ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΠΟΥ Ο ΡΟΜΠΕΡΤ ΛΟΥΙΣ ΣΤΙΒΕΝΣΟΝ (1850-1894) έγραφε το «Νησί των θησαυρών», δεν είχε ακόμη δημοσιεύσει το «Δρ. Τζέκιλ και κύριος Χάιντ» που θα τον έκανε διάσημο και το κοστούμι του δικηγόρου το ένιωθε πάνω του ασφυκτικό. Γεννημένος στο Εδιμβούργο, από μαθητής ακόμα είχε δείξει πως το αληθινό του πάθος, πέρα από τα ταξίδια αλλά και τη βαθιά του αμφισβήτηση για τον δυτικό πολιτισμό, ήταν το γράψιμο. Κι ενώ είχε ξεκινήσει να σπουδάζει μηχανολογία, αποφασισμένος να μην ακολουθήσει τα επαγγελματικά βήματα του πατέρα του, στράφηκε προς τα νομικά. Είχε επίσης προλάβει να ταξιδέψει στην Αμερική και την Ευρώπη, να συναναστραφεί καλλιτέχνες και συγγραφείς και να συνδέσει τη ζωή του με την αμερικανίδα Φάνι Όσμπορν, μητέρα ενός ανήλικου γιού, του Λόιντ.
Πλημμυρισμένο από ένταση, ανατροπές και δράση, το «Νησί των θησαυρών» αποτελεί ταυτόχρονα έναν συνεχή διάλογο ανάμεσα στις αξίες δύο ομάδων, αυτών που εκπροσωπούν τον νόμο κι εκείνων που τον αμφισβητούν, μέσα από τα μάτια ενός παιδιού.
Το 1881, λόγοι υγείας οδήγησαν τον Στίβενσον οικογενειακώς στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Σκωτία. Μια μέρα στη διάρκεια εκείνων των διακοπών, ο ημιπαράλυτος και απορροφημένος στη ζωγραφική δωδεκάχρονος Λόιντ σχεδίασε το χάρτη ενός φανταστικού νησιού, και ο Στίβενσον βάλθηκε να τον μελετά και να ονοματίζει τις τοποθεσίες του. Η απόφασή του να γράψει ένα μυθιστόρημα για το νησί αυτό έγινε δεκτή μ’ ενθουσιασμό απ΄όλα τα μέλη της οικογένειας, που ρουφούσαν κάθε βράδυ τις φρεσκογραμμένες σελίδες του. Αφού το ολοκλήρωσε μόνος του στο Νταβός, το έδωσε να δημοσιευτεί σε συνέχειες στο νεανικό περιοδικό «Young Folks». Και το 1883, έχοντας προχωρήσει σε ορισμένες αλλαγές υφολογικού κυρίως χαρακτήρα, δημοσίευσε το «Νησί των θησαυρών» και σε μορφή βιβλίου, κατακτώντας την αγάπη και τον θαυμασμό του αναγνωστικού κοινού. ΄Οσο καιρό του έμελλε να ζήσει, ο Στίβενσον θα τον αφιέρωνε έκτοτε στην λογοτεχνία.
Στο «Νησί των θησαυρών», όλα ξεκινούν με την εμφάνιση στο πανδοχείο «Ο ναύαρχος Μπάνμπαου» ενός μελαμψού γεροθαλασσόλυκου, στο μυστηριώδες σεντούκι του οποίου κρύβεται ο χάρτης ενός νησιού του Ειρηνικού Ωκεανού όπου βρίσκονται τα λάφυρα ενός τρομερού κουρσάρου. Ο γιός του πανδοχέα και κεντρικός αφηγητής της ιστορίας, Τζιμ Χόκινς, μετά τον θάνατο του ναυτικού, ανακαλύπτει το χάρτη και, αρματώνοντας μια σκούνα μ’ ευυπόληπτους φίλους του, πάνε ν’ αναζητήσουν το θησαυρό. Κανείς τους δεν μπορεί να υποψιαστεί την αληθινή ταυτότητα του παλαίμαχου, μονοπόδαρου μάγειρα που τον προσλαμβάνουν για να τους συνοδεύσει στο ταξίδι. Φτάνοντας όμως στο νησί συνειδητοποιούν πως το πλήρωμα της σκούνας, έτοιμο για ανταρσία, απαρτίζεται από πειρατές αποφασισμένους να διεκδικήσουν το θησαυρό για λογαριασμό τους.
Πλημμυρισμένο από ένταση, ανατροπές και δράση, το «Νησί των θησαυρών» αποτελεί ταυτόχρονα έναν συνεχή διάλογο ανάμεσα στις αξίες δύο ομάδων, αυτών που εκπροσωπούν τον νόμο κι εκείνων που τον αμφισβητούν, μέσα από τα μάτια ενός παιδιού. Κάθε μια έχει τους δικούς της κώδικες και τη δική της γλώσσα αλλά και οι δυο στο χρήμα αποσκοπούν: το κυνήγι του θησαυρού σχετίζεται με την βαθύτερη επιθυμία για την απόκτηση δύναμης, για την κατάκτηση του απαγορευμένου.
Στο πέρασμα του χρόνου το μυθιστόρημα του Στίβενσον καταξιώθηκε ως μια από τις πιο πολυδιαβασμένες περιπέτειες μετά την ομηρική Οδύσσεια και τον «Τόμ Σόγερ» του Μάρκ Τουέιν, ως ένα βιβλίο που σε κάνει να νιώθεις και πάλι σαν παιδί. Γραφικές περιπέτειες με πειρατές προσέφεραν σε αφθονία οι φυλλάδες του 19ου αιώνα. Ο σκωτσέζος συγγραφέας, όμως, κατάφερε να μεταμορφώσει μια παιδική βικτοριανή ιστορία σ’ ένα κλασικό αριστούργημα. Όπως σημείωνε η πανεπιστημιακός Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου (σε επίμετρο της μετάφρασης του έργου από τον Φ. Κόντογλου, εκδ. Ζαχαρόπουλος, 1998), ο κόσμος των πειρατών παρουσιάζεται από τον Στίβενσον «ως άλλο σύστημα αξιών, ως υποψία, υπαινιγμός για όλους τους άλλους περιθωριακούς κόσμους ή υποκόσμους, που θέτουν σε αμφισβήτηση τον δικό μας, κι αντανακλούν με έμφαση εκείνη την πλευρά του ανθρώπου που σχετίζεται με το έγκλημα, τη βία, ιδιότητες που ασφαλώς δεν είναι αποκλειστικότητα των πειρατών».
Το «Νησί των θησαυρών» έχει κυκλοφορήσει από αρκετούς εκδότες στην Ελλάδα, τόσο στην αυθεντική εκδοχή του, όσο και σε διασκευές για μικρά παιδιά. Σήμερα, το βρίσκει κανείς πλήρες και στους καταλόγους του Πατάκη και του Μεταίχμιου, σε μετάφραση Φίλιππου Μανδηλαρά και Ειρήνης Παϊδούση αντίστοιχα.