«Διαβάζω του κερατά του Laurence Durrell την τετραλογία που λέγεται Alexandrian Quartet (Justine, Balthazar, Mountolive, Clea) μυθιστορήματα αλεξανδρινά – γρήγορα θ’ ακούσεις πως του δώσανε το Νόμπελ. Και σκάω από λύσσα. Γιατί αυτά ήταν τα θέματά μου. Είναι της παρακμής ο άθλιος αλλά έχει πολύ ταλέντο. Το λοιπόν τι κάθομαι και τρώγομαι με το Μαλάνο όταν ακόμα κι ένας Αυγέρης δεν καταλαβαίνει τι λέω; Θα γυρίσω στη δουλειά μου: Διήγημα, μυθιστόρημα» (επιστολή στον Μ. Μ. Παπαϊωάννου, 22 Μαρτ. 1960).
Για την Αντιγόνη Τσίρκα
του Μισέλ Φάις
Με αφορμή το θάνατο της Αντιγόνης Τσίρκα (πέθανε ξημερώματα της Κυριακής, στις 9 Σεπτεμβρίου) ανασύρω από το αρχείο μου ένα παλιό μου δημοσίευμα...
Με τον Γιάννη [Γιάννης Χατζηανδρέας, είναι το πραγματικό όνομα του Στρατή Τσίρκα] γνωριστήκαμε στην πλαζ της Αλεξάνδρειας, καλοκαίρι του ΄36. Είχαμε μια μικρή διαφορά ηλικίας: τέσσερα χρόνια.
Κάναμε πολύ παρέα στην αρχή. Μετά πιάσαμε αλληλογραφία. Ανταλλαγή βιβλίων, τέτοια. Γιατί εκείνος ήταν στην Άνω Αίγυπτο, στα χωριά, διευθυντής στην εκεί βαμβακοβιομηχανία. Και τον επόμενο χρόνο, το '37, παντρευτήκαμε.
Στο Ντέυρουτ που μέναμε τότε, ένα χωριουδάκι έξι ώρες από το Κάιρο, η ζωή μας κυλούσε πολύ αργά και ήσυχα.
Πρέπει να πω πως εγώ από τότε, από τα πρώτα του γραφτά που μου έδειξε ο Γιάννης, προέβλεπα πως κάποια μέρα θα γίνει σπουδαίος συγγραφέας. Το πίστευα βαθιά.
Και το '39―μερικές βδομάδες πριν κηρυχτεί ο πόλεμος―πήγαμε στην Αλεξάνδρεια και ζήσαμε μαζί με την οικογένειά του, ομόρφα, πολύ αρμονικά.
Εκεί στην Αλεξάνδρεια, ασχοληθήκαμε με την Ειρηνιστική Ένωση. Ήταν μια οργάνωση που είχε όλες τις ράτσες μέσα. Εβραίους, Γάλλους, Ιταλούς, Εγγλέζους και ήμασταν όλοι αδελφωμένοι μεταξύ μας.
Τότε επίσης, υπήρχε στην Αλεξάνδρεια ένα βιβλιοπωλείο Les amis du livre, όπου ήταν στέκι μας. Εκεί μαζεύονταν συγγραφείς, καλλιτέχνες και διανοούμενοι και συζητούσαν. Ήταν ο Πιερίδης, ο Φίλας, ο Μαλάνος...
Στον Τσίρκα άρεσε πολύ ο κινηματογράφος, έτσι τρεις φορές την εβδομάδα πηγαίναμε απαραιτήτως σινεμά. Πηγαίναμε όμως και στο θέατρο, σε συναυλίες, στο μπαλέτο. Όταν ήρθαμε στην Ελλάδα δεν πίστευαν όλα αυτά τα θεάματα που είχαμε δει στην Αίγυπτο.
Το καλοκαίρι του '63 είχαμε έρθει στην Ελλάδα για τουρισμό. Γίνεται η εθνικοποίηση του εργοστασίου που δούλευε ο Γιάννης και τηλεφωνούμε σε κάποιους φίλους εκεί να μας στείλουν χειμωνιάτικα ρούχα. Έτσι ήρθαμε μόνιμα στην πατρίδα.
Αρχικά πιάσαμε ένα σπίτι στη Νέα Σμύρνη―προσωρινά, της κουνιάδας μου ήταν. Τότε συνδεθήκαμε με τον «Κέδρο», όπου ο Γιάννης έβγαζε τα βιβλία του. Βλέπαμε την Νανά, τον Βουρνά, τον Διαμαντόπουλο, τον ηθοποιό, τον Καλμούχο, τον ζωγράφο. Μετά πήγαμε στον Άγιο Χαράλαμπο και τελικά ήρθαμε εδώ στην Καισαριανή.
