Ο Στέφανος Δάνδολος γεννήθηκε το 1970 στην Αθήνα και το πρώτο του μυθιστόρημα «Υπνοβάτες του Σεπτέμβρη» εκδόθηκε το 1996. Πριν από αρκετά χρόνια ο Παύλος Μάτεσις τον είχε χαρακτηρίσει ως τον σημαντικότερο Έλληνα συγγραφέα της γενιάς του, ενώ το 2009 τιμήθηκε με το Βραβείο Μπότση για το σύνολο του πεζογραφικού του έργου, παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Τον συναντώ ένα ηλιόλουστο πρωινό στο κέντρο της Αθήνας με αφορμή την κυκλοφορία του τελευταίου του βιβλίου «Φλόγα και Άνεμος». Πρόκειται για τοιχογραφία μιας ολόκληρης εποχής. Μέσα από ανέκδοτες επιστολές, αρχειακό υλικό και μαρτυρίες, ο γνωστός συγγραφέας φέρνει στο φως τη ζωή της θρυλικής Κυβέλης και την ταραχώδη σχέση της με τον Γεώργιο Παπανδρέου. Παράλληλα, ζωντανεύει αθέατες πτυχές του θεάτρου και της πολιτικής και χτίζει ένα επικό μυθιστόρημα για τον έρωτα, τον θάνατο και την ελευθερία.
Όση ώρα συζητάμε, διακρίνω έναν άνθρωπο ευγενή, που μιλά χαμηλόφωνα και απαντά με μειλίχιο ύφος. Τον ρωτώ αν του έχει λείψει η δημοσιογραφία, αφού στο παρελθόν έχει διατελέσει διευθυντής της εφημερίδας «Βραδυνή», αλλά με βεβαιότητα μου δίνει αρνητική απάντηση. Άλλωστε, στα μυθιστορήματά του, τα οποία βρίσκονται πάντοτε στις πρώτες θέσεις των ευπώλητων, είναι εμφανής ο δημοσιογραφικός τρόπος γραφής.
Τα βιβλία του, βασισμένα σε αληθινά γεγονότα, αποτελούν σκιαγράφηση των πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών του παρελθόντος. Θυελλώδεις ερωτικές σχέσεις, κρυφά πάθη, πολιτικά γεγονότα, σκέψεις και συναισθήματα που περιγράφουν τα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής κυριαρχούν στα πολυσέλιδα μυθιστορήματά του, τα οποία καταφέρνουν να φωτίσουν διαφορετικά κεφάλαια της Ιστορίας.
Eίχε καταντήσει αστείο να βλέπεις δέκα Porsche Cayenne σε ένα φανάρι της Πειραιώς ή ανθρώπους με μισθό 1.500 ευρώ να παίρνουν δάνειο για να αγοράσουν φουσκωτό. Το απατηλό, πλαστικό χρήμα είχε δημιουργήσει μια αλήθεια παραπλανητική. Η φούσκα ήταν αναμενόμενο να σκάσει, επειδή ο πλούτος δεν είχε υπόβαθρο και οι νεόπλουτοι έφτασαν να απαρτίζουν το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας μας.
Στη συνέντευξη που ακολουθεί ο Στέφανος Δάνδολος μιλά για την εποχή μας, την πανδημία, το νέο του βιβλίο, την ψυχολογία του Έλληνα, τη λογοτεχνία, την αγάπη, τον φόβο αλλά και τι θεωρεί σημαντικό στη ζωή.
— Τι τίτλο θα δίνατε στην εποχή μας και γιατί;
«Φόβος και παράνοια...», οι τρεις λέξεις που έγιναν το σήμα κατατεθέν του Χάντερ Τόμπσον. Φόβος, επειδή ζούμε σε πρωτόγνωρες συνθήκες παγκοσμίως. Και παράνοια, επειδή αυτό είναι το παράγωγο του φόβου, όταν κυριαρχεί κλίμα διχασμού.
