O ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΣ ΤΙΡΕΛ ήρθε στην Αθήνα πριν από έναν χρόνο από το Δουβλίνο. Τότε τον έλεγαν Adam Terence Tyrrell και δεν είχε καμία σχέση με την Ελλάδα, ήρθε για να κάνει μια έρευνα για ένα βιβλίο που γράφει, ερωτεύτηκε και έμεινε «γιατί οι συνθήκες στην Αθήνα είναι ιδανικές για έναν Ιρλανδό».
Ο Αδαμάντιος είναι ερωτιάρης, ερωτεύτηκε την πόλη, τους ανθρώπους της (ερωτεύεται διαφορετικό άτομο κάθε εβδομάδα), βρήκε δουλειά στο θέατρο και σε ένα ιρλανδικό μπαρ και περνάει μια φάση «ταξίδι του μέλιτος», απολαμβάνοντας ό,τι έχει να του προσφέρει η Αθήνα ως ginger και ως Ιρλανδός (φαίνεται ότι αρέσουν και τα δύο πολύ στους Έλληνες).
Η κουβέντα μαζί του έγινε σε ένα καφέ στα Εξάρχεια και έχει ενδιαφέρον ο τρόπος που βλέπει την πόλη και τους ανθρώπους που ζουν εδώ, με μια ματιά που είναι δύσκολο πλέον να έχει ένας ντόπιος.
— Από πού είσαι; Πες μου μερικά πράγματα για σένα.
Απ’ την Ιρλανδία, από το Δουβλίνο. Μόλις έγινα τριάντα. Ζω στην Αθήνα εδώ και έναν χρόνο.
Οι Έλληνες είναι παθιασμένοι, μπορείς να δεις εδώ το πιο όμορφο ηλιοβασίλεμα, αλλά μια μέρα είδα στα Εξάρχεια έναν τύπο να κλοτσάει ένα περιστέρι μέχρι που το σκότωσε. Μπορείς να δεις όμορφα και άσχημα πράγματα την ίδια μέρα. Και στο Δουβλίνο μπορείς να δεις το πιο όμορφο ουράνιο τόξο και μετά να δεις κάποιον στο λεωφορείο να κάνει ηρωίνη.
— Γιατί ήρθες εδώ;
Για να κάνω έρευνα για ένα βιβλίο που γράφω· αρχικά σκόπευα να μείνω μόνο για κάνα δυο μήνες. Παραιτήθηκα από τη δουλειά μου – δούλευα σε μια μεγάλη εταιρεία ως κειμενογράφος και επίσης εργαζόμουν ως ηθοποιός, αλλά η πανδημία διέλυσε σχεδόν το θέατρο και κάπως απογοητεύτηκα, αισθανόμουν ότι τρελαίνομαι. Τότε άρχισα να γράφω μια ιστορία και επισκέφτηκα την Αθήνα μερικές φορές γιατί ήξερα ότι το μισό βιβλίο θα διαδραματιζόταν εδώ, οπότε εμπιστεύτηκα το ένστικτό μου και ήρθα στα τυφλά. Αποφάσισα να παραιτηθώ και να έρθω για ένα εξάμηνο για να μάθω τη γλώσσα, τους δρόμους, να περπατήσω όσο περισσότερο μπορούσα και να γνωρίσω όσο περισσότερους ανθρώπους γίνεται. Ερωτεύτηκα τρελά όμως και τηλεφώνησα στη συγκάτοικό μου, την καλύτερή μου φίλη, την Ντέμπι, και της είπα «λυπάμαι πολύ, δεν θα γυρίσω στο σπίτι».
— Τώρα πού μένεις;
Ζω στην πλατεία Βικτωρίας. Η Βικτώρια είναι καταπληκτική. Είναι το ακριβές αντίστοιχο της περιοχής όπου ζούσα στο Δουβλίνο, η οποία είχε επίσης μετανάστες, καλό φαγητό και συμπαθείς ανθρώπους. Σε αυτές τις γειτονιές ζουν οι καλύτεροι άνθρωποι.
— Είναι ακόμα φτηνά τα ενοίκια στην περιοχή;
Πληρώνω 300 κάτι ευρώ για ένα στούντιο, στον τελευταίο όροφο, ένα δωμάτιο με μεγάλο μπαλκόνι.
