«Όσες σελίδες γράψαμε, τόση ζωή χάσαμε»: Για τα «Άπαντα» του Περικλή Κοροβέση

«Όσες σελίδες γράψαμε, τόση ζωή χάσαμε» Facebook Twitter
Στη Γενεύη, στο σπίτι του δικηγόρου Τζέιμς Μπέκετ (ερευνητή της Διεθνούς Αμνηστίας), όταν κατέθεσε στο Συμβούλιο της Ευρώπης το 1969 για τα βασανιστήρια στην Ελλάδα.
0

Συγγραφέας, λογοτέχνης, ποιητής και πολιτικός αγωνιστής που με μόνα όπλα το σθένος και την πένα του διέσυρε διεθνώς το χουντικό καθεστώς που τον βασάνισε, ο Περικλής Κοροβέσης (20/7/41-11/4/20) ήταν μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση ανθρώπου και διανοητή, που αν δεν μεσολαβούσε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου θα γινόταν ηθοποιός, όπως ο ίδιος έλεγε. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι έγραψε και μια σειρά θεατρικά έργα, τα οποία συμπεριλαμβάνονται στον πρώτο αυτό τόμο των «Απάντων» του (εκδόσεις Opportuna) που ξεκινά από τους «Ανθρωποφύλακες» (1974) και φτάνει μέχρι τις «Παράπλευρες καθημερινές απώλειες» (2013). «Τα κείμενα είναι χωρισμένα κατά είδος ώστε να διαθέτουν μια μορφολογική συνάφεια», λέει ο εκδότης Νίκος Παπαχριστόπουλος, που μαζί με τους Δημήτρη Ραυτόπουλο, Παντελή Μπουκάλα και Σάββα Μιχαήλ υπογράφουν τα εισαγωγικά κείμενα. 

Πρόκειται για μια μνημειώδη έκδοση-φόρο τιμής σε αυτή την ανήσυχη, οξυδερκή και πάντα ασυμβίβαστη προσωπικότητα, μέσα από την οποία αναδεικνύονται η ζωή, η σκέψη, τα πρόσωπα, οι άνθρωποι, οι ιδέες και οι εμπειρίες που τον διαμόρφωσαν: «Η ηδονή δεν είναι δωρεά, με τη φθορά αποκτιέται και μέσω αυτής δημιουργεί αντισώματα ζωής. Χρειάζεται όμως να οριοθετείς την ευχαρίστηση απέναντι στην καταστροφή… Το να ακολουθεί κάποιος την κάβλα, τη φουσκοδεντριά, τη λίμπιντό του, να αναζητά να γονιμοποιήσει το φως στον πλησίον του, ανεξάρτητα από σεξουαλικότητες, φύλα και κοινωνικά πρότυπα, είναι μια διαδικασία εξανθρωπισμού», μου έλεγε σε εκείνη την τόσο ζεστή συνομιλία μας για τη στήλη «Οι Αθηναίοι» της LiFO δέκα χρόνια πριν. Όμως ο Περικλής, καθώς αναφέρει και ο Νίκος Παπαχριστόπουλος, είχε ταλέντο όχι μόνο στο να γράφει αλλά και –πράγμα πολύ σπανιότερο– στο να ακούει προσεκτικά τον όποιο συνομιλητή του, κι αυτό αποτυπώνεται και στα γραπτά του.  

Η γραφή ήταν για τον ίδιο μια βαθιά ενορμητική ανάγκη, μια πράξη ανατροπής, με υποκειμενικούς μονάχα κανόνες, όπως ήταν και η ίδια του η ζωή.

Απέφυγε, επιπλέον, την ευκολία της «μανιέρας»: «Δεν επαναπαύεται στο κλίμα των “Ανθρωποφυλάκων”», του εμβληματικού του μπεστ σέλερ, αλλά επανασυστήνει διαρκώς τις προϋποθέσεις της γραφής του, η οποία παραμένει διαρκώς συνδεδεμένη με το εν εξελίξει ατομικό του βίωμα», συμπληρώνει ο Νίκος Παπαχριστόπουλος. «Επέλεξε την πολιτική παρουσία ως αντίσταση, ως σωτηρία», λέει ο Δημήτρης Ραυτόπουλος, στη γραφή του ωστόσο «δεν διακρίνεις κανέναν θορυβοποιό στόμφο, κανέναν διδακτισμό», παρατηρεί ο Παντελής Μπουκάλας. Εκείνο που σίγουρα διακρίνεις είναι το ασίγαστο, ασυμβίβαστο πάθος του για την ελευθερία: «Δεν υπάρχει κελί που να μην τρυπιέται. Δεν υπάρχει φυλακή που δεν μπορείς να δραπετεύσεις. Δεν υπάρχει σκλαβιά που να εμποδίζει την ελευθερία σου. Όλα είναι στο κεφάλι σου. Σπασ’ το και πέτα. Ο ουρανός είναι απέραντος. Υπάρχει μια γωνιά που σε περιμένει. Βρες την», γράφει χαρακτηριστικά στην «Απόδραση».

κοροβεσης Facebook Twitter
Οι πρώτες δηλώσεις του στο περιοδικό «Ταχυδρόμος» όταν επέστρεψε στην Ελλάδα το 1974, έπειτα από το οδοιπορικό των έξι χρόνων σε τρεις χώρες (Αγγλία, Ελβετία, Γαλλία).