Ο Τσίρκας τον καιρό εκείνο δούλευε κάτι και δεν ήθελε κανένας να τον ενοχλεί. Όταν τελείωνε όμως μας το διάβαζε και ζητούσε γνώμες. Ήταν ανοιχτός σε ολονών τις κρίσεις, δεν ήταν δηλαδή μυγιάγγιχτος. Δεν θεωρούσε ότι αυτό που έγραψε είναι το έργο με έψιλον κεφαλαίο, είχε αυτογνωσία και ήξερε μέχρι που μπορεί να φτάσει.
Απ' όλα τα βιβλία του με συγκινεί περισσότερο η «Αριάγνη», ο δεύτερος τόμος της τριλογίας, γιατί αποπνέει πολύ ανθρωπιά. Η κεντρική ηρωιδα, αυτή η γυναίκα με πιάνει βαθιά, γιατί μου θυμίζει τη μητέρα του Γιάννη―έχει πάρα πολλά στοιχεία από τη μητέρα του.
Ακόμα σκέφτομαι πολύ συχνά και τη συμπαθή φιγούρα του ομοφυλόφιλου του Ρούντη, που λέει κάπου: «Προτιμώ να πεθάνω για τους φίλους μου, παρά για μια ιδεολογία». Είναι μια φράση πιστεύω που σημαδεύει μια εποχή, έναν κόσμο, μια στάση ζωής.
Με τον Τσίρκα είχαμε φιλία μεταξύ μας. Ήξερε ο ένας ότι μπορεί να στηρίζεται στον άλλο. Ζούσαμε πολύ απλά. Ήμασταν πολύ δεμένοι.
Μετά το θανατό του σιγά σιγά φτιάξαμε το αρχείο του, που τώρα θα πάει στο νέο κτήριο του Ε.Λ.Ι.Α, μαζί με τη βιβλιοθήκη του, έτσι όπως την είχε αφήσει.
Σήμερα η ζωή μου είναι τα χαρτιά του Τσίρκα, λίγο το σπίτι, καμιά φορά περνάω κι από τον «Κέδρο».
*Ο μονόλογος της Αντιγόνης Κερασιώτη―Χατζηανδρέα προέκυψε από μια συνομιλία που είχα με την προσηνή, ευφυή και χαμηλών τόνων γυναίκα του πεζογράφου Στρατή Τσίρκα, στο σπίτι τους στην Καισαριανή. Δημοσιεύτηκε στον «Ταχυδρόμο» (6 Σεπτεμβρίου 1990) μαζί με τις σύντομες επίσης προσωπογραφίες της Άννας Σικελιανού, Λουίζας Τερζάκη, Λένας Εγγονοπούλου και Μαρίκας Χάκκα. Στη φωτογραφία που μου έδωσε και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό, εικονίζεται νέα και λαμπερή στην Αλεξάνδρεια αγκαζέ με τον δημιουργό των «Ακυβέρνητων πολιτειών» που χαμογελάει. Βλ. Protagon.gr (12/09/2012).
Την αγάπησε γιατί έπρεπε κάποτε να αγαπήσει.
Τέλος βγήκε παράνομος στα εύθυμα χρόνια της
Ειρήνης.
Δεν ήξερε κανείς τους ποιος ήταν ο Γιάννης ο
Σαλάς.
Ήθελε να ήταν ζωγράφος για να ζωγραφίζει μόνο
τα χέρια της.
Τα ταξίδια που δεν έκανε.
Είχε ζήσει δυο ολόιδιες σκηνές πριν απο την «Καζαμπλάνκα».
Όταν τα βράδια της Κυριακής μετά το ματς
γέμιζαν οι ταβέρνες γύρω από το γήπεδο και συ
έτρεχες στο σπίτι να διαβάσεις.
Το σλόγκαν της λαϊκής σοφίας.
Όλοι κάποτε νέοι.
Παλιούς σου φίλους που τους βλέπεις με συγκίνηση -παλιούς σου έρωτες με αποστροφή.
Ερημιά γύρω σου σιγά σιγά
(Στίχοι από το Υ.Γ. του Μανόλη Αναγνωστάκη).