— Και τι κάνεις εδώ αυτήν τη στιγμή;
Γράφω ένα βιβλίο, με αργούς ρυθμούς. Όταν ήμουν κειμενογράφος έγραφα ασταμάτητα 1.000 λέξεις τη μέρα, επαγγελματικές ασυναρτησίες, έτσι σκέφτηκα «αυτό μπορώ να το κάνω για μένα!». Εδώ που ήρθα όμως είχα ευκαιρίες που δεν θα είχα στο Δουβλίνο, ακόμη και ως ηθοποιός. Νομίζω ότι έχει σημασία η εμφάνισή μου, μοιάζω διαφορετικός απ’ τους άλλους εδώ. Έτσι, δουλεύω σε ένα σίριαλ για τη γαλλική τηλεόραση που γυρίζεται στην Ελλάδα κι επίσης δουλεύω σε ένα θεατρικό έργο που ονομάζεται «Είμαι ο Λαβύρινθος» («I am the Labyrinth») και είναι πολύ δυνατό. Δουλεύω και σε ένα ιρλανδικό μπαρ, φυσικά, επειδή εκεί αρέσει στους Ιρλανδούς να δουλεύουν όταν ζουν στο εξωτερικό.
— Για τι πράγμα μιλάει το βιβλίο σου;
Το βιβλίο αποτελείται από δύο μέρη και ακολουθεί δυο αγόρια –αυτοί είναι οι πρωταγωνιστές– που ενηλικιώνονται μέσα από έναν έρωτα. Eρωτεύονται την ίδια γυναίκα, η οποία είναι νεαρό κορίτσι στο πρώτο μέρος. Βρίσκεται σε αδιέξοδo και ένα από τα αγόρια, που είναι μισός Έλληνας και ξέρει ότι η γιαγιά του έχει ένα διαμέρισμα στην Αθήνα, τους ξεσηκώνει να το σκάσουν από το Δουβλίνο και να έρθουν να ζήσουν στην Αθήνα. Είναι 15 χρονών, συνωμοτεί με τον φίλο του και το σκάνε με το κορίτσι, έρχονται εδώ και καταστρέφουν τη ζωή της εντελώς. Αυτή καταλήγει σε ίδρυμα για να συνέλθει.
Δεκαπέντε χρόνια αργότερα τα αγόρια ζουν μαζί στην Αθήνα και τη βλέπουν ξανά. Το βιβλίο αναφέρεται στο πώς τα βίαια μοτίβα των ανδρών μπορούν να επαναληφθούν όταν δεν αντιμετωπίζονται σε νεαρή ηλικία και να τους ακολουθούν στην ενήλικη ζωή. Είναι ένας συνδυασμός διαφόρων ιστοριών από τη ζωή μου, χαρακτήρες που έχω γνωρίσει, αλλά ποτέ πολύ συγκεκριμένα, γιατί δεν θέλω να δώσω πάρα πολλά από τον εαυτό μου, θέλω να μην είναι σαφές αν βίωσε ο Αδάμ πραγματικά αυτά που αναφέρω.
— Υπάρχεις όμως στο βιβλίο;
Τα αγόρια είναι διάφορες πλευρές του εαυτού μου.
— Ξέρεις την Κάρα Χόφμαν; Έχει γράψει ένα παρόμοιο βιβλίο που διαδραματίζεται στην Αθήνα, για δυο αγόρια και ένα κορίτσι που έχουν ερωτική σχέση με πολύ άσχημη κατάληξη. Ζει κι αυτή στην Αθήνα, στα Εξάρχεια.
Αλήθεια; Αναρωτιέμαι αν την ξέρω εμφανισιακά, γιατί κι εγώ εκεί κυκλοφορώ. Είναι πολύ ωραίο μέρος τα Εξάρχεια. Το κέντρο της παλαιστινιακής κοινότητας είναι εκεί… Το αγαπημένο μου εστιατόριο επίσης, το «Άμα Λάχει», ο λόφος του Στρέφη είναι απίθανο μέρος, μπορείς να πας σε εκδηλώσεις αλληλεγγύης της κοινότητας που γίνονται εκεί. O παλαιστινιακός αγώνας είναι κάτι που μου είναι πολύ οικείο, ως Ιρλανδός αισθάνομαι πολύ κοντά του. Είναι λίγο τρελό όταν καταλαβαίνεις ότι πράγματα που θεωρείς δεδομένα στην Ιρλανδία προκαλούν τις ίδιες αντιδράσεις κι εδώ.