Ο Περικλής, ο οποίος στοχοποιήθηκε και μεταπολιτευτικά μια εποχή ως δήθεν αρχηγός της οργάνωσης 17 Νοέμβρη, αρεσκόταν να λέει ότι μιλά «ως πολίτης μιας ουτοπικής μελλοντικής κοινωνίας», σημειώνει ο Σάββας Μιχαήλ. Ζούσε άλλωστε την επανάσταση σαν μια καθημερινή πραγμάτωση, καθώς μου είχε πει. Δεν επαναπαύτηκε ποτέ σε εύκολες βεβαιότητες, ούτε έκρυψε τις αμφιβολίες και τους δισταγμούς του. «Καμια φορά ο έφηβος γιος μου ή άλλοι νεαροί και νεαρές –που βρίσκουν τα δικά μας νιάτα ηρωικά και όμορφα– με ρωτούν τι πρέπει να γίνει για ν’ αλλάξει ο κόσμος. Κι εγώ τη συνταγή που είχα την έχω χάσει πια», είχε πει παλιότερα.

Επικοινώνησα με τον Χριστόφορο, ο οποίος είναι πια ολόκληρος άντρας και ζει στο Μάλμε με την οικογένεια που έκανε στο μεταξύ, έχοντας κι εκείνος κολλήσει το λογοτεχνικό «μικρόβιο». Τον ρώτησα πώς θυμάται τον πατέρα του και πώς αποτιμά το έργο του. Αρχικά δίστασε, δεν συνηθίζει να μιλά δημόσια γι΄ αυτόν, εντέλει όμως δέχτηκε και βρήκα τα λεγόμενά του, όπως και εκείνα του Νίκου Παπαχριστόπουλου, πολύ κατατοπιστικά. Όλα αυτά λίγες μέρες πριν από το αφιέρωμα στον Περικλή Κοροβέση στο πλαίσιο του 4ου Αντιρατσιστικού Φεστιβάλ του «Φυσάει Κόντρα» στο Κηποθέατρο Νίκαιας (25/9).

Χριστόφορος Κοροβέσης, λογοτέχνης

«Ήταν σημαντικό να μεγαλώσω με πατέρα (Έλληνα, άντρα, και της γενιάς του) που μαγείρευε, ψώνιζε, σκούπιζε, έπλενε, δίπλωνε, πότιζε, άλλαζε νερό στο ενυδρείο και, παράλληλα, χωρίς να το αντιλαμβάνομαι, ήθελε να αλλάξει και τον κόσμο».

Χριστόφορος Κοροβέσης
Φωτ.: Κάισα Έρικσον

― Πώς θυμάσαι τον πατέρα σου ως παιδί; 
Για πολλούς και διαφορετικούς λόγους ήταν ένας πατέρας που ξεχώριζε από τους άλλους. Καταρχάς, μου χάρισε μια δεύτερη γλώσσα και μια δεύτερη κουλτούρα. Κάτι που μου φάνηκε εντελώς φυσιολογικό, ύστερα όμως κατάλαβα πως είναι μια πολυτέλεια. Από ένα σημείο και μετά, αντιλήφθηκα ότι, όπου και να πηγαίναμε στην Ελλάδα, το πρόσωπό του απέπνεε κύρος και σεβασμό, χαρακτηριστικά που έρχονταν σε αντίθεση με τη φιγούρα του στη Σουηδία: μετανάστης, μαυριδερός, φτωχός, ατσούμπαλος, με τα σουηδικά του σπασμένα. Μια μορφή δηλαδή η οποία, φαινομενικά, δεν είχε καμία σχέση με την πολιτιστική του υπόσταση. Παρόλο που οι «Ανθρωποφύλακες» εκδόθηκαν στα σουηδικά πολύ νωρίτερα, όταν μεγάλωνα, τη δεκαετία του ’80, ελάχιστοι το είχαν διαβάσει. Το κίνημα αλληλεγγύης είχε στραφεί αλλού, και η Ελλάδα για τον μέσο Σουηδό σήμαινε πλέον φτηνά τσάρτερ στη Ρόδο. Μολονότι είχε διπλή υπηκοότητα, η πολιτική του δράση και το λογοτεχνικό του έργο παραμένουν άγνωστα μέχρι και σήμερα στη Σουηδία. Αξίζει βέβαια να σημειωθεί ότι και ο ίδιος δεν είχε καμία ιδιαίτερη φιλοδοξία να αλλάξει αυτή την κατάσταση. Αντιθέτως, αυτή η αντίφαση μάλλον τον διασκέδαζε.

