TO ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΜΕΝΑ είναι ένα ιδιαίτερο βιβλίο. Αρχικά είναι γραμμένο σε μια γλώσσα έντονα ποιητική, κάτι που το κάνει υψηλή λογοτεχνία, ακόμα κι αν η υπόθεσή του είναι δύσκολο να περιγραφεί – αυτό είναι το δεύτερο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό του. Οι ήρωες του βιβλίου, ο Χάρης και η ανώνυμη αφηγήτρια, καθηγήτριά του στο μάθημα δημιουργικής γραφής, «θέλουν όσο τίποτε άλλο να αυτοσυστηθούν, να μιλήσουν για τον εαυτό τους και κυρίως να μιλήσουν στον εαυτό τους για τον εαυτό τους», παραδομένοι στην εσωτερική αναζήτηση και τις σκέψεις, ο Χάρης αντιμετωπίζοντας μια σειρά τραυματικών γεγονότων και η αφηγήτρια τα κείμενα του Χάρη που απλώνονται σαν πλοκάμια στις σκέψεις και τις επιθυμίες της.
Η Καλλιρρόη Παρούση είναι πολυδιαβασμένη και θα μπορούσες να μιλάς μαζί της για βιβλία για ώρες. Το πρώτο μυθιστόρημά της είναι από αυτά που το word of mouth έχει βάλει ήδη στα ευπώλητα, ένα βιβλίο που αισθάνεσαι την ανάγκη να προτείνεις σε φίλους.
«Γράφω από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, μικρή, ως μοναχοπαίδι, είχα την τάση να απομονώνομαι και να σκαρώνω ιστορίες και πιστεύω ότι γράφω γιατί έχω πράγματα να πω, έχω πράγματα που με βασανίζουν και θέλω να τα βγάλω προς τα έξω», λέει, «παρόλο που δεν θεωρώ ότι αυτό που κάνω ανήκει, τουλάχιστον επί του παρόντος, στο είδος της αυτομυθοπλασίας.
«Θα έλεγα ότι υπάρχει καλή χρήση και κακή χρήση της γλώσσας, σε λογοτεχνικό επίπεδο. Αυτό το έχει κρίνει και ο χρόνος. Νεκροί συγγραφείς επιβιώνουν ανά τους αιώνες, είτε έχουν δεχτεί είτε όχι την επίδραση ενός λογοτεχνικού κανόνα».
Το πρώτο μου βιβλίο εκδόθηκε το 2016, αυτό ήταν κάτι που είχα αποφασίσει ήδη απ’ το 2015. Τότε ήμουν 26 χρονών, επομένως ήταν και μια νεανική μου επιθυμία το να εκδώσω. Έχοντας διαβάσει αρκετά ήδη από νεαρή ηλικία, ήθελα να μιμηθώ τους αγαπημένους μου συγγραφείς, τους οποίους εξακολουθώ να μιμούμαι. Και επειδή δεν μπορώ να ξεπεράσω αυτό το δημιουργικό άγχος, θέλω αυτά που γράφω να τα εκδίδω. Θέλω να με κρίνει ο κόσμος, θέλω να με διαβάζει.
ΜΕΓΑΛΩΣΑ ΣΤΟ ΒΥΡΩΝΑ, αλλά από σύμπτωση γεννήθηκα στη Σύρο. Οι γονείς μου δούλευαν υπάλληλοι εκεί και η μητέρα μου με γέννησε πρόωρα, είμαι εφταμηνίτικο. Έχω την τύχη να προέρχομαι από νησί, αλλά δεν έχω ζήσει ποτέ σε αυτό, έτσι συνιστά και έναν ιδεατό τόπο κατοικίας.
Πέρασα στη Νομική, θα έλεγα πάλι από σύμπτωση, διότι ήμουν καλή μαθήτρια και τότε οι επιλογές ήταν ή Ιατρική ή Νομική. Καλείσαι στα 17 σου να πάρεις αποφάσεις που θα σε συνοδεύουν για μια ζωή, αλλά είναι πολύ νωρίς για κάτι τέτοιο, οπότε θα έλεγα ότι η δική μου επιλογή δεν ήταν μια συνειδητή. Την τελείωσα, παρ’ όλα αυτά, τη δικηγορία, κι ας μην την εξάσκησα ποτέ. Μου δημιούργησε, όμως, μια ιδιαίτερη σχέση με τη γλώσσα, που στην αρχή ήταν πιο εργαλειακή και ήθελα να την αποτινάξω, γι’ αυτό στράφηκα πολύ γρήγορα στον κόσμο της μυθοπλασίας.