— Πώς σου φαίνεται η Αθήνα;
Τη λατρεύω. Είναι ή μηδέν ή εκατό, ή του ύψους ή του βάθους, ακριβώς όπως και στο Δουβλίνο, με τη διαφορά ότι στο Δουβλίνο κάνει ψόφο. Δεν έχει μέση κατάσταση η Αθήνα, αλλά μου αρέσει ο χαλαρός τρόπος ζωής, μου αρέσει η στάση «θα γίνει όταν είναι να γίνει, μην ανησυχείς». Χθες όμως πήγα στην τράπεζα και ένας υπάλληλος ήταν πολύ μαλάκας: δεν δεχόταν την ιρλανδική μου ταυτότητα, ούτε την ιρλανδική άδεια οδήγησης, κανένα πιστοποιητικό. Με κουβάλησε τέσσερις φορές στην τράπεζα επειδή έτσι ήθελε. Πληρώθηκα από τη γαλλική σειρά με επιταγή και έπρεπε να πάω στην τράπεζα με την οποία συνεργάζονται, όχι στη δική μου.
Όταν πηγαίνω στο ΙΚΑ δεν μου δίνουν καμία σημασία, πάντα λέω ότι την επόμενη φορά που θα πάω θα τα κάνω όλα λίμπα γιατί δεν σε εξυπηρετούν ποτέ. Ωστόσο, πάντα υπάρχουν πρόσφυγες που χρειάζονται βοήθεια, κάποιον να τους μεταφράζει, και κάνω ό,τι μπορώ με τα ελάχιστα ελληνικά που ξέρω και με το Google translate, π.χ. τους κανονίζω την επόμενη συνάντηση. Έχω προσέξει ότι είναι πολύ καλοί με τους Παλαιστίνιους, αλλά αυτό είναι μια εξαίρεση. Τους αρέσει να μου κάνουν τη ζωή κόλαση άνθρωποι που έχουν προφανώς προβλήματα με τη δική τους ζωή, πιστεύουν ότι είμαι τρελός που ήρθα να ζήσω εδώ, νομίζουν ότι είμαι βλαμμένος.
Όλοι το πιστεύουν αυτό, επειδή νομίζουν ότι στο Δουβλίνο υπάρχουν περισσότερα λεφτά και ευκαιρίες για δουλειά. Στο Δουβλίνο έβγαζα πιο πολλά λεφτά, αλλά είχα περισσότερα έξοδα απ' ό,τι εδώ. Πλήρωνα 1.200 ευρώ για ενοίκιο, 400 ευρώ σε λογαριασμούς και δεν υπάρχει καθόλου νυχτερινή ζωή, επειδή το Google και το Facebook ελέγχουν στην πόλη και την έχουν μετατρέψει σε μια μεγάλη επιχείρηση. Η Ιρλανδία είναι μια καταπληκτική χώρα, Galway, Mayo, Derry, Belfast, είναι εκπληκτικά μέρη. Το Δουβλίνο ήταν κάποτε η πιο ευχάριστη πόλη της Ευρώπης και τώρα είναι μόνο AirBnb και Works.
— Έχεις πάει σε άλλα μέρη της Ελλάδας;
Έχω πάει στην Πελοπόννησο, σε δέκα νησιά, έχω πάει και στους Δελφούς. Έχω ακούσει ότι η Θεσσαλονίκη είναι στυλάτη και cool.
— Είναι μια πολύ ωραία πόλη. Τη χτύπησε κι αυτή όμως η κρίση, γιατί παλιότερα ήταν η πιο ευρωπαϊκή πόλη της Ελλάδας.