― Η πρώτη σου επαφή με το συγγραφικό του έργο; 
Τους «Ανθρωποφύλακες» (τη σουηδική έκδοση) τους άνοιξα για πρώτη φορά πολύ μικρός, σκαλίζοντας τη βιβλιοθήκη της μάνας μου, πιθανόν πριν καν αρχίσω το σχολείο. Μεγαλώνοντας σε μια χώρα όπου η πολιτική ιστορία διαφέρει παντελώς από την αντίστοιχη της Ελλάδας, μάλλον δεν κατάλαβα, εκείνη την πρώτη φορά, παρά το όνομα του συγγραφέα στο εξώφυλλο, ότι ο πρωταγωνιστής του βιβλίου ήταν ο ίδιος ο πατέρας μου, με τον οποίο πήγαινα στην πισίνα και νοίκιαζα ταινίες από το βιντεοκλάμπ κάθε βδομάδα. Ο πατέρας με το τεράστιο μουστάκι και το πυκνό στίφος από φίλους, γνωστούς, συντρόφους και συνεργάτες που τον συνόδευε, από τον οποίο ξυπνούσα το πρωί με το ευχάριστο τακ-τακ της γραφομηχανής, στο διπλανό δωμάτιο. Ο πατέρας που μου έμαθε ν’ αγαπάω ένα σωρό πράγματα, από τον Καραγκιόζη μέχρι τα ρεμπέτικα. Δεν το κρατούσα βέβαια μυστικό πως είχε κάτσει στη φυλακή. Το έλεγα στους φίλους μου σχεδόν με περηφάνεια, γιατί ο λόγος του εγκλεισμού του ήταν πολιτικός και, αν και μικρός, είχα καταλάβει πως δεν ήταν εγκληματίας αλλά κάτι σαν ήρωας. Ο ίδιος δεν μου έλεγε λεπτομέρειες, προφανώς δεν ήθελε να με επιβαρύνει με όσα είχε περάσει. Και μάλλον καλά έκανε. Πώς, εξάλλου, θα μπορούσε ένα παιδικό μυαλό να επεξεργαστεί μια τέτοια φρίκη; Και έτσι, ο ψυχισμός μου, για πολλά χρόνια, εκλάμβανε αυτό το άκρως προσωπικό του δράμα ως κάτι πιο αφηρημένο, όπως αφηρημένες είναι και όλες οι ιστορίες των γονιών που διαδραματίζονται πριν από τη γέννα του παιδιού.  

κοροβεσης Facebook Twitter
Στοκχόλμη, όπου εγκαταστάθηκε το 1977 και εκεί γεννήθηκε ο γιός του Χριστόφορος.

― Αν σου ζητούσαν να περιγράψεις τον χαρακτήρα του σε λίγες λέξεις;
Ως μοναχοπαίδι, είναι εύκολο να πιστεύεις ότι η άποψή σου για τον πατέρα σου είναι μοναδική. Ισχύει βέβαια, αλλά αυτό καθόλου δεν σημαίνει πως οι απόψεις των άλλων, των χιλιάδων ανθρώπων που τον γνώρισαν από κοντά, είναι λανθασμένες. Και ταυτόχρονα, δεν είσαι και η καλύτερη επιλογή για να σχολιάσεις τα έργα του. Πρώτον, γιατί όταν διαβάζεις σε άλλη γλώσσα από τη μητρική σου, πάντα κάτι πάει χαμένο. Μπορεί να είναι μικρό, μερικές φορές ασήμαντο, σπάνια όμως έχεις την απόλυτη σιγουριά πως πραγματικά το κατέχεις. Δεύτερον, διότι παρακολουθείς τα νέα, πληροφορείσαι για τα γεγονότα σε έναν τόπο από τον οποίο βρίσκεσαι και πάντα βρισκόσουν μακριά. Το ίδιο ισχύει και για κάθε σχετική πολιτική συζήτηση. Τρίτον, επειδή όταν εκείνος που γράφει όλα αυτά τυχαίνει να είναι ο πατέρας σου −όσο αντιδραστικό και ν’ ακούγεται− η πολιτική και δημόσια ζωή του σ’ ενδιαφέρει λιγότερο από την προσωπική, ιδίως από τη σχέση που έχεις μαζί του. Ή έτσι ήταν τουλάχιστον για μένα.    

Όλα αυτά, βέβαια, δεν συνιστούν πρόλογο κάποιας βιογραφίας. Για τους αναγνώστες των λογοτεχνικών έργων, όπως λέει και ο Μπαρτ, η προσωπική ζωή του συγγραφέα μάλλον παραμένει αδιάφορη. Σίγουρα, δεν πέφτω έξω όταν λέω πως, όσοι είχαν την τύχη να γνωρίσουν τον συγγραφέα Περικλή Κοροβέση, συνάμα γνώρισαν και τον άνθρωπο. Για μένα, βέβαια, ο συγγραφέας Κοροβέσης ήταν άνευ ενδιαφέροντος. Ίσως η συγγραφική του δραστηριότητα αποτελούσε και αιτία για τις συχνές απουσίες του στην Ελλάδα και το Παρίσι (ο απών πατέρας εύκολα γίνεται και ο ιδανικός). Αλλά θέλω να πιστεύω ότι το λογοτεχνικό και πολιτικό του έργο ήταν συνυφασμένο με τον τρόπο που ζούσε στην καθημερινότητα. Πάντα αλληλέγγυος, πάντα πρόθυμος να βοηθήσει. Αμάξι που είχε κολλήσει στο χιόνι; Το έσπρωχνε. Άγνωστος με βαριά μπαγκάζια στις σκάλες του μετρό; Τα σήκωνε. Σουηδός στο πεζοδρόμιο, τύφλα στο μεθύσι; Τον συνόδευε σπίτι. Αφρικανή πωλήτρια δρόμου στη Φωκίωνος; Αγόραζε. Πράξεις συμπαράστασης σαν κι αυτές μού έχουν μείνει αξέχαστες. Και για ένα παιδί, σίγουρα, είναι πολύ πιο χρήσιμες από κάποια πολιτική ή φιλοσοφική θεωρία που τις υπαγορεύει. Καλόκαρδος και προοδευτικός όσον αφορά ιδέες ανατροφής. Ήταν σημαντικό να μεγαλώσω με πατέρα (Έλληνα, άντρα, και της γενιάς του) που μαγείρευε, ψώνιζε, σκούπιζε, έπλενε, δίπλωνε, πότιζε, άλλαζε νερό στο ενυδρείο και, παράλληλα, χωρίς να το αντιλαμβάνομαι, ήθελε να αλλάξει και τον κόσμο.

