«Δεν υπάρχει ζωή χωρίς αιματοχυσία», υποστήριζε ο Κόρμακ ΜακΚάρθι, ο Αμερικανός μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας και σεναριογράφος που πέθανε σε ηλικία 89 ετών στο σπίτι του στη Σάντα Φε, μια μεγάλη μορφή των γραμμάτων, που παρέδωσε στην παγκόσμια λογοτεχνία έργα τα οποία τον έφεραν στην πρώτη γραμμή της αμερικανικής μυθοπλασίας ως έναν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς στην αμερικανική ιστορία.
Ο ΜακΚάρθι εξερεύνησε τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης σε δώδεκα μυθιστορήματα που ήταν λιτά και ποιητικά, οδυνηρά αλλά χωρίς συναισθηματισμούς. «Νομίζω ότι η ιδέα πως το είδος μπορεί να βελτιωθεί με κάποιον τρόπο, ότι όλοι θα μπορούσαν να ζήσουν αρμονικά, είναι μια πραγματικά επικίνδυνη ιδέα» έχει πει στο «The New York Times Magazine» το 1992, σε μια σπάνια συνέντευξή που έδωσε κάνοντας χάρη στον εκδότη του, lbert Erskine, που έβγαινε στη σύνταξη.
«Το αγαπημένο του μυθιστόρημα είναι το «Μόμπι Ντικ» του Μέλβιλ, δεν τον ενδιαφέρει το έργο του Χένρι Τζέιμς, δεν του αρέσει να μιλάει για τη συγγραφή, αυτά είναι λίγο-πολύ όσα ξέρουμε για τον Κόρμακ ΜακΚάρθι», γράφει στην ιστοσελίδα του το Cormac McCarthy Society. Ο συγγραφέας κληροδότησε το σύνολο του έργου του –συμπεριλαμβανομένων και ανέκδοτων έργων– στη Southwestern Writers Collection.
Η γλώσσα και ο τόνος των μυθιστορημάτων του άλλαξαν αισθητά με την πάροδο των δεκαετιών. Επί μακρόν το βασικό ερώτημα σχετικά με το έργο του μεταξύ ακαδημαϊκών και φανατικών αναγνωστών του ήταν ένα: Ποιος είναι καλύτερος; Ο πρώιμος ΜακΚάρθι ή ο όψιμος;
Ο ΜακΚάρθι ζούσε μακριά από τη δημοσιότητα, στην κωμόπολη Tesuque στα περίχωρα της Σάντα Φε, και από το 2000 συνεργαζόταν με το Ινστιτούτο Σάντα Φε ως επιμελητής των εκδόσεων του ερευνητικού επιστημονικού κέντρου, ενώ ασχολείτο με τη Θεωρητική Φυσική και τα Μαθηματικά. Στη διάρκεια της ζωής του υπήρξε ολιγόλογος, απέφευγε τις συνεντεύξεις, δεν έκανε δημόσιες αναγνώσεις και περιοδείες και δεν δίδαξε ποτέ δημιουργική γραφή, που τη θεωρούσε «απάτη».
Κάποτε δήλωσε στη «Wall Street Journal» ότι υπέγραψε 250 αντίτυπα του «The Road» και τα έδωσε όλα στον μικρότερο γιο του, Τζον, «ώστε όταν γίνει 18 ετών να τα πουλήσει και να πάει στο Λας Βέγκας ή κάτι τέτοιο». Πίστευε ότι αν ένα μυθιστόρημα δεν αφορά τη ζωή και τον θάνατο δεν είναι ενδιαφέρον.
Ο κριτικός λογοτεχνίας Χάρολντ Μπλουμ έχει πει πως ο ΜακΚάρθι είναι ένας από τους τέσσερις μείζονες Αμερικανούς συγγραφείς της εποχής του, μαζί με τους Ντον ΝτεΛίλο, Τόμας Πίντσον και Φίλιπ Ροθ, και αποκάλεσε το «Blood Meridian» («Ματωμένος Μεσημβρινός») το καλύτερο βιβλίο μετά το «Καθώς ψυχορραγώ» του Ουίλλιαμ Φώκνερ. Ο συγγραφέας Σολ Μπέλοου επαίνεσε την «απολύτως συγκλονιστική χρήση της γλώσσας, τις ζωογόνες και θανατηφόρες προτάσεις του» και ορισμένοι κριτικοί λογοτεχνίας τον αποκάλεσαν κληρονόμο του Ουίλλιαμ Φώκνερ και του Χέρμαν Μέλβιλ, συγγραφείς με τους οποίους μοιραζόταν το έντονο ενδιαφέρον για τα θέματα της απώλειας, του πόνου, της αιματοχυσίας και της μοίρας.