Υποθέτω ότι η οικονομική κρίση που γάμησε την Ιρλανδία γάμησε το ίδιο άσχημα και την Ελλάδα. Όσους Έλληνες γνωρίζω μου λένε «αγαπάμε τους Ιρλανδούς γιατί έχουμε το ίδιο αγγούρι στον κώλο», κι αυτό είναι αλήθεια. Τα πιο ανατολικά και δυτικά σημεία της Ευρώπης γαμήθηκαν περισσότερο και είναι τρελό το πόσο μοιάζουν οι Έλληνες με τους Ιρλανδούς. Γνώρισα μια Ελληνίδα, έρχεται πολύ στο ιρλανδικό μπαρ, η οποία είναι τώρα στο Δουβλίνο για τη διατριβή της με θέμα τις ομοιότητες μεταξύ Ελλήνων και Ιρλανδών.
Νομίζω ότι πολλοί ξενιτεμένοι Βρετανοί και μετανάστες που συναντώ εδώ έχουν μεγάλη δυσκολία στο να προσαρμοστούν, να ταιριάξουν στο περιβάλλον και να κάνουν φίλους, αλλά δεν ταυτίζομαι με αυτό. Μου πήρε περίπου δέκα μέρες να κάνω φιλίες με ντόπιους. Πριν από δυο εβδομάδες κάποιοι Έλληνες μου ζήτησαν να μπω στην παρέα τους, παρότι τα ελληνικά μου είναι άθλια, κι αυτό επειδή οι Έλληνες και οι Ιρλανδοί μοιάζουν πολύ. Στην Ιρλανδία έχουμε κάτι που ονομάζουμε «the craic» (ξεφάντωμα), μια διάθεση ή μια αίσθηση του χιούμορ. Σημαίνει ότι μπορείς να πιάσεις το αστείο, μπορείς να βγεις μ' εμένα και τους φίλους μου όποτε θέλεις, εάν έχεις το craic.
Οι Έλληνες μπορούν να πιάσουν το αστείο, δεν παίρνουν τον εαυτό τους πολύ στα σοβαρά, για την ακρίβεια καθόλου. Έλληνες και Ιρλανδοί, ως ορθόδοξοι και καθολικοί αντίστοιχα, έκαναν μεγάλες οικογένειες. Βέβαια, πια δεν κάνουν πολλά παιδιά ούτε στην Ελλάδα ούτε στην Ιρλανδία. Είμαι το τέταρτο παιδί από έξι. Εσύ;
— Έχω έναν αδερφό.
Μόνο έναν; Μέχρι τη δεκαετία του ’90 έκαναν πολλά παιδιά στην Ιρλανδία, τώρα κάνουν ένα, το πολύ δύο. Έχω μόνο δύο φίλους με παιδιά, ενώ παλιότερα τα 24 ήταν η μέση ηλικία για να κάνεις παιδιά.
— Πόσο καιρό σκοπεύεις να μείνεις στην Αθήνα;
Επ’ αόριστον. Δεν θα γυρίσω στο Δουβλίνο. Μου έπεφταν τα μαλλιά, ήμουν φουλ αγχωμένος, όταν ήρθα εδώ ήμουν σε πολύ κακή κατάσταση, χάλια, Μετά από λίγες μέρες το δέρμα μου καθάρισε, κι αυτό με άλλαξε. Έφτιαξε η εμφάνισή μου και είμαι στη φάση «ταξίδι του μέλιτος». Είμαι εδώ μόνο έναν χρόνο, μαθαίνω ακόμα τη γλώσσα και ερωτεύομαι διαφορετικό άνθρωπο κάθε εβδομάδα, βγαίνω ραντεβού ακόμα σαν τρελός, δοκιμάζω νέα φαγητά.
Έχω φίλους μετανάστες που ζουν εδώ πέντε χρόνια ή και παραπάνω και μου λένε «χέσε μας, ρε φίλε» κι εγώ τους λέω «γιατί; Μου αρέσει εδώ, είναι τόσο ωραία», και μου απαντούν «άντε πνίξου, τι σου αρέσει εδώ;». Οι Έλληνες είναι παθιασμένοι, μπορείς να δεις εδώ το πιο όμορφο ηλιοβασίλεμα, αλλά μια μέρα είδα στα Εξάρχεια έναν τύπο να κλοτσάει ένα περιστέρι μέχρι που το σκότωσε. Μπορείς να δεις όμορφα και άσχημα πράγματα την ίδια μέρα. Και στο Δουβλίνο μπορείς να δεις το πιο όμορφο ουράνιο τόξο και μετά κάποιον στο λεωφορείο να κάνει ηρωίνη.