κοροβεσης Facebook Twitter
Απόκομμα από εφημερίδα της εποχής που τον υποδέχεται ο πατέρας του στο αεροδρόμιο.

― Ποια είναι η τελευταία σου ανάμνηση από εκείνον;
Πατάμε φαστ-φόργουορντ, τριάντα χρόνια, και σίγουρα ο κόσμος άλλαξε. Πολλοί θα έλεγαν ότι η ανθρωπότητα σάλταρε, και ότι είναι θέμα χρόνου να φτάσουμε στο αμήν. Αρχές Γενάρη του 2020 βλέπω τον πατέρα μου −και ο γιος μου τον παππού του− για τελευταία φορά, στην Αθήνα. Στις 19 Μαρτίου, στις απαρχές της πανδημίας, του κάνω το τελευταίο σημαντικό τηλεφώνημα, από νοσοκομείο σε νοσοκομείο, να του πω ότι γεννήθηκε η κόρη μου, το δεύτερό του εγγόνι. Την επόμενη μέρα παθαίνει ανακοπή καρδιάς και ακολουθούν είκοσι μέρες παράξενου συμβιβασμού μεταξύ ζωής και θανάτου. Τελικά, βγήκαν και οι δύο νικητές. Νομίζω ότι θα του άρεσε αυτό ως ιδέα για διήγημα.    

― Πώς σου φάνηκε η έκδοση του πρώτου τόμου των «Απάντων» του Περικλή;
Η γραφή, αυτή η κορυφαία εφεύρεση του είδους μας, φυσικά εξακολουθεί να μας γοητεύει, ανεξάρτητα από το αν ο συγγραφέας βρίσκεται πλέον στο υπερπέραν. Και είμαι βαθιά υποχρεωμένος στους φίλους και συντρόφους του πατέρα μου −είναι πολλοί που συνεισέφεραν−, ιδιαίτερα στον Νίκο Παπαχριστόπουλο από τις εκδόσεις Opportuna και στη Μαρία Κατεργάρη (ή «γιαγιά Μαρία», όπως τη λένε τα παιδιά μου), που έκαναν τεράστια δουλειά για να βγάλουν αυτό τον πρώτο τόμο των «Απάντων», με τόσα αισθητικά χαρίσματα. Πέρα από την ξακουστή και δυστυχώς μονίμως επίκαιρη μαρτυρία, τους «Ανθρωποφύλακες», με την οποία ξεκινά το βιβλίο, ο αναγνώστης θα βρει και κάποια πολύ ενδιαφέροντα έργα που βρίσκονταν επί χρόνια εκτός κυκλοφορίας, όπως το αλλόκοτο και, κατά τη γνώμη μου, ιλαρό «Γύρω από το νησί η θάλασσα», το θεατρικό μαργαριτάρι «Tango Bar», καθώς και το «Νοσταλγία μνήμης», το οποίο κάποτε με ανάγκασε να επαινέσω ειλικρινά τον πατέρα μου ως συγγραφέα. 

Νίκος Παπαχριστόπουλος, εκδότης, ψυχαναλυτής, διδάσκων στο Πανεπιστήμιο Πατρών

«Ο Περικλής δεν προσάρμοζε το βίωμά του στη γραφή αλλά τη γραφή του στο βίωμα»