«O κόσμος δεν ξέρει ποιος ήταν πραγματικά ο Γιάννης ο Σαλάς. Θλίβομαι γιατί οι νεότεροι τον αγνοούν. Kι άλλοτε το έχω αναφέρει σε κάποια συνέντευξή μου. O Σαλάς είναι ο ήρωας της Mέσης Aνατολής, ο ιδρυτής της AΣO, της Aντιφασιστικής Στρατιωτικής Oργάνωσης, είναι ο Φάνης στις Aκυβέρνητες πολιτείες του Tσίρκα. Oταν διάβασα το βιβλίο, πετάχτηκα πάνω! Tηλεφώνησα στον Tσίρκα και του το λέω. Nαι, μου απαντάει, αλλά τα πρόσωπα του βιβλίου δεν είναι εντελώς ίδια με τα πραγματικά.
Tον Σαλά δεν έτυχε να τον γνωρίσω. Oργάνωσε το αντάρτικο στη Σάμο. Kράτησε βέβαιο λίγο καιρό, αλλά, φαντάσου, αντάρτικο στη Σάμο! Mετά τον σκότωσαν και τον έσερναν πίσω από τις ρόδες ενός αυτοκινήτου στους δρόμους της πόλης.
Eγώ έμαθα για τον Σαλά ένα χρόνο μετά, το 1949, από κάτι Iκαριώτες εξορίστους που τους είχαν συλλάβει και τους έφεραν στη φυλακή (σ.σ. Eπταπύργιο). Eλεγαν ένα τραγούδι για τον Σαλά. Eίδα ότι μετά από λίγο είχε γίνει σαν δημοτικό τραγούδι. Hταν πολύ συγκινητικό.
Aυτό το περιστατικό είναι τελείως προσωπικό. Δεν το ξέρει κανείς." ("αυτοσχόλιο" του Μανόλη Αναγνωστάκη σε ηχογραφημένη συνέντευξη στον Mισέλ Φάις ("Φωνές της Γραφής», 1992). Από την Καθημερινή).
"Αυτό που λες: «Πρέπει να κινείσαι πια, χωρίς να σ' απασχολεί η τεχνική» είναι πολύ σωστό. Όταν τελείωσα τη «Λέσχη» ξαφνικά μια μέρα πήρα και ξαναδιάβασα τον «Νουρεντίν». Διαπίστωση: Μ' άρεσε πιο πολύ για τους εξής λόγους: Αν και «κακογραμμένος» είχε δικό του χου, δική του (δηλαδή δική μου) φωνή. Στη «Λέσχη» άκουα τώρα τη φωνή του James Joyce («Ulysses») – και ξαναδιαβάζοντάς τον βρήκα πως ναι, όχι μόνο ήταν η φωνή του σ' όλα τα κομμάτια της Άννας, αλλά μια φωνή αδυνατισμένη, ευνουχισμένη, στερημένη από χυμούς, μια χλωρή μίμηση. Αυτή τη διαπίστωση τη σημείωσα και γράφοντας τώρα το καινούριο προσέχω να είμαι εγώ αλλά όχι αχτένιστος, όπως δυστυχώς είμαι στο «Νουρεντίν».
Ότι πρέπει κάποτε κανείς να σταματήσει να διαβάζει συμφωνώ: Όταν βρει τη φωνή του. Ο Καβάφης, ο Βουτυράς, έπαψαν από νωρίς να διαβάζουν. Μα είχαν βρει τη φωνή τους. Εσύ λες πως η φωνή μου είναι στο Νουρεντίν. Ας περιμένουμε να τελειώσω αυτό που γράφω και το ξανασυζητάμε. Ίσως να έχεις δίκιο. Ξέρεις τι ονειρεύομαι; Ένα ύφος γοργό, νευρώδικο (όπως τα καλά μέρη του Νουρεντίν, ας πούμε) αλλά φοδραρισμένο με μια λανθάνουσα πνευματικότητα –όχι συμβολισμό για τ' όνομα του Θεού!– που να υψώνει το κείμενό μου από την περιοχή του ρεαλιστικού ρεπορτάζ αλλά και να μην το πηγαίνει στο «καλλιτεχνικό» γράψιμο (Χρηστομάνος, Νικολαΐδης, Μυριβήλης) ούτε στο συμβολιστικό (Κοσμάς Πολίτης ή Βενέζης). Εξηγήθηκα;"
Επιστολή στον Μ. Μ. Παπαϊωάννου, 3 Νοεμ. 1960. Βλ. Από το εργαστήρι του συγγραφέα (Εθνικό Κέντρο Βιβλίο).
σχόλια