Το πεζογραφικό ύφος του ήταν εντυπωσιακά ιδιοσυγκρασιακό. Απογύμνωσε τις περισσότερες προτάσεις του από τα σημεία στίξης, καταργώντας εντελώς την άνω και κάτω τελεία και τα εισαγωγικά, ενώ έπαιξε με την παραδοσιακή σύνταξη και διάνθισε τα μυθιστορήματά του με σπάνιες λέξεις (vermiculate, gryke, patterans, rachitic). Οι νατουραλιστικοί του διάλογοι τοποθετούσαν τα βιβλία του στον χρόνο και τον τόπο, ενώ έπαιζε με τις συμβάσεις του γουέστερν, του αστυνομικού θρίλερ και του τρόμου.
Κανένα από τα πέντε πρώτα βιβλία του δεν πούλησε περισσότερα από 3.000 αντίτυπα σε σκληρό εξώφυλλο και ακόμη και οι εγκωμιαστικές κριτικές για τα μυθιστορήματά του τόνιζαν ότι δεν ήταν ακριβώς ευχάριστο να τα διαβάζεις. Με την πάροδο των ετών οι κριτικοί διαπίστωσαν ότι η γραφή του έγινε ελαφρώς πιο προσιτή, το «All the Pretty Horses» («Όλα τα όμορφα άλογα») κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου το 1992 και το «The Road» («Ο δρόμος») κέρδισε το βραβείο Pulitzer το 2007. Και τα δύο έγιναν ταινίες, όπως και το «No Country for Old Men» («Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους»), που κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας το 2008 και συγκέντρωσε περισσότερα από 75 κινηματογραφικά βραβεία. Το «Blood Meridian» («Ματωμένος Μεσημβρινός») κέρδισε μια θέση στη λίστα του περιοδικού «Time» με τα «100 καλύτερα βιβλία στην αγγλική γλώσσα από το 1923 ως τις μέρες μας».
Σε μια συνέντευξή του στο «Woodward» το 1992, ο ΜακΚάρθι δηλώνει: «Πάντα με ενδιέφερε η νοτιοδυτική περιοχή. Δεν υπάρχει μέρος στον κόσμο όπου μπορείς να πας και να μην ξέρουν για τους καουμπόηδες και τους Ινδιάνους και τον μύθο της Δύσης». Ο «Ματωμένος Μεσημβρινός» έβαλε τον ΜακΚάρθι στο κέντρο του αμερικανικού λογοτεχνικού κανόνα. Ο κριτικός Χάρολντ Μπλουμ το ανακήρυξε «το αυθεντικό αμερικανικό αποκαλυπτικό μυθιστόρημα», αναφέροντας: «Τολμώ να πω ότι κανένας άλλος εν ζωή Αμερικανός μυθιστοριογράφος, ούτε καν ο Πίντσον, δεν μας έχει δώσει ένα βιβλίο τόσο δυνατό και αξέχαστο».
Τα τέσσερα πρώτα μυθιστορήματά του, που διαδραματίζονται όλα στο ανατολικό Τενεσί, υποδηλώνουν τις απόψεις του ΜακΚάρθι για την περιοχή αυτή. Τα κοινά θέματα αντανακλούν την απελπιστική βία, χαρακτήρες που γεννήθηκαν από κάποιο αμετάβλητο, ανεξήγητο παρελθόν και μια κοινωνία αποτυχημένων ανθρώπων σε μια αποτυχημένη χώρα. Η δεύτερη σύζυγός του, Anne De Lisle, λέει ότι η τέχνη της ανακάλυψης του ΜακΚάρθι βρίσκεται στα ίδια του τα λόγια. «Αν θέλετε να καταλάβετε τον συγγραφέα, τα βιβλία του μπορούν να σας δείξουν τον δρόμο. Εκεί θα ανακαλύψετε τα μυστικά και τις μεθόδους του συγγραφέα, μέσα από τις πράξεις και τους διαλόγους των χαρακτήρων του. Εκεί θα δείτε πώς ακριβώς το ανατολικό Τενεσί βοήθησε στη διαμόρφωση του ανθρώπου ΜακΚάρθι και του συγγραφέα ΜακΚάρθι».