Νίκος Παπαχρηστόπουλος― Πώς κατέστη δυνατή αυτή η έκδοση και πώς βίωσες προσωπικά την «αναμέτρηση» με το συνολικό έργο του Περικλή Κοροβέση;
Η έκδοση των «Απάντων» είναι μια ιδέα η οποία διαμορφώθηκε κατά το διάστημα που ο Περικλής βρισκόταν ακόμη στη ζωή και την ενστερνίσθηκε με μεγάλο ενδιαφέρον. Αφορμή οι εμβληματικές σειρές «Απάντων» ανά την υφήλιο, όπως για παράδειγμα τα «Άπαντα» του Φρόιντ στα γερμανικά, τα αγγλικά και τα γαλλικά, τα «Άπαντα» του Ρολάν Μπαρτ στα γαλλικά, τα «Άπαντα» του Παπαδιαμάντη ή και −προσφάτως− του Πάνου Κουτρουμπούση, μορφές γραπτών κειμένων στις οποίες προσφεύγουμε διαρκώς στο επιστημονικό μας έργο για λόγους χρηστικότητας και εγκυρότητας. Θελήσαμε να δώσουμε μια ανάλογη μορφή και στο σύνολο της πνευματικής δημιουργίας του Περικλή Κοροβέση. Δεν επιλέξαμε τη χρονική ταξινόμηση του έργου του αλλά το είδος της γραφής, ώστε το σώμα των κειμένων να αποκτήσει μια μορφολογική συνάφεια. Εξάλλου, δύο είναι τα είδη γραφής στα οποία ασκήθηκε ο Περικλής Κοροβέσης: η λογοτεχνική γραφή (πεζογραφία και θέατρο) και ο δοκιμιακός λόγος (επιφυλλίδες). Ο όρος βέβαια «Άπαντα» είναι εξ ορισμού καταχρηστικός και μεγαλομανιακός, καθότι αξιώνει την παραδοχή πως δύναται να περιχαρακωθεί το σύνολο του έργου ενός συγγραφέα και να περικλειστεί στο περιθώριο μιας εκδοτικής, έστω και επιστημονικής, σειράς. Ωστόσο, πέρα από την προσωπική μας απόλαυση κατά τον σχεδιασμό και την πραγμάτωση ενός τέτοιου εγχειρήματος, θελήσαμε να διευκολύνουμε το έργο αναγνωστών και ερευνητών, οι οποίοι αναζητούν τα κείμενα του Κοροβέση και με δυσκολία τα βρίσκουν, καθότι εξαντλημένα ή διάσπαρτα στις πηγές τους, αλλά και να συμβάλουμε, έστω και στοιχειωδώς, στην καταξίωση μιας λογοτεχνικής υπόστασης στον χώρο των γραμμάτων − ένας ελάχιστος φόρος τιμής για όλα αυτά τα οποία προσέφερε. 

― Τι θα κρατούσες περισσότερο από τη γνωριμία σας;
Η γνωριμία με έναν τέτοιο άνθρωπο δεν περιορίζεται σε επίπεδο συνάντησης αλλά εμπεριέχει πρωτίστως τη γνωριμία με το έργο του − μια γνωριμία χρόνων. Είχα, ωστόσο, τη μοναδική ευκαιρία να μοιραστώ μαζί του σκηνές του απλού καθημερινού βίου, ιδιωτικού και δημοσίου, την τελευταία δεκαετία της ζωής του, σε Αττική και Αχαΐα. Μεταξύ άλλων συγκρατώ τις αλληγορικές του απαντήσεις, ακόμη και για τα πιο δισεπίλυτα προβλήματα της καθημερινότητας, προερχόμενες από τον πλούτο των βιωμάτων και των γνώσεών του, αλλά κυρίως το γεγονός πως πάντοτε άκουγε τον συνομιλητή του. 

κοροβεσης Facebook Twitter
Λονδίνο 1968

― Αν σου ζητούσαν να ξεχωρίσεις μια φράση από κάποιο γραπτό του;
Θα έλεγα τη φράση «Όσες σελίδες γράψαμε, τόση ζωή χάσαμε», από τις «Παράπλευρες καθημερινές απώλειες». Ήταν μάλιστα ο τίτλος τον οποίο είχαμε επιλέξει με τον ίδιο τον Περικλή για την έκδοση των γραπτών του συνεντεύξεων, σχέδιο το οποίο θα ενσωματωθεί πλέον σε κάποιον μελλοντικό τόμο των «Απάντων». Η φράση αυτή συμπυκνώνει το ερώτημα της μετουσίωσης, όπως μας απασχολεί στην ψυχανάλυση, βάσει του όρου τον οποίο έθεσε περίτεχνα ο Φρόιντ αναφορικά με τη σχέση ενόρμησης και καλλιτεχνικής δημιουργίας: η συμπληρωματικότητα τέχνης και ζωής. Συμπληρωματικότητα αναπόσπαστη στο έργο του Περικλή Κοροβέση, καθώς η γραφή του είναι πρωτίστως γραφή του βιώματος: προβάλλει, ανασυντάσσει, συμπτύσσει, εξιδανικεύει, αντιστρέφει, διευθετεί στα κείμενά του την εκτύλιξη του καθημερινού του βιώματος, υπαρκτού αλλά και επινοημένου, σε βαθμό ώστε εν τέλει το απρόβλεπτο και η ανατρεπτικότητα του βίου του να καθίσταται δέσμια της νομοτέλειας της ίδιας του της δημιουργίας. 

― Μπορούν η γραφή και το έργο του να «καταταγούν» σε κάποιο λογοτεχνικό ρεύμα ή «σχολή»; 
Δεν το γνωρίζω. Εκείνο το οποίο θα μπορούσαμε να διακρίνουμε είναι η εξελικτική πορεία μιας σκέψης στον χρόνο, η οποία επηρεάζεται από τα λογοτεχνικά ή και τα θεωρητικά ρεύματα της εποχής (για παράδειγμα, στον «Κοινό τόπο» η επιρροή του δασκάλου του, του Μπαρτ, και της αποδόμησης είναι εμφανής, ή στο «Γύρω από το νησί η θάλασσα» οι ψυχαναλυτικές εστιάσεις ευδιάκριτες). Η γραφή του Περικλή Κοροβέση διέρχεται από την υποκειμενική ανάπλαση μιας συλλογικής και αναγνωρίσιμης εμπειρίας: με όρους άκρατου συναισθηματισμού, περίτεχνου λυρισμού, θεραπευτικής στωικότητας και λογοτεχνικής λεπτότητας εξιστορεί κοινωνικά συμβάντα, δημιουργεί πρότυπα προς ταύτιση, οικείες για τον αναγνώστη καταστάσεις, καθότι αμφότεροι υποκείμενα μιας κοινής ιστορικής πραγματικότητας.  