— Ποιο πιστεύετε ότι θα είναι το αποτύπωμα της πανδημίας;
Μια γενικότερη τάση να ζεις τη στιγμή, αυτό ίσως. Οι άνθρωποι δεν θα μείνουν αποξενωμένοι για πάντα, θα επιστρέψουν ο ένας στον άλλον, οι παρέες θα ξαναγίνουν αυτό που ήταν. Το μόνο που θα έχει αλλάξει είναι ότι θα εκτιμούν περισσότερο αυτό που ζουν, όσο στοιχειώδες κι αν είναι. Θα αγκαλιάσουν ξανά την ελευθερία που τους λείπει σήμερα.
— Γιατί σας ελκύει η Ιστορία;
Επειδή μου επιτρέπει να ξεφεύγω από το τώρα και να περιδιαβαίνω σε περιόδους που μου ασκούν ιδιαίτερη γοητεία. Για τρία-τέσσερα χρόνια κάθε φορά γίνομαι κάτοικος ενός άλλου κόσμου. Αυτό και μόνο είναι φανταστικό. Είναι σαν μια μηχανή του χρόνου που τη φτιάχνεις μέσα από την έρευνά σου.
Υπάρχει, όμως, και κάτι άλλο. Για μένα, η Ιστορία ήταν πάντα ο ωραιότερος τρόπος να αντιλαμβάνομαι την εποχή μου. Συμβαίνουν τόσα πράγματα στο παρόν, γιατί να γράφεις για το παρελθόν; Ο μόνος λόγος είναι οι συνάφειες που μπορείς να καλλιεργήσεις με τον χρόνο στον οποίο ζεις, ώστε να αφορά άμεσα τον αναγνώστη. Γι' αυτό και λέω πάντα ότι η διαφορά ενός σοβαρού ιστορικού μυθιστορήματος από τα μυριάδες «κλασικά εικονογραφημένα» που κυκλοφορούν κατά κόρον υπό το περιτύλιγμα της λογοτεχνίας είναι η διάσταση της διαχρονικότητας που μπορείς να πετύχεις μέσα από τον τρόπο που διαχειρίζεσαι την Ιστορία.
— Τα 200 έτη από την Ελληνική Επανάσταση είναι μια ευκαιρία για αναστοχασμό; Ποια είναι η γνώμη σας για τους προαναγγελθέντες εορτασμούς; Ζούμε το comeback του έθνους;
Δεν είμαι θιασώτης των διάφορων εορτασμών, ούτε θεωρώ πως η σχέση του καθενός με το έθνος εξαρτάται από τις κάθε λογής επετείους. Ίσως το μόνο comeback που θα με ενδιέφερε να δω με αφορμή τα 200 έτη από την Ελληνική Επανάσταση είναι η υπενθύμιση ενός συγκεκριμένου ψυχισμού που διέπνεε τότε τους Έλληνες: θάρρος, ελπίδα και, το κυριότερο, ομοψυχία. Ίσως δεν υπήρξαμε ποτέ ξανά τόσο ενωμένοι όσο ήμασταν τότε, όταν πολεμούσαμε για την ελευθερία μας.
— Μετά από δέκα χρόνια οικονομικής κρίσης θεωρείτε ότι μάθαμε κάτι ως κοινωνία;
Πάρα πολλά. Αξιολογούμε καλύτερα τις ανάγκες μας. Βάλαμε φρένο σε αυτή την ασυδοσία που γεννήθηκε τη δεκαετία του '80 και έφτασε σε απίστευτα ύψη με το γύρισμα του αιώνα. Είμαστε πιο αυτάρκεις, πιο προσγειωμένοι. Η σύγκρουση με την πραγματικότητα στάθηκε άκρως ανώμαλη και μας έφερε αντιμέτωπους με τον εαυτό μας.
