ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΤΕΙ ως οικολογική αλληγορία, φανταστικό παραμύθι, μαγική περιπλάνηση σε κόσμους αλλόκοτους αλλά και ως ένα αντεστραμμένο μυθολογικό πανόραμα για έναν κόσμο που θα μπορούσε να οριστεί αλλιώς. Το σίγουρο είναι ότι το Νησί Πάνω στο ψάρι και άλλες ευφάνταστες ιστορίες της Έλσας Κορνέτη είναι μια σπάνια, αριστοτεχνικά πλεγμένη συλλογή ιστοριών που ουσιαστικά διαβάζεται ως ένα μυθιστόρημα κοινών μεταφυσικών και αλληγορικών αξιώσεων.
Φανταστικά και πραγματικά όντα ‒στοιχειωμένοι φαροφύλακες, κορακόμορφοι ψάλτες, φοβισμένοι και αλλόκοτοι νεωκόροι, παράξενοι επιστήμονες‒ εναλλάσσονται σε αυτές τις εξαίρετα στημένες ιστορίες για να καταδείξουν πόσες υπερβάσεις μπορούν να γίνουν στον εσωτερικό κόσμο αλλά και σε εκείνον της γλωσσικής έκφρασης, όταν τα πάντα καταστρέφονται και καλούνται να αναδιατυπωθούν ή να δημιουργηθούν εκ νέου.
Ως εκ τούτου, η απανθρωποποίηση που παρατηρείται γύρω μας δεν αφορά μονάχα αυτόν τον κόσμο αλλά και ένα φανταστικό σύμπαν σκαλωμένο πάνω σε ένα τεράστιο ψάρι αλλά και μια αναποδογυρισμένη πόλη, της οποίας οι κυνικοί και εξαρτημένοι από την τεχνολογία κάτοικοι δεν θα έχουν κοιταχτεί ποτέ στα μάτια και δεν θα έχουν αγγιχτεί ποτέ, απορροφημένοι καθώς είναι στα κινητά και στις οθόνες τους (πόσο προφητική αναλογία με το τώρα;).
Στις ιστορίες της Κορνέτη δεν υπάρχουν άνθρωποι μοναχοί ή κοινωνικοί, μικρόθυμοι ή μεγαλόθυμοι, πετυχημένοι ή αποτυχημένοι, μόνο έτοιμοι για το ποιητικό θαύμα.
Οι απόκρυφες αυτές και άκρως αλληγορικές ιστορίες συνδέουν την εναλλαγή μεταξύ ενός λιτού και ταυτόχρονα εξπρεσιονιστικού τρόπου έκφρασης με τον μαιανδρικό ελιγμό μιας συμβολικής αφήγησης που σίγουρα ξέρει τι θέλει ‒ και το τολμά. Με έναν τρόπο που μοιάζει σχεδόν εραλδικός, αφού φτάνει μέχρι την καταγωγή του κόσμου, δεν υπάρχει κανένα ερώτημα που να μη στοιχειώνει την ουσία των ιστοριών της Κορνέτη, είτε αυτό αφορά την οικολογική συνείδηση, είτε τη θρησκευτική πίστη, είτε τη δημιουργία ή την ποίηση.
Και είναι σίγουρα η τελευταία που δείχνει τον κοινό άξονα στον οποίο κινείται η κατεξοχήν ποιήτρια Έλσα Κορνέτη ‒την οποία μέχρι τώρα γνωρίζαμε από τις ποιητικές της συλλογές‒, μετατρέποντας το θέμα της εκφραστικής δημιουργίας σε ζήτημα ζωής ή θανάτου.
Στην «Καπνισμένη», η συγγραφέας Ιζόλδη αυτοκτονεί πίνοντας αμέτρητες κούπες καφέ και καπνίζοντας μανιακά, ενώ στο «Μελάνι Πικρό» ένας άλλος συγγραφέας πνίγεται από το μελάνι, σαν τη σουπιά. Η αγωνία της δημιουργίας σε έναν κόσμο που μοιάζει ολοένα πιο παράταιρος φαίνεται να στοιχειώνει τη συγγραφέα, που πιστεύει ότι η απάντηση είναι η ποίηση, όποια κι αν είναι ερώτηση: θεραπευτική, ανένταχτη, χειμαρρώδης.
Άλλωστε, αυτό που σώζει την πόλη που σαπίζει, στη ομώνυμη ιστορία, είναι ένα μυστικό κείμενο που αποτελείται «από ποιήματα παλιά, ποιήματα μεταφυσικά, λέξεις στρόγγυλες, παρηχήσεις ηδονικές, νοήματα συγκινητικά, όνειρα εξωσωματικά».
Επίσης, στις ιστορίες της Κορνέτη δεν υπάρχουν άνθρωποι μοναχοί ή κοινωνικοί, μικρόθυμοι ή μεγαλόθυμοι, πετυχημένοι ή αποτυχημένοι, μόνο έτοιμοι για το ποιητικό θαύμα, σαν τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι ή σαν εκείνον τον ασήμαντο, αόρατο και ανύπαρκτο ήρωα από τις Τελείες για μάτια, που «ήθελε ν' ανοίγει διάπλατα τα χέρια και να στριμώχνει στην αγκαλιά του χρώματα χιλιάδες. Ήθελε να περπατά πάνω σε κοράλλια, σκορπώντας απόκοσμες ανταύγειες ομορφιάς».
Τελικά, μπροστά στη δημιουργία ‒και αυτό είναι το μανιφέστο που υψώνει η Κορνέτη‒ είμαστε όλοι και όλες ίσοι. «Στεφανωμένη με ένα λεπτοδουλεμένο στεφάνι από σφιχτοδεμένα κλαράκια και φύλλα ιερής βελανιδιάς, η Μαίρη Σέλλεϋ, με τις τσέπες της γεμάτες κουμπιά και κλειδιά, ξέρει. Κουμπώνοντας μια πληγή, ξεκλειδώνει ένα άνθος».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια