ΤΟ ΦΕΤΙΝΟ ΝΟΜΠΕΛ ήταν μια έκπληξη: όχι γιατί κατέληξε στην άλλη άκρη του Ατλαντικού αλλά γιατί δόθηκε σε μια ποιήτρια η οποία, αν και poet laureate, ποτέ δεν αδιαφόρησε για τις άδοξες στιγμές των (μικρών) πραγμάτων: ίσα ίσα, η μείξη προσωπικής εξομολόγησης και αλληγορίας έδεσε μοναδικά στην ποίηση της Λουίζ Γκλουκ, που βρήκε στην Περσεφόνη το ειρωνικό alter ego της και στην Πηνελόπη έναν λόγο για να ανατρέψει ο,τι ξέρουμε για τις μορφές των αρχαιοελληνικών μύθων («μικρή ψυχή, πάντοτε κάπως ξεγυμνωμένη / σκαρφάλωσε - εγώ σε καλώ - τα κλαδιά του έλατου / που μοιάζει με τον εαυτό μας / στάσου στην κορυφή, προσεχτικά και περίμενε» γράφει στο «Τραγούδι της Πηνελόπης»).
Και αυτό έκανε και η ίδια: διέτρεξε τους μύθους της «Ιλιάδας» και της «Οδύσσειας» με το λεπτεπίλεπτο, αν και σαρωτικό, ταμπεραμέντο της και τους έφερε στην ανθρώπινη διάσταση, τους έκανε να αποπνέουν θνητότητα, σάρκα και ομορφιά.
Η καθημερινότητα είναι, επίσης, δεσπόζουσα στα ποιήματά της και ο άνθρωπος το προσωπικό της βασίλειο: οι στίχοι της μοιάζουν να αναδίδουν κάτι από τους καθημερινούς αγνώστους της μεγαλούπολης, τον χαμένο εαυτό, τα φύλλα που θα πέφτουν για πάντα στα πάρκα της Νέας Υόρκης, τα νοτισμένα από την υγρασία χώματα, την εσωτερική αποξένωση, τις προσωπικές απώλειες αλλά και τα τραύματα που βίωσε η ίδια με ένταση – και ήταν πολλά. Και όλα αυτά είναι δοσμένα με μια προσωπική ποιητική αλχημεία που δείχνει ότι μπορεί κανείς να δημιουργεί ακόμα και όταν όλα φαντάζουν μάταια.
Εν ολίγοις, η ποίηση της Γκλουκ είναι η απόδειξη ότι τίποτα «ανθρώπινο δεν είναι ξένο», και αυτό φαίνεται να εκτίμησαν δεόντως οι Σουηδοί.
Οι κριτικοί δεν θα την αγαπήσουν αμέσως, γιατί θα βρουν αρκετά «σκληρούς» τους στίχους της, που προσπαθούν με έναν πρωτόγνωρο για τα τότε δεδομένα αέρα νεο-φεμινισμού να αποκηρύξουν την ταυτότητα της πετυχημένης γυναίκας, συζύγου και μητέρας που βρισκόταν στο επίκεντρο του αμερικανικού ονείρου.
Εξού και η απόφασή τους να αφήσουν στην άκρη τα πολιτικά κριτήρια, που ήταν κυρίαρχα στις αποφάσεις τους μέχρι σήμερα, και να «ψαρέψουν» στα ήσυχα νερά μιας ποίησης που μιλάει όχι για υψιπετή θέματα αλλά για την ανθρώπινη κατάσταση, γι' αυτόν τον πραγματικό, ραγισμένο και λαβωμένο μας εαυτό.
Ενδεχομένως η πανδημία για την οποία η ίδια η Γκλουκ έχει αρθρογραφήσει να έπαιξε έναν ρόλο στη στροφή της Ακαδημίας προς μια πιο ανθρωποκεντρική και εσωτερική ποίηση ή προς μια ποιητική παράδοση που πιο πολύ γειτνιάζει με το low voice: θραυσματική, αποσπασματική, αλλά πάντοτε χαμηλόφωνη με έναν τρόπο, ακόμα και στις πιο σκληρές στιγμές της.