Η γλώσσα και ο τόνος των μυθιστορημάτων του άλλαξαν αισθητά με την πάροδο των δεκαετιών. Επί μακρόν το βασικό ερώτημα σχετικά με το έργο του μεταξύ ακαδημαϊκών και φανατικών αναγνωστών του ήταν ένα: Ποιος είναι καλύτερος; Ο πρώιμος ΜακΚάρθι ή ο όψιμος; Ο ίδιος εξήγησε το 2009 στη «Wall Street Jοurnal» γιατί έγραφε μυθιστορήματα και όχι διηγήματα, λέγοντας: «Οτιδήποτε δεν αφαιρεί χρόνια από τη ζωή σου και δεν σε οδηγεί στην αυτοκτονία δεν φαίνεται να αξίζει να το κάνεις, η δημιουργική εργασία συχνά καθοδηγείται από τον πόνο».
Ο ΜακΚάρθι δεν είχε δημοσιεύσει τίποτα από το 2006. Μετά από 16 χρόνια σιγής, τo φθινόπωρο του 2022 κυκλοφόρησε όχι ένα αλλά δύο βιβλία, το «The Passenger» («Ο επιβάτης») και το «Stella Maris». Ενώ μεγάλο μέρος του προηγούμενου έργου του διαδραματίζεται στον Νότο και τη Νοτιοδυτική Αμερική και ασχολείται με τις έννοιες του καλού και του κακού και την απύθμενη ικανότητα της ανθρωπότητας για βία και εκδίκηση, στο «The Passenger» και το «Stella Maris» καταπιάνεται με περισσότερο εγκεφαλικά θέματα: την ιστορία των Μαθηματικών και της Φυσικής, τη φύση της πραγματικότητας και της συνείδησης, εάν η θρησκεία και η επιστήμη μπορούν να συνυπάρχουν και τη σχέση μεταξύ ιδιοφυΐας και τρέλας, διερευνώντας πιο άμεσα ερωτήματα σχετικά με τη διασταύρωση της επιστήμης και της ηθικής και τα όρια της ανθρώπινης γνώσης.
Στο «Stella Maris» ήταν η πρώτη φορά που ο συγγραφέας έχτισε μια αφήγηση γύρω από μια γυναίκα πρωταγωνίστρια. Ο ίδιος είχε πει: «Σχεδίαζα να γράψω για μια γυναίκα εδώ και 50 χρόνια. Δεν θα είμαι ποτέ αρκετά ικανός να το κάνω, αλλά κάποια στιγμή πρέπει να προσπαθήσεις».
Ο Κόρμακ ΜακΚάρθι γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου του 1933 στο Ρόουντ Άιλαντ και ήταν το τρίτο από τα έξι παιδιά μιας οικογένειας που μετακόμισε στο Νόξβιλ, όταν ο πατέρας του άρχισε να εργάζεται ως δικηγόρος στην Tennessee Valley Authority, έναν οργανισμό που στήριξε την οικονομική ανάπτυξη των ΗΠΑ στα χρόνια της μεγάλης ύφεσης. Από νεαρή ηλικία γοητευόταν από τη φύση, ενώ επαναστάτησε ενάντια στην ανώτερη μεσαία τάξη στην οποία ανήκε η οικογένειά του. «Δεν ήμουν αυτό που είχαν στο μυαλό τους», έλεγε για τους γονείς του. «Ένιωσα από νωρίς ότι δεν επρόκειτο να γίνω ένας αξιοσέβαστος πολίτης. Μισούσα το σχολείο από την ημέρα που πάτησα το πόδι μου σε αυτό».
Φοίτησε στο Knoxville Catholic High School και στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα στο Πανεπιστήμιο του Τενεσί, το οποίο εγκατέλειψε για να καταταγεί στην αεροπορία των ΗΠΑ. Ωστόσο, στη διάρκεια των σπουδών του κέρδισε την υποτροφία Ingram Merrill Award για τα διηγήματα «A Drowning Incident» και «Wake for Susan» που δημοσίευσε στο φοιτητικό λογοτεχνικό περιοδικό «The Phoenix». Όσο υπηρετούσε στην Αλάσκα, άρχισε να διαβάζει συστηματικά μυθιστορήματα των Μέλβιλ, Ντοστογιέφσκι και Φώκνερ, ενώ παρουσίαζε μια ραδιοφωνική εκπομπή. Επέστρεψε στο Πανεπιστήμιο του Τενεσί το 1957 και το εγκατέλειψε και πάλι τρία χρόνια αργότερα για να επικεντρωθεί στη συγγραφή αυτού που έγινε το πρώτο του μυθιστόρημα, «The Orchard Keeper» (1965), ενώ είχε μετακομίσει στο Σικάγο, όπου εργάστηκε ως μηχανικός αυτοκινήτων.