Κατά τη γνώμη μου, ήταν ένα ευτυχές restart, γιατί κάπου είχε καταντήσει αστείο να βλέπεις δέκα Porsche Cayenne σε ένα φανάρι της Πειραιώς ή ανθρώπους με μισθό 1.500 ευρώ να παίρνουν δάνειο για να αγοράσουν φουσκωτό. Το απατηλό, πλαστικό χρήμα είχε δημιουργήσει μια αλήθεια παραπλανητική. Η φούσκα ήταν αναμενόμενο να σκάσει, επειδή ο πλούτος δεν είχε υπόβαθρο και οι νεόπλουτοι έφτασαν να απαρτίζουν το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας μας. Οι δυσκολίες που έφεραν στην καθημερινότητα τα δέκα αυτά χρόνια της οικονομικής κρίσης μάς βοήθησαν να επαναπροσδιορίσουμε τα πάντα και κυρίως την ίδια μας τη ζωή.
— Πώς ορίζετε την ψυχολογία του Έλληνα; Ποιο θεωρείτε το βασικό μας ελάττωμα;
Νομίζω πως είναι μια εύθραυστη ψυχολογία, που βασίζεται στο συναίσθημα και στις συνθήκες της στιγμής. Μπορεί εύκολα να ανέλθει σε ουράνια ευφορία και το ίδιο εύκολα να καταποντιστεί στο έρεβος της κατάθλιψης. Ενθουσιαζόμαστε αβίαστα και απογοητευόμαστε εξίσου αβίαστα. Το βλέπεις ολοκάθαρα στα social. Η επιδοκιμασία είναι στα άκρα, ο αφορισμός επίσης. Σαν να μην υπάρχει μέση οδός. Σαν να μην έχουμε υπομονή, αυτοσυγκράτηση, εγκράτεια. Όλα να είναι θορυβώδη, όλα να φλερτάρουν με την υπερβολή. Καθόλου μέτρο. Τα πάντα, από τον δημόσιο διάλογο μέχρι τους δρόμους της πόλης, μαστίζονται από μια υποβόσκουσα σύγκρουση.
Από κει, φυσικά, προκύπτει το βασικό μας ελάττωμα, που δεν είναι άλλο από την τάση μας για αλληλοσπαραγμό. Λέει κάτι κάποιος; Θα βγει κάποιος άλλος να τον αφορίσει με τον χειρότερο τρόπο και στη στιγμή θα δημιουργηθούν δύο αντίπαλα στρατόπεδα, που ίσως το βράδυ φτάσουν μέχρι τα δελτία ειδήσεων.
Και κάπως έτσι περνούν τα χρόνια και χάνουμε τις ευκαιρίες να δείξουμε στον εαυτό μας πόσο πραγματικά σπουδαίοι μπορούμε να είμαστε ‒ γιατί είμαστε. Κάπου μέσα μας ‒θέλω να το πιστεύω αυτό‒ έχουμε ακόμα κάτι από την παλιά ευγένεια της αληθινής δημοκρατίας, κουβαλάμε τους μεγάλους μας ποιητές, τις θυσίες του παρελθόντος, τη σιωπή που κρύβει πολιτισμό και το ήρεμο χαμόγελο που δείχνει αποδοχή προς καθετί διαφορετικό από μας ‒ τα κουβαλάμε όλα αυτά. Απλώς, τούτη η ευγένεια έχει χαθεί κάτω από τα ερείπια της εποχής μας.