Φρίκαρα που είδα να σκοτώνουν το περιστέρι, ήταν την πρώτη εβδομάδα που είχα έρθει και δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο. Τα περιστέρια είναι πολύ διαφορετικά στην Αθήνα, δεν φοβούνται καθόλου, δεν φεύγουν απ’ τον δρόμο, κι αυτός ο τύπος, που ήταν ήδη νευριασμένος, μπουρδουκλώθηκε με ένα από αυτά και άρχισε να το κλοτσάει μέχρι που το άφησε αναίσθητο· μετά γύρισε και το κλοτσαγε μέχρι να πεθάνει. Βλέπω πολλά τρελά να συμβαίνουν εδώ, αλλά λέω ότι «όλα γίνονται επειδή έχει τόση ζέστη, είναι απίστευτη η ζέστη». Κι εγώ συμπεριφέρομαι περίεργα επειδή δεν μπορώ να ελέγξω την ψυχραιμία μου με τόση ζέστη.
Ωστόσο προτιμάω να μένω εδώ, 100%. Μπορεί να μην έχεις λεφτά, αλλά τουλάχιστον έχεις το ηλιοβασίλεμα και την παραλία. Παίζει πολύ μεγάλο ρόλο και το ότι οι άνθρωποι είναι πολύ καλοί μαζί μου. Έχω φίλους Γερμανούς και Άγγλους που λένε ότι πέρασαν πολύ δύσκολα μέχρι να προσαρμοστούν. «Επιστρέψτε τα γλυπτά που έχετε κλέψει για να είστε πιο συμπαθείς».
— Είναι πολύ περίεργο που έχεις μάθει ελληνικά.
Μιλάω λίγο, αλλά καταλαβαίνω αρκετά. Είναι δύσκολα τα ελληνικά, και όταν μιλάω ελληνικά με Έλληνες μού μιλάνε αγγλικά. Όλοι μιλάνε αγγλικά, και επιμένουν, «θα μιλάω μ' εσένα αγγλικά». Θέλω να μιλήσω λίγο ελληνικά.
— Αυτήν τη στιγμή όλη η Αθήνα μιλάει αγγλικά γιατί ζει με τους τουρίστες. Πας στα μαγαζιά και σου μιλάνε αγγλικά, ακόμα και όταν είσαι Έλληνας.
Το έχω προσέξει, όλοι μιλούν αγγλικά στα Εξάρχεια. Πηγαίνω σε αυτό το εκπληκτικό μαγαζί με τα αυγά Βenedict και τα σάντουιτς, το Black Salami, που δεν μιλάει κανείς ελληνικά. Η σχολή μου για τα ελληνικά ήταν στον ίδιο δρόμο, το Lamda Project, έτσι τον πρώτο μήνα πήγαινα στο Black Salami κάθε μέρα. Πρέπει να ξόδεψα εκεί όλες μου τις οικονομίες σε τέσσερις μήνες, πάνω από 500 ευρώ. Κι έπειτα πήγα στο ιρλανδικό μπαρ και τους είπα «πρέπει να μου δώσετε μια δουλειά, σας παρακαλώ, τώρα».
— Πήγες σε δημόσιο σχολείο;
Ναι, ήταν σκατά, υποχρηματοδοτούμενο, δεν μου άρεσε καθόλου. Ο αδερφός μου και η αδερφή μου, που είναι έξι χρόνια μικρότεροί μου, πήγαν σε νέο σχολείο, με νέους καθηγητές, είναι πολύ καλύτερα τώρα. Μεγάλωσα σε μια γειτονιά όπου ζούσε όλο μου το σόι, σαράντα ξαδέρφια, η μάνα μου και όλες οι αδερφές της, ο παππούς και η γιαγιά μου. Είμαι ο μικρότερος από τα συνομήλικα ξαδέρφια μου, έτσι με έπιαναν να καπνίζω, να φιλιέμαι, να πίνω, επειδή ήθελαν να μου την πουν.
