«ΣΤΑ ΣΩΘΙΚΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΑ που γράφει δεν υπάρχει τίποτα» τόνιζε ο Ρομπέρτο Μπολάνιο στο μνημειώδες έργο του 2666, θέλοντας να καταρρίψει τον μύθο του επαρκούς, σοφού συγγραφέα που επικοινωνεί με το υψηλό ή με την κρυμμένη γνώση.
Αντίθετα, στα πάντοτε γοητευτικά πρωτόγονα κείμενά του μιλούσε για τον συγγραφέα σαν να ήταν ανέκαθεν ένα ανυπεράσπιστο ον, ανοιχτό σε κάθε είδους μεταστροφή της τύχης, ακόμα και στον θάνατο, όπως άλλωστε αποδείχθηκε στην περίπτωση του ίδιου, ο οποίος έφυγε γράφοντας πυρετωδώς, πριν καν προλάβει να κλείσει τα πενήντα του χρόνια.
Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί τι θα γινόταν αν αυτό το αστραφτερό σαν λαιμητόμος πολυμηχάνημα πέρα από τα όρια των ανθρώπινων διαστάσεων, που λέγεται Μπολάνιο, εξακολουθούσε να ακτινοβολεί μέσα στο σκοτεινό διάστημα της χώρας του που τον ανάγκασε να πολιτικοποιηθεί από νωρίς, βυθομετρώντας το χιλιανό ασυνείδητο και βγάζοντας ειρωνικά τη γλώσσα στις «γλυκόπικρες» συνταγές της λατινοαμερικανής καταγωγής του.
Κόντρα στο μελό ή στο μαγικό, επίθετα που συνοδεύουν απαραίτητα ακόμα και τους πιο ώριμους συγγραφείς της παράδοσης του λατινοαμερικανικού μυθιστορήματος, ο Μπολάνιο άρχισε να γράφει με ωμότητα και κυνισμό στα όρια της νομιμότητας, βάζοντας το έγκλημα στο επίκεντρο της συγγραφικής του ταυτότητας και προτιμώντας τον αυθορμητισμό των μπιτ ποιητών από τα νοσταλγικά όνειρα τύπου Νερούδα (αλήθεια, ποιος μίσησε περισσότερο τη νοσταλγία από τον Μπολάνιο;).
Ξέροντας επίσης ότι η προνομιακή θέση δεν συνάδει με την ιδιότητα του συγγραφέα, προτίμησε, βαδίζοντας στα χνάρια του Ζενέ, τη φιγούρα του παράνομου, του δυνάμει εγκληματία πλάνητα, με την οποία άλλωστε ταυτίστηκε από μικρός, αφού περιπλανήθηκε σε διαφορετικές χώρες ‒Μεξικό και Ισπανία‒, εργαζόμενος ως εισπράκτορας μόλις στα δέκα του χρόνια, σερβίροντας, μαζεύοντας σκουπίδια ή σβήνοντας άπειρα τσιγάρα σε λερά πατώματα, καθώς δούλευε για ώρες ως νυχτοφύλακας.
Σύντομα ο Οδυσσέας του Τζέιμς Τζόυς έγινε ο ήρωάς του, με την εικόνα του νεκρού Δαίδαλου από το ομώνυμο μυθιστόρημα να σημαδεύει ως κυρίαρχη εικόνα την πρώτη, δυναμική σχέση του με το μυθιστόρημα, φτάνοντας μέχρι το «εξαίσιο πτώμα-cadavre exquis», το παιχνίδι που έστησαν οι Γάλλοι υπερρεαλιστές Ζακ Πρεβέρ και Ιβ Τανγκί στο πλαίσιο της εξερεύνησης του ασυνειδήτου, το οποίο ακολούθησε με ιδιαίτερη θέρμη.
Σε αυτό το φευγαλέο φως μιας αποκαλυψιακής δύναμης της λογοτεχνίας, σαν μια θρυαλλίδα που αρκεί για να βάλει φωτιά σε απύθμενες βεβαιότητες ή να δυναμιτίσει τη νόρμα της ποίησης, μετατρέποντας σε ποίηση τη ζωή την ίδια, γράφεται και κυρίως βιώνεται η λογοτεχνία.
Κάπως έτσι άρχισαν να μετατρέπονται σε αφηγήσεις οι πυρακτωμένες λέξεις και τα πολύχρωμα, σαν πίνακες του Πόλοκ, στον οποίο είχε ιδιαίτερη αδυναμία, αφηγηματικά περιβάλλοντα, γεμάτα από διαφορετικούς ήρωες, λογοτέχνες και αγύρτες, πόρνες και χορεύτριες του πατινάζ, αθλητές και ποιητές, τουριστικούς πράκτορες και τρελαμένους δημόσιους υπαλλήλους.