― Το θέατρο ήταν για τον Περικλή ακόμα μεγαλύτερο πάθος από τη λογοτεχνία, όπως ο ίδιος ομολογούσε. Πώς κρίνεις τα θεατρικά του έργα και ποιο θα ξεχώριζες;
Ναι, βέβαια, το θέατρο ήταν η ζωή του, ηθοποιός γαρ και ο ίδιος. Και επρόκειτο για σχέση πάθους. Δύο παραδείγματα, από τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Όταν παρακολουθούσε το «Τάνγκο μπαρ», ανεβασμένο από τον Σπύρο Μιχαλόπουλο στο Μεταξουργείο, και στη συνέχεια συζητούσε με τους συντελεστές στο διπλανό μπαρ, η αγαλλίαση αλλά και η δικαίωση για τη δημιουργία του ήταν εμφανέστατη στα μάτια του. Όταν όμως ανέβηκαν οι «Ανθρωποφύλακες» ως θεατρική παράσταση από το Θέατρο Τέχνης, ήταν σαν να βίωνε εκ νέου τον αρχικό τρόμο των βασανιστηρίων του: βυθισμένος στο τραύμα του βιώματος, το οποίο και δεν ξεπέρασε ποτέ, δεν μπορούσε να έλθει πάλι σε επαφή με την ίδια την αφήγηση, με το κείμενό του, περιμένοντας πάντα στωικότατα έξω, στο μπαρ του θεάτρου, ώστε να μοιραστεί εκ του ασφαλούς τη συγκίνησή του με τους συντελεστές και τους θεατές. Ποιο έργο θα ξεχωρίζαμε: Και τα τρία που έχουν ανεβεί («Τάνγκο μπαρ», «Επιχείρησις Ιουδήθ», «Κούκλα από πορσελάνη»), αυτό που δεν ανέβηκε ακόμη («Πρόβα θεραπείας ζεύγους», ανέκδοτο), αλλά και αυτό που δεν πρόλαβε να γράψει: «Μπακούνιν και Μαρξ». Ο διακαής του συγγραφικός πόθος, για το οποίο συζητούσαμε σχεδόν κάθε καλοκαίρι στην Ακράτα.  

«Όσες σελίδες γράψαμε, τόση ζωή χάσαμε» Facebook Twitter
Στο Παρίσι όπου έμεινε συνολικά δέκα χρόνια για σπουδές, αλλά σε δύο διαφορετικά διαστήματα. Πρώτη φορά το 1970, αμέσως μετά τα γεγονότα του Μάη.

― «Ο συγγραφέας δεν επαναπαύεται στο κλίμα των “Ανθρωποφυλάκων”, του εμβληματικού του μπεστ σέλερ, αλλά επανασυστήνει τις προϋποθέσεις της γραφής του, η οποία παραμένει διαρκώς συνδεδεμένη με το εν εξελίξει ατομικό του βίωμα… το τραύμα του γίνεται λέξη, λόγος, το λογοτεχνικό ωστόσο δεν αποκτά θεραπευτικές ιδιότητες, αλλά είναι άμεσα συνυφασμένο με τη ζωή στην ενεστώσα διάστασή της», γράφεις. Τι μας λένε αυτά για τον Κοροβέση ως άνθρωπο, ως λογοτέχνη αλλά και ως πολιτικό ον;
Αυτό ακριβώς. Πάντοτε αναφερόταν στον διάλογό του με τον Βασίλη Βασιλικό, ο οποίος, ύστερα από τη φήμη του ως συγγραφέα των «Ανθρωποφυλάκων» και την αναπάντεχη διάδοσή του ανά την υφήλιο, ως αντιπροσωπευτικότατη αφήγηση του είδους της, τον προέτρεψε να συνεχίσει και να καλλιεργήσει το ίδιος ύφος γραφής, και θα ήταν βέβαιη η καταξίωσή του ως διεθνούς φήμης συγγραφέα. Αντ’ αυτού, ο ίδιος επέλεξε να ακολουθήσει το δικό του ενορμητικό αίτημα, και να μην προσαρμόσει το βίωμά του στη γραφή αλλά τη γραφή, ως απώτερη υποκειμενική πράξη, στο ίδιο του το βίωμα. Και ουσιαστικά συνεχίζει με τον «Κοινό τόπο», το κατεξοχήν «ανοιχτό» κείμενο το οποίο, ως αφηγηματική σύνθεση ατομικών συνειρμών, διέρχεται από την ιδέα του «θανάτου του συγγραφέα». Η γραφή ήταν για τον ίδιο μια βαθιά ενορμητική ανάγκη, μια πράξη ανατροπής, με υποκειμενικούς μονάχα κανόνες, όπως ήταν και η ίδια του η ζωή. Μπορούν, για παράδειγμα, να σας περιγράψουν οι οικείοι του την αγωνία που ζούσαν την περίοδο της βουλευτικής του θητείας, όπου εν καιρώ πλήρους λειτουργίας του βουλευτικού του γραφείου, με άπειρες υποχρεώσεις, αποσυνδέθηκε από όλους και από όλα, για τρεις μήνες, γύρισε στη Στοκχόλμη κι εκεί συνέγραψε τους «Ανεπίδοτους έρωτες», το τελευταίο (και αριστουργηματικό) μυθιστόρημά του.   