— Τι ήθελες να κάνεις μεγαλώνοντας;
Ηθοποιός. Είμαι ηθοποιός από τότε που ήμουν τεσσάρων. Η μητέρα μου ήθελε να ασχοληθώ με κάτι. Λέει ότι μιλούσα πριν γίνω ενός και δεν το βούλωνα, έτσι αποφάσισε να με βάλει στο θέατρο ή σε κάποιο άθλημα, τα αθλήματα όμως δεν ήταν για μένα, γιατί ήθελα να μιλάω, όχι να προπονούμαι. Ο παππούς και η γιαγιά μου πλήρωναν για τα μαθήματα υποκριτικής μέχρι που έγινα 15. Τότε πήδηξα μια χρονιά στο σχολείο – δεν με ενδιέφεραν καν οι εξετάσεις για το πανεπιστήμιο, επειδή είχα μπει σε σχολή υποκριτικής.
Τα πήγα καλά όμως και σ’ αυτές, τέλειωσα τη σχολή, που ήταν τρία χρόνια, και έπειτα ίδρυσα μια θεατρική εταιρεία στην Ιρλανδία. Τα πηγαίναμε πολύ καλά για τρία χρόνια και μετά η εταιρεία διαλύθηκε. Έπειτα δούλεψα ως ελεύθερος επαγγελματίας, βρήκα ατζέντη, μετά δεν είχα ατζέντη, έπειτα ήρθε ο Covid και έπιασα δουλειά στην εταιρεία που σου είπα, ήμουν executive assistant και copywriter. Τότε άρχισαν να μου πέφτουν τα μαλλιά και να παίρνω βάρος, πήρα δώδεκα κιλά. Όλα αυτά στο Δουβλίνο,
— Δεν σε ενδιέφερε να πας στο Λονδίνο;
Έχω κάνει πολλές παραστάσεις στο Λονδίνο, πηγαινοερχόμουν. Η αδερφή μου γεννήθηκε στο Λονδίνο, ο πατέρας μου ζούσε στο Λονδίνο κατά τη διάρκεια της ύφεσης –χάσαμε σχεδόν τα πάντα τότε, το 2006–, γιατί ασχολήθηκε με τις οικοδομές. Πριν απ’ αυτό ήταν οδηγός ταξί. Όλη η οικογένεια ήταν πέρα-δώθε κι αυτό ήταν μια τρέλα, γιατί ήταν όλα στον αέρα. Μια μέρα γύρισα σπίτι και η μητέρα μου είχε μόλις πάει στο Λονδίνο με τον μικρό μου αδερφό και την αδερφή μου, αφήνοντας εμένα και τη μεγάλη μου αδερφή στο σπίτι, και τα κλειδιά του αυτοκινήτου της. Ήμουν 15.
— Και; Πήρες το αυτοκίνητό της;
Φυσικά και το πήρα. Πήρα ecstasy και μετά πήρα το αυτοκίνητο. Τράκαρα στην είσοδο των ΜακΝτόναλντς, ενώ περίμενα να με σερβίρουν. Αντί να οδηγήσω κυκλικά, πήγα ευθεία μπροστά κι έπεσα πάνω σε μια κολόνα στο παρτέρι του πάρκινγκ, και γάμησα το αυτοκίνητο της μάνας μου. Είχα παραγγείλει δύο Happy Meals.
— Δεν σε ενδιέφερε να πας στο Χόλιγουντ;
Όχι, περισσότερο με ενδιέφερε το Μπρόντγουεϊ. Είχα κάνει κάποιες ανεξάρτητες ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους και δεν μου άρεσε που έπρεπε να περιμένω δύο ώρες για να στηθεί ένα πλάνο και μετά να μου λένε «εντάξει, τώρα κάν' το δέκα φορές». Μου είναι πολύ δύσκολο να το ανεχτώ αυτό.