Στη συνέχεια μού άνοιξε λίγο το πεδίο σε ένα θεωρητικό επίπεδο, γι’ αυτό και αποφάσισα να την τελειώσω. Θα έλεγα ότι είμαι πολύ τυχερή, γιατί η Νομική με βοήθησε να βρίσκω δουλειές – έχω εργαστεί περισσότερο σε ερευνητικά κέντρα. Στην αρχή ήμουν στο Ερευνητικό Κέντρο του Δημόκριτου ως διοικητικό προσωπικό και τώρα έχω μεταπηδήσει στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, στο Παγκράτι.
Βιώνω την καθημερινότητα ενός υπαλλήλου με ωράριο 9-5, το οποίο είναι δυσβάσταχτο, ταυτόχρονα όμως σε βάζει και σε ένα πρόγραμμα. Οι συνάδελφοί μου είναι άνθρωποι με τους οποίους μπορείς να συζητήσεις διάφορα πράγματα. Το αυστηρό πρόγραμμα είναι ένας ρυθμιστικός παράγοντας σε εξωτερικό επίπεδο, που σε απορρυθμίζει όμως εσωτερικά.
Χάρη στην οικογενειακή βιβλιοθήκη διάβασα σε νεαρή ηλικία Καζαντζάκη, Μενέλαο Λουντέμη, Ξενόπουλο, έναν πρώιμο Ντοστογιέφσκι από εφημερίδες. Πολύ σημαντικό για μένα ήταν το ότι είχα πολύ ισχυρή εκπαίδευση στο σπίτι, έκανα πάρα πολλά ιδιαίτερα μαθήματα και οι δάσκαλοί μου πάντα με έβαζαν στον κόσμο της τέχνης με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο. Ήρθα σε επαφή με τον Παπαδιαμάντη και τον Βιζυηνό πολύ νωρίς, όταν κάναμε Ρίτσο στο σχολείο, στο σπίτι μελετούσα τα άπαντα του ποιητή.
Με έχει καθορίσει η λογοτεχνία του Μεσοπολέμου, το διάστημα από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο. Το 1922, αυτό το μαγικό έτος-ορόσημο, εκδίδονται το Δωμάτιο του Ιακώβου της Βιρτζίνια Γουλφ, η Έρημη Χώρα του Έλιοτ, ο Οδυσσέας του Τζόυς, είναι μια μαγική συναστρία. Όλα αυτά, το ρεύμα γενικά του μοντερνισμού, τα διάβασα όλα μαζί και συγκλονίστηκα. Ίσως τότε μου δημιουργήθηκε και η επιθυμία να εκδώσω κάτι δικό μου.
Μετά ήρθε το μεγάλο σφυροκόπημα, αυτή η κατηγορία που λέγεται λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία, και εκεί τρως μια σφαλιάρα που δεν έχεις ξαναφάει, όλο αυτό το κύμα το μεταμοντέρνο της αφήγησης. Ο Κορτάσαρ είναι πολύ μεγάλη επιρροή, αξεπέραστη, το Κουτσό είναι ένα βιβλίο στο οποίο επιστρέφω συχνά, αλλά και οι Αμερικανοί, ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, ο Πίντσον, ο Ντελίλο.
Η ιστορία του βιβλίου προέκυψε από την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου και φίλου, του Γιάννη – δεν είναι μόνο λογοτεχνικό παιχνίδι η αφιέρωση. Έφυγε σε νεαρή ηλικία και ήθελα να αποτίσω φόρο τιμής στη φιλία μας, στη συναισθηματική μας σχέση, γιατί με κανέναν τρόπο δεν αντικατοπτρίζει την προσωπικότητα ενός από τους χαρακτήρες του βιβλίου.
Είναι αρκετά αυτοναφορικό βιβλίο και υπάρχει κι ένα κομμάτι που λέει ότι επιθυμώ να αναστήσω τους νεκρούς μέσα από τη γλώσσα – ίσως εκεί θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε κάποια συγγένεια με τον φίλο μου. Είχαμε κάνει συζητήσεις με τον Γιάννη για την επίδραση που ασκούν τα κείμενα στη ζωή μας, και κάπως έτσι ξεκίνησε και η ιδέα να γίνει κάποιος κείμενο, που είναι και το βασικό διακύβευμα αυτό το βιβλίο».
«Μίλησέ μου για τον Χάρη. Μπορεί κάποιος ήρωας να αυτονομηθεί από εσένα που τον πλάθεις;» «Νομίζω ότι είναι ένα ανοιχτό στην ερμηνεία του βιβλίο και ότι και ο Χάρης είναι ένας χαρακτήρας ανοιχτός στις ερμηνείες. Πολλές φορές δεν ξέρουμε αν τα γεγονότα που αφηγείται τα έχει ζήσει ο ίδιος ή αν είναι ένα κείμενο που διαβάζει στο υπόγειο του σπιτιού του. Θυμάμαι, διάβασα μια κριτική για το βιβλίο που ξεκινάει με αυτή την κάπως αφοπλιστική πρόταση, ότι ο Χάρης αυτοκτόνησε. Και είναι μια βεβαιότητα αυτή που μου αρέσει όταν προκύπτει από έναν αναγνώστη, αλλά μπορώ να παραθέσω ένα σωρό άλλες βεβαιότητες, ότι ο Χάρης ίσως και να μην αυτοκτόνησε.