— Το τελευταίο σας βιβλίο, το «Φλόγα και Άνεμος», αποτελεί τοιχογραφία μιας ολόκληρης εποχής. Ανέκδοτες επιστολές, αρχειακό υλικό και μαρτυρίες ξεδιπλώνουν τη ζωή της θρυλικής Κυβέλης και την ταραχώδη σχέση της με τον Γεώργιο Παπανδρέου. Τι σας οδήγησε να καταπιαστείτε με αυτή την ιστορία;
Καταρχάς, με κέντρισε η ίδια η ζωή της Κυβέλης Ανδριανού. Υπήρξε η κορυφαία ηθοποιός της εποχής της, μαζί με τη Μαρίκα Κοτοπούλη, και ο βίος της στάθηκε πολυτάραχος και γεμάτος μεταπτώσεις, από τα πρώτα της χρόνια μέχρι το τέλος. Το ότι δεν είχε γραφτεί ποτέ ένα βιβλίο γι' αυτήν ήταν κάτι που μου έδωσε ακόμα μεγαλύτερο κίνητρο. Ωστόσο, η διαδρομή της και ο έρωτάς της με τον Γεώργιο Παπανδρέου τελικά δεν ήταν παρά το όχημα για να εμβαθύνω σε ογδόντα χρόνια ελληνικής ιστορίας και να εντρυφήσω στο πώς οι άνθρωποι που βιώνουν τέτοια δόξα και τόσους θριάμβους στο τέλος της μέρας είναι θνητοί, όπως εμείς, αδύναμοι όπως εμείς, ανασφαλείς όπως εμείς.
Επίσης, είναι ένα βιβλίο που ήθελα να μιλάει για την «ελληνική ψυχή», τις αλήθειες αυτής της ψυχής: τον αγώνα για την ελευθερία τον καιρό της δικτατορίας, τα όνειρα, τις ελπίδες. Γύρω από την Κυβέλη υπάρχει ένα γαϊτανάκι ηρώων και αντι-ηρώων, από τον Παναγούλη, τη Μελίνα και τον Χορν μέχρι τον Φώντα, τον υπασπιστή του Παττακού, που όλοι τους αναζητούν ένα είδος λύτρωσης.
— Ο ήρωας στο βιβλίο σας λέει ότι: «Βαθιά μέσα μου είμαι πάντα μόνος». Τέτοιες εμβληματικές φυσιογνωμίες πιστεύετε ότι κατά βάθος παραμένουν μόνες, πληρώνοντας το τίμημα του ονόματός τους;
Φυσικά, αυτό είναι το αντίτιμο της μοίρας τους. Ο Γκορ Βιντάλ έχει γράψει: «Όσο πιο μεγάλη η εμβέλεια ενός ανθρώπου, τόσο πιο μεγάλη η μοναξιά που νιώθει όταν όλα σιωπούν». Οι θρύλοι δεν είναι φτιαγμένοι μόνο από ιδέες και ιδανικά αλλά και από σάρκα.
— Τι είναι η λογοτεχνία για εσάς;
Ξέρετε κάτι; Του χρόνου συμπληρώνω 25 χρόνια συγγραφικής πορείας. Όλο αυτό το διάστημα έχω νιώσει κατά καιρούς ότι η λογοτεχνία είναι ταξίδι, καταφύγιο, δουλειά. Τελικά, όμως, καμία από αυτές τις λέξεις δεν μπορεί να αποδώσει επακριβώς το βύθισμά μου σε αυτόν τον κόσμο, που έχει σημαδέψει τα μισά χρόνια της ύπαρξής μου.
Θα έλεγα, λοιπόν, ότι η λογοτεχνία είναι για μένα τρόπος ζωής. Τόσο απλά. Γράφω και διαβάζω. Είμαι συγγραφέας, είμαι αναγνώστης, λατρεύω τα βιβλιοπωλεία και τίποτα δεν με κάνει πιο ευτυχισμένο από το να πιάνω στα χέρια μου κάτι που με ενδιαφέρει πραγματικά. Τελειώνω ένα δικό μου μυθιστόρημα και για μεγάλο διάστημα δεν μπορώ να γράψω ούτε λέξη. Τότε χαίρομαι μανιωδώς τα βιβλία των άλλων και δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς σελίδες και εξώφυλλα.
Άλλη μια τεράστια χαρά για μένα είναι να βλέπω τον γιο μου να έχει κληρονομήσει αυτό το πάθος για τα βιβλία. Πρόσφατα άρχισε να διαβάζει τον πρώτο του Χάρι Πότερ και ζούμε παρέα κάτι μαγικό.
