έχει μια αμεσότητα που με συγκινεί. Όταν, για παράδειγμα, είμαι μεθυσμένος, μου έρχεται πάντα να δείξω σε κάποιο μέλος της παρέας ένα τετράστιχο που με στοιχειώνει, αλλά ποτέ μια παράγραφο από ένα μυθιστόρημα. Επίσης, αν περικυκλωνόμουν από μία φυλή ημίγυμνων μονόχειρων με ελλιπή οδοντοστοιχία και κόκαλα στα μαλλιά και μου έδιναν ένα δεκάλεπτο ζωής, δεν θα έγραφα ούτε μυθιστόρημα ούτε διήγημα. Ίσως μία προσευχή ή ένα ποίημα. Υπό αυτή την έννοια, η ποίηση μού βγάζει έναν γοητευτικό πρωτογονισμό, και γι’ αυτό την ανακαλώ όποτε το συναίσθημά μου χτυπάει κόκκινο.
— Η λογοτεχνία του φανταστικού φαίνεται να έχει επηρεάσει τη γραφή σου. Θες να μου μιλήσεις για τις λογοτεχνικές αγάπες και τις προτιμήσεις σου;
Μου αρέσει όταν νιώθω ότι οι συγγραφείς που διαβάζω βράζουν μέσα στις αμφιβολίες και στις αντιφάσεις τους, απέχουν μίλια από βεβαιότητες και διδακτισμούς, έχουν όμως την ίδια στιγμή και έναν δικό τους, μυστήριο ηθικό κώδικα που δεν θα προδώσουν ποτέ. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο: Μπολάνιο, Πισαρνίκ, Λόντον, Κάρβερ, Λειβαδίτης, Σάρα Κέιν, Xάντερ Σ. Τόμσον, Τσβάιχ, Νέουμαν κ.λπ., κ.λπ.
— Θεωρήθηκες από νωρίς άξιος βραβείων και έλαβες και υποψηφιότητα για το βραβείο του πρωτοεμφανιζόμενου. Τι ρόλο παίζουν, αλήθεια, για έναν συγγραφέα τα βραβεία;
Ερώτηση-βόμβα. Μου θυμίσατε την παραπάνω ερώτηση περί παρουσιάσεων βιβλίων και μόλις με κάνατε να βρω κάτι χειρότερο και περισσότερο αδιάφορο. Τα βραβεία στην Ελλάδα θα είχαν κάποιο νόημα αν το έπαθλο ήταν 10.000 ευρώ ή αν, αντί να κουβαλάνε αυτήν τη μιζέρια, έστηναν πάρτι σε ταράτσες με δυνατές μουσικές και υπέροχα κοκτέιλ. Δεν πάω να πω –μακριά από μένα– ότι δεν με νοιάζει η αποδοχή ή ότι γράφω για τον εαυτό μου, μιας και θεωρώ ότι ο εαυτός δεν είναι ένα περιφραγμένο κτήμα, αλλά ένα ξέφραγο αμπέλι το οποίο συνεχώς διαμορφώνεται και καθορίζεται απ’ τις ψυχές που ζούνε μέσα σε αυτό. Και φυσικά και με νοιάζει η γνώμη των άλλων, ιδιαίτερα αυτών που εκτιμώ και αγαπώ. Άλλωστε η τέχνη είναι μια κραυγή επικοινωνίας. Όμως είναι άλλο η αποδοχή και η επικοινωνία και άλλο η σύγκριση. Δεν βρίσκω το παραμικρό νόημα να μετράμε στην τέχνη ποια και ποιος την έχει μεγαλύτερη. Και πόσο μάλλον σε ένα περιβάλλον μαυσωλείου, όπου η διοργάνωση γίνεται όχι για να τιμήσει τους παρευρισκόμενους, αλλά για να αναδείξει τους διοργανωτές. ΥΓ.: Αν με δείτε στο μέλλον σε κάποια βράβευση, να ξέρετε ότι θα χρησιμοποιήσω αυτά που είπα παραπάνω περί της γοητείας που κρύβουν οι αντιφάσεις μας κ.ο.κ.