Ο Χάρης είναι σε πρωτοπρόσωπες και τριτοπρόσωπες αφηγήσεις, στα ζυγά κεφάλαια, αντιθέτως στα μονά κεφάλαια ο θηλυκός χαρακτήρας που δεν κατονομάζεται, η καθηγήτριά του, είναι αυτή που μιλάει σε πρώτο πρόσωπο αποκλειστικά – αυτοσυστήνεται και συστήνει και τον Χάρη ως μαθητή της, αν υποθέσουμε ότι υπάρχει μια τέτοια σχέση, μαθητείας. Και, όντως, είναι υπαρκτή αυτή η αφηγήτρια, γιατί είπαμε ότι τα πράγματα είναι ανοιχτά σε μια ερμηνεία λίγο-πολύ υποκειμενική. Νομίζω ότι αυτός ο χαρακτήρας εφάπτεται λίγο περισσότερο με τη μορφή της συγγραφέως, δηλαδή εγώ βρίσκω περισσότερα κοινά με αυτόν τον χαρακτήρα παρά με τους υπόλοιπους στο βιβλίο. Ίσως γι’ αυτό επέλεξα να τον γράψω σε πρώτο πρόσωπο».
«Η ποιητικότητα του κειμένου είναι κάτι που έχεις δουλέψει ή σου βγήκε έτσι;» «Δύσκολη ερώτηση. Νομίζω ότι κάποια κομμάτια, που είναι και πιο βερμπαλιστικά, σίγουρα έχουν δουλευτεί περισσότερο. Γι’ αυτά μετανιώνω, θα ήθελα να είναι περισσότερο απλή και λιγότερο γλαφυρή η γλώσσα. Αυτό που με δυσκόλεψε όμως ήταν η δομή, το να καταλήξω σε αυτό το δίπτυχο, γι’ αυτό οδηγήθηκα τελικά και στην αρίθμηση των κεφαλαίων, με διευκολύνει περισσότερο. Ήταν πάρα πολλές οι αφηγηματικές φωνές που έπρεπε να συμπιεστούν και όταν αποφασίζει κάποιος να γράψει σε πρωτοπρόσωπη, δευτεροπρόσωπη και τριτοπρόσωπη αφήγηση στο ίδιο βιβλίο υπάρχει μια δαμόκλειος σπάθη από πάνω που του λέει “δομή, φίλε μου, να καταλαβαίνει κι ο άλλος τι διαβάζει”. Γιατί το χάος δεν έχει και πολύ νόημα».
«Το ότι δεν μπορείς να περιγράψεις τι ακριβώς γίνεται στο βιβλίο είναι εσκεμμένο;» «Ναι, ήθελα να μην έχει σημασία το τι ακριβώς γίνεται, μου αρέσει να το σκέφτομαι ως μια στιγμιαία έκρηξη που την ώρα που συμβαίνει δεν μπορείς να καταλάβεις τι ακριβώς γίνεται. Θυμάμαι, ένας φίλος μού είχε πει ότι “ένα καλό βιβλίο είναι σαν μια νάρκη, δεν ξέρεις σε ποιανού την ψυχή θα σκάσει”. Τώρα, γιατί πάτησες αυτήν τη νάρκη δεν το ξέρουμε – γιατί περπάταγες…»
«Υπάρχει καλή και κακή λογοτεχνία;» «Θα μπορούσαμε να μιλάμε πολλές ώρες, να αναφερθούμε στον δυτικό κανόνα, στον Μπλουμ, κατ’ επέκταση στην πατριαρχία και στο ανδροκρατούμενο κομμάτι της λογοτεχνίας. Θα έλεγα ότι υπάρχει καλή χρήση και κακή χρήση της γλώσσας, σε λογοτεχνικό επίπεδο. Αυτό το έχει κρίνει και ο χρόνος. Νεκροί συγγραφείς επιβιώνουν ανά τους αιώνες, είτε έχουν δεχτεί είτε όχι την επίδραση ενός λογοτεχνικού κανόνα.