— Υπήρχαν πράγματα που μάθατε για τον εαυτό σας μέσα από τη συγγραφή;
Ανακάλυψα ότι δεν πάσχω από δογματισμούς. Ότι μπορώ αβίαστα να αποδεχτώ το άλλο, το διαφορετικό. Ότι είμαι ανοιχτός σε ρεύματα, πεποιθήσεις και ιδέες, ακόμα και αν πηγαίνουν κόντρα σε αυτό που πιστεύω. Αυτό ήταν το κυριότερο, νομίζω. Η συνειδητοποίηση μιας μη αυτάρεσκης και μη στενόμυαλης φύσης που ενδυνάμωνε τις αμφιβολίες μέσα μου και με βοηθούσε να λειτουργήσω χαμαιλεοντικά όσον αφορά διάφορους χαρακτήρες βιβλίων μου.
Κάπως έτσι θέλησα να ταυτιστώ με τη βία του αυτοκράτορα Νέρωνα, ενώ δεν είμαι βίαιος χαρακτήρας, κάπως έτσι βυθίστηκα στο σκοτάδι των πρώτων μου βιβλίων, ασχολούμενος με θέματα όπως ο οιδιπόδειος έρωτας, η σχιζοφρένεια και η κατάθλιψη, ενώ είμαι ένας ψυχολογικά υγιής άνθρωπος, πιστεύω. Κοινώς, μέσα από το γράψιμο έμαθα ότι δεν έχω στεγανά ούτε προκαταλήψεις.
— Η γραφή σάς βοηθά να θυμάστε όσα θα θέλατε να ξεχάσετε;
Έχει συμβεί κι αυτό, όταν έκρυψα μέσα σε χαρακτήρες πράγματα που μπορεί να με είχαν πληγώσει. Δεν είναι κάτι που το επιζητώ πια, προτιμώ, αυτά που θα ήθελα να ξεχάσω, να μην τα ανακαλώ. Προκύπτει, όμως, καμιά φορά από μόνο του. Σκάβεις όλο και πιο βαθιά στην ψυχή ενός ήρωα, ώσπου ανακαλύπτεις μια δική σου φλέβα, που τη θεωρούσες χαμένη.
— Σε τι περιβάλλον μεγαλώσατε; Τι θυμάστε από τα παιδικά σας χρόνια;
Είχα την ιδανική παιδική ηλικία. Φίλους, μουσικές, αθλητισμό, δυο γονείς που λάτρευαν τα βιβλία. Θυμάμαι πόρτες ανοιχτές μέχρι αργά το βράδυ, παιχνίδια στη γειτονιά, γέλια, δίσκους βινυλίου που οδηγούσαν σε τελετουργικές νύχτες Σαββάτου, πάρτι, σχολικές εκδρομές.
Ήμουν αφάνταστα τυχερός, τόσο εγώ όσο και ο αδελφός μου. Μεγαλώσαμε με πολλή αγάπη, πολλά φιλιά, πολλές αγκαλιές. Μπορεί ο πατέρας μου και η μητέρα μου να χώρισαν όταν ήμουν δέκα χρονών και να αντιμετωπίσαμε δυσκολίες ως οικογένεια, αλλά αυτό που έμεινε τελικά είναι ένα όμορφο, γεμάτο ταξίδι, χωρίς πικρίες και απωθημένα. Όταν, δε, ο μπαμπάς μου με σύστησε στον Ιούλιο Βερν, μέσα από μια παλιά έκδοση του «Μιχαήλ Στρογκώφ», όλο το μέλλον αποκαλύφτηκε στα μάτια μου σαν επιφοίτηση. Ήξερα τι θα κάνω στη ζωή μου.