— Και η Ελλάδα ήταν καλύτερη λύση; Τι σε έκανε να έρθεις εδώ;
Το αρχαίο ελληνικό θέατρο που κάναμε στη σχολή. Είναι η βάση για να ξεκινήσεις. Το πρώτο έργο που παίζεις στη σχολή είναι μια ελληνική τραγωδία. Η ελληνική μυθολογία, η ελληνική τραγωδία και τα ελληνικά κείμενα είναι αυτά που αγαπούσα όλη μου τη ζωή, αλλά δεν σκεφτόμουν να γίνω ηθοποιός όταν ήρθα εδώ. Όλα προέκυψαν φυσικά, κατά κάποιον τρόπο. Η δουλειά του ηθοποιού εμφανίστηκε μόνη της. Είναι τρελό, γιατί στο Δουβλίνο έψαχνα 24/7 και ήταν πραγματικά δύσκολο να βρω δουλειά, και όταν ήρθα εδώ γνώρισα κάποιον που θα έκανε κάστινγκ για ένα έργο, πήγα μαζί του και κάποιος μου είπε «θέλεις να δοκιμάσεις κι εσύ για έναν ρόλο;». Το έκανα και πήρα τον ρόλο! Δεν ήταν προσχεδιασμένο όμως.
— Έχεις δει καμιά παράσταση τραγωδίας στην Ελλάδα;
Ναι! Έχω δει τον «Προμηθέα Δεσμώτη», την «Εκάβη», έχω δει επίσης αυτό το τρελό έργο που έχω βάλει και στο βιβλίο μου, δεν γινόταν να μην το βάλω, γιατί ήταν το πιο εξωφρενικό, το πιο αστείο πράγμα που έχω δει. Ήμασταν σε ένα θέατρο στου Ψυρρή, ένα από τελευταία θέατρα που σου δίνουν όλα τα λεφτά από την παράσταση στην πόρτα. Έξω στον δρόμο γινόταν ένα πάρτι, έπαιζαν μουσική από τα ’00s, 50 Cent, πολύ δυνατά – είχαν κλείσει τις πόρτες, αλλά άκουγες ακόμα τη μουσική. Η σκηνή ήταν πολύ δραματική, ένα κορίτσι προσπαθούσε να γεννήσει, αλλά το στραγγάλιζαν και απ’ έξω ακουγόταν απ’ τα ηχεία «whoop that ass», «whoop that ass». Όλοι γελούσαν.
— Έχεις κάνει καλούς φίλους εδώ;
Έχω κάνει εκπληκτικούς φίλους. Οι μισοί είναι Έλληνες και οι μισοί μετανάστες – όταν ήρθα στην Αθήνα ήθελα πάση θυσία να κάνω Έλληνες φίλους. Οι μετανάστες σε κάθε μέρος είναι οι καλύτεροι άνθρωποι του κόσμου. Έχω υπέροχους φίλους που με βοήθησαν με τη φορολογική μου δήλωση, το ΑΜΚΑ, έχουν γίνει μεταφραστές μου, με έχουν μάθει πώς να μη με κλέβουν στον δρόμο, αλλά οι μετανάστες με βοήθησαν να βρω δουλειά στο θέατρο. Έχω πολύ καλούς φίλους, γι’ αυτό αποφάσισα να μείνω εδώ, να μην ξαναγυρίσω στην Ιρλανδία. Ο ήλιος είναι ψηλά στις προτεραιότητές μου και στο τι θεωρώ ποιότητα ζωής. Στην Ιρλανδία παθαίνουν εποχική κατάθλιψη επειδή δεν έχουμε ήλιο το χειμώνα, έχουμε φως μόνο έξι ώρες τη μέρα.
— Πες μου για το θεατρικό στο οποίο συμμετέχεις.
Είναι στα αγγλικά. Ονομάζεται «Είμαι ο Λαβύρινθος» και λέει την ιστορία του Μινώταυρου. Είναι καθηλωτικό: ζωντανή τέχνη, χορός, πολυμέσα. Οι πρόβες είναι πολύ έντονες. Το κοινό παρακολουθεί διαφορετικές σκηνές γύρω από μια τοποθεσία όπου γίνεται η παράσταση. Λέει την ιστορία του Λαβυρίνθου ή του Μινώταυρου από μια διαφορετική οπτική. Παίζεται στο Theatre Of The NO, το καινούργιο αγγλόφωνο θέατρο της Αθήνας, στο Μεταξουργείο. Είναι 6-7 λεπτά από εκεί που μένω και με βολεύει πολύ.