ΝΑΙ, ΠΙΣΤΕΥΩ ότι υπάρχει καλή και κακή λογοτεχνία. Είχα μιλήσει με μια πολύ εργατική και αξιόλογη μεταφράστρια που μου είχε πει ότι για να ξεκουραστεί διάβαζε Άρλεκιν, ή είχα διαβάσει κάποια στιγμή ότι ο Τσε Γκεβάρα διάβαζε ιστορίες του Τζακ Λόντον, περιπέτειες ανθρώπων που συμβαίνουν μέσα στη ζούγκλα, στα δάση, γιατί ήθελε να ξεφύγει – δεν εννοώ, φυσικά, ότι ο Τζακ Λόντον δεν είναι καλή λογοτεχνία, αλλά ότι υπάρχει ανάγκη απόδρασης μέσω αυτών. Έχουν γίνει και πολλές συζητήσεις για το είδος της επιστημονικής φαντασίας και το αστυνομικό που παλιότερα δεν θεωρούνταν καλή λογοτεχνία και τώρα διδάσκονται στα πανεπιστήμια και γράφονται διδακτορικές διατριβές γι’ αυτά με τον τόνο.
Δεν γίνεται να διαβάσεις Ζαν-Κλοντ Ιζό, που είναι αστυνομικό μυθιστόρημα, και να μη δεις ότι κάνει και κοινωνική κριτική, να το χαρακτηρίσεις εν τέλει ως μη καλή λογοτεχνία. Δεν είναι μόνο ο Προυστ ή η Βιρτζίνια Γουλφ καλή λογοτεχνία, αλλά, και πάλι, δεν υπάρχει ένα λεπτό κριτήριο διάκρισης; Δεν ξέρω αν έχει να κάνει μόνο με τη χρήση της γλώσσας, σχετίζεται και με πολλά πράγματα».
«Ο βασικός λόγος για να διαβάσω ένα βιβλίο είναι η χρήση της γλώσσας. Όσο βαθιά νοήματα κι αν έχει, δεν μπορώ να χαρακτηρίσω ως καλό ένα βιβλίο που δεν με συνεπαίρνει η γλώσσα του».
«Έχεις δίκιο, τα πάντα, άλλωστε, έχουν ειπωθεί. Θα ήθελα να διαβάσω κείμενα πιο πρωτοποριακά. Είχα διαβάσει μια ιστορία στον Μιχαήλ Μπαχτίν, στο Ο διάλογος με το μυθιστόρημα – Μια μαθητεία ελευθερίας, που ανέφερε πώς έγραφε ο Γκαίτε: όταν ήθελε να περιγράψει έναν τόπο ή ένα αντικείμενο, έπαιρνε την πένα του και το σχεδίαζε, το ζωγράφιζε, και αφού είχε το αντικείμενο που ήθελε να περιγράψει μπροστά του, μετά πρόσθετε λέξεις. Έτσι προέκυπτε ένα καλλιτεχνικό υβρίδιο».
«Υπάρχουν αρσενικά και θηλυκά βιβλία; Σε ρωτάω επειδή το σχολίασες πριν ανοίξω το μαγνητοφωνάκι».
«Τοποθετήθηκα στο θέμα “θηλυκή γραφή” επειδή είμαι γυναίκα και γράφω. Προσφάτως έμαθα ότι είμαι cis γυναίκα ετεροφυλόφιλη, από αυτή την άποψη μίλησα πριν για γυναικεία γραφή. Ένας φίλος που διάβασε το βιβλίο μου απομόνωσε ένα κομμάτι που ο Χάρης μιλάει για όλες αυτές τις γυναίκες που πέρασαν από τη ζωή του: “Δεν ήταν πολλές, μα ήταν κάτι”. Το υπογράμμισε, μου το έστειλε και με ρώτησε “αυτό πώς το σκέφτηκες να το γράψεις, είναι κλασική αντίδραση ενός άντρα σε αυτή την ηλικία, όταν αναπολεί το παρελθόν του”. Δεν υπάρχουν αυστηρά όρια, όμως, σε αυτό. Δεν θα μπορούσε να πει το ίδιο μια γυναίκα;»
«Κλείνοντας, θέλεις να μου σχολιάσεις το θέμα της αιμομιξίας που αναφέρεται στο βιβλίο, χωρίς να κάνεις spoiler;» «Η αιμομιξία είναι ένα δύσκολο θέμα, θα μπορούσα πολύ εύκολα να αναλωθώ σε λεπτομέρειες που περιττεύουν, γι’ αυτό και ένα μεγάλο κομμάτι της αφήγησης που περιέγραφε την αιμομικτική σχέση το αφαίρεσα. Ήθελα να αφήσω πράγματα να υπονοούνται, γιατί απέτυχα να περιγράψω έτσι όπως ήθελα την αιμομικτική σχέση. Έχω αφήσει κι άλλα πράγματα απ’ έξω, είναι ένα βιβλίο που δούλευα αρκετά χρόνια και σίγουρα η αρχική του έκταση διαφέρει από την τελική του μορφή».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.