— Πώς ανακαλύπτει ένας άνθρωπος τι είναι αυτό που θέλει στη ζωή;
Είναι και θέμα τύχης. Εγώ στάθηκα τυχερός, γιατί από πολύ μικρός συνειδητοποίησα τι είναι αυτό που με μαγεύει και άρχισα να καλλιεργώ μια σχέση με το γράψιμο. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν ανακαλύπτουν ποτέ με τι θα μπορούσαν να είναι πραγματικά ευτυχισμένοι. Σίγουρα παίζουν ρόλο οι επιρροές, το περιβάλλον. Και σίγουρα παίζει ρόλο ο χαρακτήρας του ανθρώπου. Όμως είναι κάτι που εξαρτάται και από τις συνθήκες της ζωής του καθενός, γι' αυτό βάζω τον παράγοντα τύχη τόσο ψηλά.
— Έχετε πει ότι τα δύο κορυφαία θέματα της λογοτεχνίας είναι ο έρωτας και ο θάνατος. Τι ρόλο έχει παίξει στη ζωή σας ο έρωτας;
Σημαντικό. Με καθόρισε και με κράτησε σε μια διαρκή εφηβεία. Γιατί αυτό πετυχαίνει ο έρωτας, σου δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι είσαι πάντα δεκατριών ετών. Πράγμα σπουδαίο για κάποιον που από τα δεκατρία του ήταν συνεχώς ερωτευμένος.
— Αγάπη τι θα πει;
Νοιάξιμο. Στοργή. Δόσιμο. Φροντίδα.
— Είναι «η μοναδική μας πατρίδα οι άνθρωποι που αγαπήσαμε με πάθος»; Και γιατί;
Είναι. Γιατί στο τέλος της μέρας αυτό μετράει μόνο. Είτε έχεις κοντά σου αυτούς που αγάπησες είτε όχι, το αληθινό σου σπίτι είναι ο χτύπος της καρδιάς. Το στίγμα που άφησες και το στίγμα που σου άφησαν. Το ίχνος της ανάσας σου. Αυτές είναι οι αποδείξεις ότι υπήρξες ζωντανός, όχι τα σύνορα της γης και τα ντουβάρια των τοίχων.
— Μια βαθιά πληγή που σας ακολουθεί ακόμη;
Μπα, δεν έχω πληγές. Έδωσα αρκετές μάχες με τον εαυτό μου και τις ξόρκισα όλες.
— Ποιος είναι ο μεγαλύτερός σας φόβος;
Μη βρεθούν σε κίνδυνο οι άνθρωποι που αγαπώ, η υγεία τους. Το πόσο απρόβλεπτη μπορεί να γίνει η ζωή από τη μια στιγμή στην άλλη.
— Σας τρομάζει η φθορά του χρόνου;
Ναι, ποτέ δεν συμφιλιώνεσαι με τη φθορά. Πάντα βλέπεις τον εαυτό σου όπως τον έβλεπες στα είκοσι, στα τριάντα, όσο διαφορετικό κι αν είναι αυτό που σου λέει ο καθρέφτης. Είναι υπέροχο να γερνάς, είναι μια ευλογία ασύλληπτη, γιατί δεν έχουν όλοι την ίδια τύχη. Αλλά κρύβει ταυτόχρονα κι έναν φόβο απύθμενο.
— Τι θεωρείτε σημαντικό στη ζωή;
Τη συνεχή προσπάθεια. Την αφοσίωση. Την ευθύνη απέναντι στον εαυτό μας, ώστε κάθε μέρα που περνάει να έχει αξία. Ένα βαθύ αποτύπωμα σε αυτούς που αγαπάμε. Και κάποια όνειρα που πρέπει να βιωθούν. Όχι όλα. Κανείς δεν μπορεί να κάνει πράξη όλα του όνειρα. Κάποια όμως ‒αυτά που ίσως ενδόμυχα επιμένουν‒ είναι σημαντικό να τα διεκδικούμε, κι ας χάσουμε στο τέλος.
σχόλια