απαντα
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΑΓΟΡΑΣΕΤΕ: Περικλής Κοροβέσης, Άπαντα, εκδόσεις Opportuna

― Αλλά γιατί, αλήθεια, επιλέξατε για το εξώφυλλο μια φωτογραφία του Περικλή να καπνίζει; Κάποιοι μπορεί να δυσανασχετήσουν, θεωρώντας τη «απρεπή», «κακό παράδειγμα» κ.λπ.
Δεν το είχαμε σκεφτεί ποτέ. Μα ο Περικλής δεν έκοψε το τσιγάρο σε όλη του τη ζωή, θα του το κόψουμε εμείς μετά θάνατον; Είναι η πιο χαρακτηριστική πόζα των τελευταίων του χρόνων, παρμένη από την ταινία «Σκέφτομαι τα κορίτσια που αγάπησαν». Έτσι ακριβώς ήταν ο Περικλής. Με ένα τσιγάρο μονίμως στα χείλη, με μια ματιά διεισδυτική στον Άλλον και μια σκέψη αενάως αφαιρετική. Εξάλλου, αν χρειάζεται κάποιος να βρει κάποιο σημείο ταύτισης, ας ακολουθήσει τη σκέψη του στο βιβλίο ή ας παρακολουθήσει εν γένει τον βίο του. Και ως προς το ελάχιστο αν τον ακολουθούσαν κάποιοι σε επίπεδο διαμόρφωσης ιδεών και ανάληψης δράσης, «η αδράνεια δεν θα ροκάνιζε το μέλλον», όπως καταμαρτυρά και ο τίτλος ενός βιβλίου του. Θα γκρεμίζονταν τα πάντα. Αυτή η παθητικότητα του συλλογικού, η έλλειψη οποιασδήποτε μορφής εξέγερσης ήταν ο θάνατός του.

― Πότε να περιμένουμε τον δεύτερο τόμο των «Απάντων»;
Ο δεύτερος τόμος θα περιέχει το σύνολο των κειμένων του Περικλή Κοροβέση στην «Εφημερίδα των Συντακτών» (του χρόνου, τέτοιον καιρό), ο τρίτος το σύνολο των κειμένων του στην «Εποχή», ο τέταρτος το σύνολο των κειμένων του στην «Ελευθεροτυπία» και έπεται συνέχεια.

25/9 Κηποθέατρο Νίκαιας, Αφιέρωμα στον Περικλή Κοροβέση, ώρα έναρξης 9μμ: «Ερώτηση Κρίσεως» Θ. Παπακωνσταντίνου, κιθάρα-φωνή Άννα Μαρία Λουϊζου, προβολή ταινίας «401» του Μαθιού Γιαμαλάκη (1969) και “Nausicaa” της Ανιές Βαρντά (1970), εισηγήσεις του δημοσιογράφου Δ. Ψαρρά και του εκδότη Ν. Παπαχριστόπουλου, μελοποιημένη παρουσίαση του ποιήματος «Σκέφτομαι τα Κορίτσια», αντιφασιστική συναυλία με τους Μάρθα Φριντζήλα, Φωτεινή Βελεσιώτου και Kubara Project

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ


 

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Όταν ο Περικλής Κοροβέσης είχε μιλήσει στη LIFO: Ελεύθερος είναι όποιος προσφέρει στον άλλο τον οργασμό του

Βιβλίο / Όταν ο Περικλής Κοροβέσης είχε μιλήσει στη LIFO: Ελεύθερος είναι όποιος προσφέρει στον άλλο τον οργασμό του

Μια συνέντευξη με μια εμβληματική, δυναμική, ασυμβίβαστη, αλλά ταυτόχρονα ευαίσθητη και βαθιά ερωτική προσωπικότητα της ευρύτερης αριστεράς που έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Θοδωρής Αντωνόπουλος: «Ακόμη επιθυμώ, περισσότερο όμως νοιάζομαι»

Οι Αθηναίοι / Θοδωρής Αντωνόπουλος: «Ακόμη επιθυμώ, περισσότερο όμως νοιάζομαι»

Ένας από τους συνδιοργανωτές των πρώτων Prides της πόλης, βασικό μέλος της συντακτικής ομάδας των περιοδικών «Κράξιμο» και «10%», σύμβουλος σεναρίου στο βραβευμένο ντοκιμαντέρ «ΑΚΟΕ/ΑΜΦΙ: Η Ιστορία Μιας Επανάστασης» και ακούραστος δημοσιογράφος της LiFO εδώ και χρόνια, ο Θοδωρής Αντωνόπουλος διηγείται τους σταθμούς της ζωής του.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο Γκάρι Ιντιάνα δεν μένει πια εδώ 

Απώλειες / Γκάρι Ιντιάνα (1950-2024): Ένας queer ήρωας του νεοϋορκέζικου underground

Συγγραφέας, ηθοποιός, πολυτάλαντος καλλιτέχνης, κριτικός τέχνης, ονομαστός και συχνά καυστικός ακόμα και με προσωπικούς του φίλους, o Γκάρι Ιντιάνα πέθανε τον περασμένο μήνα από καρκίνο σε ηλικία 74 ετών.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Τζούλια Τσιακίρη

