ΓΙΑ «ΑΒΑΤΟ» ΕΙΝΑΙ τίγκα στον κόσμο τα Εξάρχεια κάθε βράδυ. Ειδικά τα σαββατόβραδα. Βολτάροντας αργούτσικα τη νύχτα πριν από λίγες μέρες στο αποπνικτικό από την ζέστη κέντρο –το παλιό κέντρο– της πόλης, ήταν εντυπωσιακή η αλλαγή σκηνικού και ατμόσφαιρας ακόμα και πριν φτάσει κανείς διασχίζοντας το Κολωνάκι, στο νοητό και ψυχολογικό σύνορο της Ασκληπιού. Η αίσθηση μαυσωλείου και νεκροθαλάμου που σκεπάζει την Σκουφά μέχρι εκείνο το σημείο, διακόπτεται απότομα από την δυνατή βοή και τον ορυμαγδό που ακούγεται ξαφνικά από δεκαπέντε διαφορετικές μεριές.
Ανάμεσα στην κατά κανόνα πιτσιρικαρία, και πολλοί ξένοι φυσικά, τουρίστες και μόνιμοι ή ημι-μόνιμοι κάτοικοι (“based in Athens”) που ενδεχομένως δεν έχουν δει ή δεν τους απασχολεί και τόσο ή δεν πιστεύουν ότι αναφέρεται σ’ εκείνους ένα πανό που δεσπόζει τις τελευταίες μέρες στο άτυπο υπαίθριο μουσείο γκραφίτι που είναι η Τζαβέλα και τα πέριξ της, λημέρι του κλιμακίου φανατικών οπαδών της ΑΕΚ στα Εξάρχεια, οι οποίοι και το υπογράφουν.
Οι ρήξεις και τα σποραδικά ντου αποτελούν μέρος της παράστασης που επιτελείται ανά τακτά διαστήματα, την ώρα που οι θαμώνες εξακολουθούν να πίνουν απτόητοι και αμέριμνοι τα κοκτέιλ τους κάτω από κάκιστα διαμερίσματα που ενοικιάζονται ή πωλούνται σε εξωφρενικές τιμές.
«Tourists hipsters digital nomads get out of Exarchia and fuck off» αναγράφει το αεροπανό κι από κάτω με λίγο μικρότερα γράμματα το επιθετικό μήνυμα συμπληρώνεται από την γλαφυρή υποσημείωση / επεξήγηση: «Here is not Disneyland stupid puppets of capitalism» («εδώ δεν είναι Ντίσνεϊλαντ, ανόητες μαριονέτες του καπιταλισμού»).
Μάταιος κόπος, νομίζω, όπως και οι αντίστοιχες –πολύ πιο οργανωμένες και συλλογικές– κινητοποιήσεις στην Βαρκελώνη κυρίως, αλλά και αλλού. Κανένας τουρίστας (ειδικά απ’ αυτούς που πάνε στοχευμένα στα Εξάρχεια) δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του ως τέτοιον. Το ίδιο ισχύει και για τους απανταχού hipsters, τους «φασαίους» (ντόπιους και ξένους) ή τους «ψηφιακούς νομάδες». Όσο για «Ντίσνεϊλαντ», δεν μπορεί να είναι, καθόσον η περιοχή δεν είναι ιδιαίτερα φιλική προς τα μικρά παιδιά, μοιάζει όμως τη νύχτα σαν ένα είδος Βarbieland after dark.
Ζαλίζεται κανείς μέσα στον χορό των σχιζοειδών αντιφάσεων που κρατά ασταμάτητος στα Εξάρχεια, τα οποία έχουν καταφέρει να είναι συγχρόνως ανάχωμα και προπύργιο του gentrification (έχω την αίσθηση ότι η απόδοση του όρου ως «εξευγενισμός» δεν τραβάει πολύ, ούτε εντός ούτε εκτός σαρκαστικών εισαγωγικών). Αντέχουν ακόμα (για πόσο άραγε;) κάποια από τα παλιά μέρη –δισκάδικα, βιβλιοπωλεία, εκδοτικοί οίκοι, τυπογραφεία, οργανοποιεία, ταβέρνες και μπαρ– αλλά η πίεση της «νέας κατάστασης» είναι ασφυκτική.
Νέα, εκτός τόπου –αλλά και εκτός χρόνου, παρά την ψευδαίσθηση τρεντίλας που πουλάνε– μαγαζιά ανοίγουν καθημερινά και τα τραπεζοκαθίσματα πνίγουν τα ούτως ή άλλως λειψά πεζοδρόμια. Οι ρήξεις και τα σποραδικά ντου αποτελούν μέρος της παράστασης που επιτελείται ανά τακτά διαστήματα, την ώρα που οι θαμώνες εξακολουθούν να πίνουν απτόητοι και αμέριμνοι τα κοκτέιλ τους κάτω από κάκιστα διαμερίσματα που ενοικιάζονται ή πωλούνται σε εξωφρενικές τιμές.