Γιατί η αλήθεια είναι πως η Γκλουκ, στον τρόπο της ειρωνείας της και στη θεωρητική της υπόσταση, είναι εντελώς Νεοϋορκέζα: επηρεασμένη από τον τρόπο που ο Ρόμπερτ Λόουελ μετέφερε τα καθημερινά, αυτοβιογραφικά ενσταντανέ στους στίχους του στο «Life Studies» και σε σύμπνοια με το πώς ο επίσης Νεοϋορκέζος Ουίλιαμς Κάρλος Ουίλιαμς χάζευε κάθε απτή λεπτομέρεια της φύσης στο «Πάτερσον», έφτιαξε ένα πολύ ιδιότυπο ποιητικό μείγμα που έφερε αποκλειστικά τη δική της ταυτότητα. Όπως έγραφε χαρακτηριστικά το «New Yorker»: «Τα ποιήματά της είναι μικρά αποσπάσματα από τον εσωτερικό της βίο, μια περιοχή που εξετάζει διαρκώς και ασταμάτητα».
Σε αυτές τις εσωτερικές στιγμές φαίνεται να επιστρέφει η Γκλουκ κάθε φορά που θέλει να ανασυστήσει έναν κόσμο που στέκεται απέναντί μας, πάντοτε ανελέητος, αλλά πάντοτε ανοιχτός, καθώς είναι αυτός που μας δείχνει, μέσω της ποίησης, τον μοναδικό τρόπο για να τον ξαναφτιάξουμε. Αυτό έκανε κι εκείνη ήδη από την πρώτη της συλλογή, το «First Born», όπου φανερώνει την πρόθεσή της να μιλήσει με τη φωνή γυναικών που διψούν για εκδίκηση – μια ποίηση άμεσα συνδεδεμένη με το γεγονός ότι μόλις είχε πάρει διαζύγιο από τον πρώτο της σύζυγο Τσαρλς Χερτζ.
Είχε προλάβει να φλερτάρει με τον θάνατο λόγω της σοβαρής νευρικής ανορεξίας, την οποία απέδιδε πάντα στο ότι είχε χάσει την αδελφή της από την ίδια ασθένεια. Η εφηβική κατάθλιψη την έκανε να εγκαταλείψει τις λαμπρές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και να στραφεί στον δικό της τρόπο προσωπικής αναζήτησης: άλλοτε ταυτιζόταν με το ανεξάρτητο πρότυπο της Ζαν Νταρκ, άλλοτε με τις πασιονάριες που ηγούνταν των διαφόρων δημοκρατικών αγώνων και άλλοτε με τις γυναικείες φιγούρες των αρχαιοελληνικών μύθων, με τις οποίες είναι άμεσα συνδεδεμένη μέχρι σήμερα.
«Ω Ευρυδίκη, εσύ που με παντρεύτηκες για τα τραγούδια μου,/ γιατί έρχεσαι σ' εμένα ζητώντας παρηγοριά;/ Ποιος ξέρει τι θα πεις στις Ερινύες / όταν τις συναντήσεις πάλι./ Πες τους ότι έχω χάσει την αγαπημένη μου·/ είμαι εντελώς μόνος τώρα./ Πες / τους ότι δεν υπάρχει τέτοια μουσική/ χωρίς αληθινή οδύνη./ Στον Άδη, τραγούδησα γι' αυτές· θα με θυμούνται» γράφει στον «Ορφέα» (μτφρ. Χάρης Βλαβιανός, από την «Ανθολογία Ερωτικής Ποίησης», εκδόσεις Πατάκη).
Οι κριτικοί δεν θα την αγαπήσουν αμέσως, γιατί θα βρουν αρκετά «σκληρούς» τους στίχους της, που προσπαθούν με έναν πρωτόγνωρο για τα τότε δεδομένα αέρα νεο-φεμινισμού να αποκηρύξουν την ταυτότητα της πετυχημένης γυναίκας, συζύγου και μητέρας που βρισκόταν στο επίκεντρο του αμερικανικού ονείρου.
Ο ποιητής Γκρεγκ Κούζμα κατηγορούσε την Γκλουκ για μισανθρωπία, λέγοντας ότι «μισεί τα παιδιά», με αφορμή τα ποιήματά της στη συλλογή «Descending Figure» που εκδόθηκε το 1980. Τα χτυπήματα, όμως, φάνηκαν να είναι απανωτά για την Γκλουκ, αφού, εκτός από τις κακές κριτικές, ήρθε τότε αντιμέτωπη με μια σαρωτική πυρκαγιά που κατέστρεψε ολοκληρωτικά το σπίτι και τα υπάρχοντά της. Ωστόσο, η ποίηση την έσωσε και πάλι αφού, λίγα χρόνια αργότερα, το 1985, θα γράψει τον συγκλονιστικό «Θρίαμβο του Αχιλλέα» που θα κάνει τον σκληρό κριτικό Πίτερ Στιτ προφητικά να παραδεχτεί πως η Γκλουκ ανήκει στις «σπουδαιότερες ποιητικές φωνές όλων των εποχών».