Οι Αθηναίοι / Τζούλια Τσιακίρη: «Οι ταβερνιάρηδες είναι ευεργέτες του γένους»

Με διαλείμματα στο Παρίσι και τη Νέα Υόρκη, έχει περάσει όλη της τη ζωή στο κέντρο της Αθήνας - το ξέρει σαν την παλάμη της. Έχει συνομιλήσει και συνεργαστεί με την αθηναϊκη ιντελεγκέντσια, είναι άλλωστε κομμάτι της. Εδώ και 60 χρόνια, με τη χειροποίητη, λεπτολόγα δουλειά της στον χώρο του βιβλίου και με τις εκδόσεις «Το Ροδακιό» ήξερε ότι δεν πάει για τα πολλά. Αλλά δεν μετανιώνει για τίποτα απ’ όσα της επιφύλαξε η μοίρα «εις τον ρουν της τρικυμιώδους ζωής της».
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
«H woke ατζέντα του Μεσοπολέμου», μια έκδοση-ντοκουμέντο

Βιβλίο / Woke ατζέντα είχαμε ήδη από τον Μεσοπόλεμο

Μέσα από τις «12 queer ιστορίες που απασχόλησαν τις αθηναϊκές εφημερίδες πριν από έναν αιώνα», όπως αναφέρει ο υπότιτλος του εν λόγω βιβλίου που έχει τη μορφή ημερολογιακής ατζέντας, αποκαλύπτεται ένας ολόκληρος κόσμος βαμμένος στα χρώματα ενός πρώιμου ουράνιου τόξου.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Αθηναϊκές πολυκατοικίες: Η πιο ζωντανή ιστορία της πρωτεύουσας

Βιβλίο / Αθηναϊκές πολυκατοικίες: Η πιο ζωντανή ιστορία της πρωτεύουσας

Μια νέα ερευνητική έκδοση του Ιδρύματος Ωνάση, ευχάριστη και ζωντανή, αφηγείται την ιστορία της πολυκατοικίας αλλά και της πόλης μας με τις μεγάλες και τις μικρότερες αλλαγές της, μέσα από 37 ιστορίες.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Χυδαιότητα, ένα ελάττωμα της νεωτερικότητας

Βιβλίο / Χυδαιότητα, ένα ελάττωμα της εποχής μας

Το δοκίμιο «Νεωτερικότητα και χυδαιότητα» του Γάλλου συγγραφέα Μπερτράν Μπιφόν εξετάζει το φαινόμενο της εξάπλωσης της χυδαιότητας στην εποχή της νεωτερικότητας και διερευνά τη φύση, τα αίτια και το αντίδοτό της.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
«Μαθαίνεις να υπάρχεις μέσα στο γράψιμο και αυτό είναι επικίνδυνο»

Βιβλίο / «Μαθαίνεις να υπάρχεις μέσα στο γράψιμο και αυτό είναι επικίνδυνο»

Μια κουβέντα με τη Δανάη Σιώζιου, μία από τις πιο σημαντικές ποιήτριες της νέας γενιάς, που την έχουν καθορίσει ιστορίες δυσκολιών και φτώχειας και της οποίας το έργο έχει μεταφραστεί σε πάνω από 20 γλώσσες.
M. HULOT
«Τα περισσότερα περιστατικά αστυνομικής βίας εκδηλώνονται σε βάρος ειρηνικών διαδηλωτών»  

Βιβλίο / «Τα περισσότερα περιστατικά αστυνομικής βίας εκδηλώνονται σε βάρος ειρηνικών διαδηλωτών»  

Μια επίκαιρη συζήτηση με την εγκληματολόγο Αναστασία Τσουκαλά για ένα πρόβλημα που θεωρεί «πρωτίστως αξιακό», με αφορμή την κυκλοφορία του τελευταίου της βιβλίου της το οποίο αφιερώνει «στα θύματα, που μάταια αναζήτησαν δικαιοσύνη».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΠΕΞ Η διαμάχη ανάμεσα στην Τζόαν Ντίντιον και την Ιβ Μπάμπιτζ συνεχίζεται και μετά θάνατον σε μια «διπλή» βιογραφία

Βιβλίο / Τζόαν Ντίντιον vs. Iβ Μπάμπιτζ: Μια διαμάχη που συνεχίζεται και μετά θάνατον

Η Ντίντιον και η Μπάμπιτζ πέθαναν με διαφορά έξι ημερών τον Δεκέμβριο του 2021: «Θέλω να πιστεύω ότι η Τζόαν Ντίντιον έζησε μια επιπλέον εβδομάδα από κακία», είχε γράψει τότε μια δημοσιογράφος σε ένα tweet που έγινε viral.
THE LIFO TEAM
Τα ημερολόγια του Αλέξη Ακριθάκη σε μια νέα έκδοση

Βιβλίο / Τα ημερολόγια του Αλέξη Ακριθάκη σε μια νέα έκδοση

Με αφορμή τη συμπλήρωση τριάντα χρόνων από τον θάνατο του καλλιτέχνη κυκλοφορεί το βιβλίο «Γράφοντας τη ζωγραφική - Ημερολόγια 1960-1990» που αφηγείται τη δημιουργική αγωνία και τον σύντομο, πλην πλούσιο και ταραχώδη βίο του.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