Το 1965 κέρδισε ακόμα μια υποτροφία, από την American Academy of Arts and Letters, με τα χρήματα της οποίας ταξίδεψε με πλοίο για να φτάσει στη γη των προγόνων του, την Ιρλανδία. Με υποτροφία του ιδρύματος Ροκφέλερ ταξίδεψε την Αγγλία, τη Γαλλία, την Ελβετία, την Ιταλία και την Ισπανία. Έμεινε για έναν χρόνο στην Ίμπιζα, που ήταν ένα είδος αποικίας καλλιτεχνών εκείνη την εποχή, και εκεί ολοκλήρωσε το «Outer Dark», το οποίο εκδόθηκε από την Random House το 1968.
Το 1969 με την υποτροφία Guggenheim για δημιουργική γραφή μετακόμισε με τη δεύτερη σύζυγό του –η πρώτη ήταν η Lee Holleman με την οποία έμεινε παντρεμένος για λίγο και απέκτησε έναν γιο– Anne DeLisle, μια νεαρή Αγγλίδα τραγουδίστρια και χορεύτρια, σε έναν αχυρώνα κοντά στο Λούισβιλ του Τενεσί, τον οποίο ανακαίνισε με τα χέρια του.
Το βιβλίο του «Child of God» εκδόθηκε το 1973 και συγκέντρωσε ανάμεικτες κριτικές, καθώς κάποιοι το εξήραν ως σπουδαίο ενώ άλλοι το θεώρησαν κατάπτυστο. Το 1974-75 εργάστηκε στο σενάριο για μια ταινία του PBS με τίτλο «The Gardener's Son». Έναν χρόνο αργότερα χώρισε με τη σύζυγό του και μετακόμισε αμέσως μετά στο Ελ Πάσο του Τέξας, όπου έζησε για πολλά χρόνια.
Το 1979 δημοσίευσε το τέταρτο μυθιστόρημά του, το «Suttree», που πολλοί θεωρούν ότι είναι το καλύτερό του. Με τα χρήματα μιας ακόμα υποτροφίας έγραψε το «Blood Meridian» («Ματωμένος Mεσημβρινός») που δεν έτυχε ιδιαίτερης προσοχής εκείνη την εποχή. Τώρα, ωστόσο, θεωρείται σημείο καμπής στην καριέρα του. Ο συγγραφέας επισκέφθηκε όλους τους τόπους του βιβλίου και έμαθε ακόμη και ισπανικά για την έρευνά του.
Το «All the Pretty Horses» («Όλα τα όμορφα άλογα»), ο πρώτος τόμος της τριλογίας The Border Trilogy (Τριλογία των συνόρων), εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Knopf το 1992. Σε αντίθεση με τα προηγούμενα βιβλία του, συγκέντρωσε πολλές εξαιρετικές κριτικές, βρέθηκε στη λίστα των μπεστ σέλερ των «New York Times» και ο ΜακΚάρθι έγινε γνωστός στο ευρύ αναγνωστικό κοινό. Με τα χρήματα που κέρδισε από το βιβλίο αγόρασε ένα καινούργιο φορτηγό. Την ίδια περίοδο επιμελήθηκε και αναθεώρησε το θεατρικό έργο «The Stonemason», μια τραγωδία που διερευνά τις τύχες τριών γενεών μιας μαύρης οικογένειας στο Κεντάκι. Το 1994 κυκλοφόρησε ο δεύτερος τόμος της τριλογίας, «The Crossing» («Το πέρασμα»), και το 1998 ο τρίτος, το «Cities of the Plain» («Πεδινές πολιτείες»).
Ο ΜακΚάρθι έκανε τον τρίτο του γάμο με την Jennifer Winkley και απέκτησε άλλο ένα παιδί. Η οικογένεια μετακόμισε στο Tesuque, στο Νέο Μεξικό.
Το 2005 κυκλοφόρησε το βιβλίο «No Country for Old Men» («Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους»), το οποίο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τους Τζόελ και Ίθαν Κοέν. Το 2006 εξέδωσε το βιβλίο «The Road» («Ο δρόμος»), με το οποίο κέρδισε το βραβείο Pulitzer για τη λογοτεχνία. Το 2006 έγραψε το θεατρικό έργο «Sunset Limited» που έγινε ταινία από το ΗΒΟ σε σκηνοθεσία Τόμι Λι Τζόουνς. Το 2012 έγραψε το σενάριο τού «The Counselor», που έγινε ταινία από τον Ρίντλεϊ Σκοτ.
NO COUNTRY FOR OLD MEN (2007)
Αγοράστε το «Stella Maris» εδώ
Αγοράστε εδώ το «Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους»
Με πληροφορίες από: New York Times, Wall street Journal, Guardian, Cormac McCarthy Society