Με τη συλλογή αυτή θα δώσει το στίγμα μιας ποίησης που εμπνέεται κατά κόρον από τους αρχαιοελληνικούς μύθους: «Στην ιστορία του Πατρόκλου / κανένας δεν γλιτώνει, ούτε κι ο Αχιλλέας / που ήταν σχεδόν θεός // Του έμοιαζε ο Πάτροκλος, φορούσαν την ίδια πανοπλία / Πάντα σ' αυτές τις φιλίες ο ένας είν' υποτελής. Έρχεται δεύτερος: η ιεραρχία είναι πάντα φανερή, μόλο που δε μπορεί κανείς να δώσει πίστη στους θρύλους-/ πηγή τους είναι αυτός που επιζεί, αυτός που τον έχουν εγκαταλείψει / Τι ήταν η φωτιά στα πλοία των Ελλήνων / μπροστά σε τούτη την απώλεια;/ Στη σκηνή του ο Αχιλλέας πενθούσε ολόψυχα και οι θεοί είδαν / πως ήταν άνθρωπος κιόλας νεκρός, θύμα του μέρους εκείνου που αγαπούσε / του μέρους του που ήταν θνητό» (μεταφράζει στα ελληνικά το ομώνυμο ποίημα ο Χρήστος Δ. Τσιάμης για το περιοδικό «Η Λέξη», 68).
Κάθε οδυνηρή εμπειρία της Γκλουκ μεταστοιχειωνόταν έκτοτε σε αφορμή για ποίηση: μετά το διαζύγιό της με τον δεύτερο άνδρα της έγραψε το «Meadowlands» (1996), όπου μετέτρεψε σε ανοιχτή ποίηση –οι διασκελισμοί είναι σήμα κατατεθέν της– την εμπειρία του έρωτα και του χωρισμού, ενώ το 2004 χάρισε στους Αμερικανούς το πιο σπουδαίο της βιβλίο, τον «Οκτώβρη», γραμμένο με αφορμή το τρομοκρατικό χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους το 2001, στην καρδιά της πόλης που αγάπησε, που την έθρεψε και συνιστά για την ίδια απαράμιλλο μέρος.
Όπως έγραψε ο Νίκος Μπακουνάκης στο βιβλίο του «Ταξίδι στη Νέα Υόρκη» (εκδ. Πόλις): «Η Νέα Υόρκη είναι ποιητική πόλη. Ακόμη και ο κυνισμός της, που για μερικούς είναι μια πλευρά του επαγγελματισμού της, έχει τρυφερότητα. Το συνειδητοποιώ αυτό μέσα στην κατάμεστη αίθουσα του Celeste Bartos Forum της Δημόσιας Βιβλιοθήκης της Νέας Υόρκης, 5η λεωφόρος και 42η οδός, βλέποντας και ακούγοντας την ποιήτρια Λουίζ Γκλουκ να απαγγέλλει [...] ποιήματα για οικογενειακές ιστορίες και οικογενειακές σχέσεις, απώλειες, χωρισμούς και αποχωρισμούς, ελαφραίνοντας κάπου κάπου το κλίμα με αυτοβιογραφικές ιστορίες, όπως αυτή για την "τρύπα" έμπνευσης που είχε και προσπαθούσε να τη γεμίσει, διαβάζοντας αποκλειστικά καταλόγους κηπουρικής.
Ανεπαίσθητο τρέμουλο, αργή, βραχνή και χαμηλή φωνή, η Νεοϋορκέζα Λουίζ Γκλουκ μοιάζει να είναι πλέον μόνη της μέσα στο κτίριο Στίβεν Σουώρτσμαν της βιβλιοθήκης. Νομίζω ότι είναι το πνεύμα της Νέας Υόρκης. Την ακούω και σκέφτομαι γιατί μ' αρέσει τόσο πολύ αυτή η πόλη, γιατί τη νοσταλγώ, ενώ δεν έχω ακόμη φύγει».
Πριν από το Νόμπελ, η Γκλουκ είχε αποσπάσει μια σειρά από βραβεία, όπως το Βραβείο Πούλιτζερ για τη συλλογή της «The Wild Iris» (1992), το Βραβείο Μπόλινγκεν του Πανεπιστημίου του Γέιλ για τη συλλογή της «Vita Nova» (1999). Το 2003 χρίσθηκε 12η Poet Laureate της Αμερικής. Στις 19 Νοεμβρίου 2014 της απονεμήθηκε το αμερικανικό Κρατικό Βραβείο Βιβλίου Ποίησης για τη συλλογή της «Faithful and virtuous night». Είναι 77 χρονών και σήμερα ζει στο Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης.
σχόλια