Μόνιμο μότο του η εσωτερική και εξωτερική εξέγερση που τον έφερνε διαρκώς αντιμέτωπο με το δίλημμα γραφή ή θάνατος. Δεν είναι τυχαίο ότι το πρωτόλειο έργο του Συμβουλές από έναν μαθητή του Μόρρισον σε έναν φανατικό του Τζόυς - και Ημερολόγιο Μπαρ ‒το οποίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Άγρα, όπως και τα υπόλοιπα μυθιστορήματα του Μπολάνιο, σε μετάφραση Κρίτωνα Ηλιόπουλου‒, παρότι γράφτηκε σε συνεργασία με τον φίλο του Α.Γκ. Πόρτα, αποκαλύπτει όλα τα γνώριμα μοτίβα που διακρίνουμε στα υπόλοιπα έργα του Μπολάνιο: την περιπέτεια, την εμμονή με το έγκλημα, τις παραληρηματικές εμμονές, τις παρεκτροπές στην αφήγηση.
Σχετικά με το έργο και για το πώς γράφτηκε à deux αποκαλύπτει πολλά στο επίμετρο που συνοδεύει την έκδοση της Άγρας ο Πόρτα, όπως το ότι ο τίτλος του βιβλίου είναι εμπνευσμένος από ένα ποίημα του Μάριο Σαντιάγο Συμβουλές από έναν μαθητή του Μαρξ σε έναν φανατικό του Χάιντεγκερ και ότι ο Μπολάνιο φαίνεται περισσότερο στο τελευταίο μέρος του βιβλίου παρά στα υπόλοιπα.
Δεν είναι όμως τόσο ακριβή όλα όσα ισχυρίζεται ο Πόρτα, αφού μια ματιά στα διαφορετικά μοτίβα της αφήγησης δείχνουν ότι τόσο οι Συμβουλές όσο και το άκρως πολιτικοποιημένο Ημερολόγιο Μπαρ επικοινωνούν εσωτερικά σε πολλά σημεία με τα υπόλοιπα πρωτόλεια έργα-χειρόγραφα του Μπολάνιο. όπως το Παγοδρόμιο, όπου το νουάρ υπερτερεί ως συγγραφικό στοιχείο και η πολυφωνία αναδεικνύει την ανάγκη του συγγραφέα να μιλήσει μέσα από διαφορετικά πρόσωπα, ή το εξπρεσιονιστικό Πνεύμα της επιστημονικής φαντασίας, όπου προκύπτουν το ίδιο πειραματικό ύφος, οι παραληρηματικοί μονόλογοι, η σουρεαλιστική φαντασία, η ίδια χρήση των επιστολών που διακόπτουν την ενότητα της αφήγησης.
Ακολουθώντας επίσης τον Μπολάνιο από την πρώτη αράδα μέχρι την τελευταία βλέπουμε ότι το κεντρικό θέμα που τον απασχολεί είναι αυτό της προέλευσης και του προορισμού εκείνου που γράφει πάντα με το αίμα του και τίμημα τη ζωή του.
Το κατεξοχήν ερώτημα που διαπερνά αυτές τις γεμάτες αμεσότητα και σφρίγος στυλιστικές εξάρσεις είναι η αγωνία για τις άπειρες δυνατότητες της γραφής και την ταυτότητα του συγγραφέα, ρόλους στους οποίους ο Μπολάνιο έδινε τη μέγιστη βαρύτητα, από τις πιο τραγικές πτυχές έως τις πιο κυνικά σαρκαστικές στιγμές που χαρακτηρίζουν το έργο του.
Τι ήταν λοιπόν η λογοτεχνία για τον Μπολάνιο; Αυτό το ερώτημα επανέρχεται σχεδόν σε κάθε σελίδα των Συμβουλών, όπου η γραφή ταυτίζεται με το έγκλημα έως το όψιμο 2666.
Όπως λέει κάποια στιγμή στις Συμβουλές το alter ego του Άνχελ Ρος, η γραφή είναι «η μορφή μέσω της οποίας η ζωή θα έπρεπε να είναι ξεκάθαρη, ευανάγνωστη, σταθερή. Αλλά η μορφή έπαιρνε σιγά σιγά το πρόσωπο του εγκλήματος. Η καθημερινή ζωή, οι δουλειές μου, μερικές γυναίκες, τα βιβλία, οι δρόμοι, όλα με παράσερναν στο έγκλημα, έναν τόπο άγνωστο που μερικές φορές τον ταύτιζα με την περιπέτεια, εκείνο το πεδίο στο οποίο οι ρόλοι δεν υπάρχουν ή μπορεί να είναι πολλαπλοί και εναλλασσόμενοι και όπου το ταλέντο δεν υπακούει σε καμία λογική, δεν θέλει να πει τίποτα, δεν έχει καμία σημασία, ένα στόμα βουβό».
Κάπως έτσι ο πρωταγωνιστής του φτάνει κυριολεκτικά να γίνει συνεργός σε μια σειρά από φονικά που διαπράττει κατά κύριο λόγο η εκκεντρική σύντροφός του Άννα και καταδιώκονται στη συνέχεια και οι δυο από την αστυνομία, μοιάζοντας με πρωταγωνιστές σε μια ιστορία που θυμίζει κάτι μεταξύ του Με κομμένη την ανάσα του Ζαν-Λικ Γκοντάρ και του Μπόνι και Κλάιντ του Άρθουρ Πεν (δεν είναι τυχαίο ότι μαζί με τον Πόρτα έγραφαν τότε και κινηματογραφικά σενάρια).
Ανάμεσα, λοιπόν, σε καταιγιστικές σκηνές που παραπέμπουν σε ένα απολαυστικό νουάρ, εσωτερικές σκέψεις για τον προορισμό της γραφής που διαπερνούν διάφορες επιστολές που απευθύνει εν είδει ημερολογίου ο πρωταγωνιστής Άνχελ στον ίδιο τον Τζόυς, αυθόρμητα συμπεράσματα για τους λογοτεχνικούς ήρωες και τον σκοπό κάθε πράξης, που θυμίζουν ενίοτε τους εσωτερικούς μονολόγους του Σάλιντζερ και του Κορτάσαρ, μιλώντας για «τα βιβλία που ακόμα βρίσκονταν δίπλα μου, πέτρινοι φρουροί της γελοιότητας και της υγείας», περιγράφονται σκηνικά που πείθουν ότι είναι ξεκάθαρα Μπολάνιο ‒ συγγνώμη κύριε Πόρτα!
Χαρακτηριστική είναι η σκηνή με τους δυο πρωταγωνιστές που εισβάλλουν σε ένα μοντέρνο, ακριβό διαμέρισμα στη Βαρκελώνη και κρατούν ομήρους το συζυγικό ζεύγος και την υπηρέτρια. Λίγο προτού πάνε όλα λάθος, ο Άνχελ απομονώνει υπό την απειλή όπλου τη σύζυγο, κυρία Μοντσεράρ σε ένα δωμάτιο όπου, όμως, μετά από λίγο ξεκινούν μια εντελώς σουρεαλιστική συζήτηση για την ποίηση. Λίγο πριν εκείνη σκύψει προς το υψωμένο πέος του ‒είναι γνωστή η εμμονή του Μπολάνιο με τα επιβλητικά μόρια‒ διαμείβεται ο εντελώς παράλογος διάλογος.
«Το ποίημα που είναι πιστό είδωλο όσων θέλεις να εκφράσεις είναι σχεδόν μια χίμαιρα», λέει η κυρία Μοντσεράρ. «Γιατί σχεδόν;» ρωτάει ο Άνχελ. «Γιατί μερικές φορές μπορούμε να μιμηθούμε με άψογο τρόπο την κίνηση ενός αντικατοπτρισμού», καταλήγει η κυρία Μοντσεράρ, προτάσσοντας τη φυσική αναγκαιότητα της ποίησης και τη μεταφυσική της λάμψη.
Σε αυτό το φευγαλέο φως μιας αποκαλυψιακής δύναμης της λογοτεχνίας, λοιπόν, σαν μια θρυαλλίδα που αρκεί για να βάλει φωτιά σε απύθμενες βεβαιότητες ή να δυναμιτίσει τη νόρμα της ποίησης, μετατρέποντας σε ποίηση τη ζωή την ίδια, γράφεται και κυρίως βιώνεται η λογοτεχνία. Ποτέ έξω από τα φλεγόμενα περιβάλλοντα ‒ερωτικά, πολιτικά, λογοτεχνικά‒, πάντα μέσα σε αυτά.
Στο μυαλό αυθορμήτως έρχονται εκείνοι οι μεσσιανικοί στίχοι που γράφονται στον ουρανό με τον καπνό από τις τουρμπίνες του αεροπλάνου σε μία από τις ιστορίες του αξέχαστου Ναζιστική λογοτεχνία στην Αμερική (και πάλι του Μπολάνιο), τους οποίους θαρρείς πως θα δεις και πάλι όταν κλείνεις τα βιβλία του, με τον ίδιο τον συγγραφέα να προβάλλει ανάμεσά τους γελώντας σαν ένας προφήτης που πρόλαβε να ορίσει τη λογοτεχνία μέσα από τα σκοτάδια της προτού καν εκείνη αναλογιστεί τον προορισμό της. Γιατί μπορεί να έζησε, λίγο αλλά πρόλαβε να πει και κυρίως να γράψει τα πάντα.