Η Λουίζ, μια πετυχημένη και δυναμική δικηγόρος, φθάνοντας μια μέρα νωρίτερα από το προγραμματισμένο στο εξοχικό της σπίτι, συγκινείται όταν αντικρίζει μια θάλασσα από τριαντάφυλλα. Δυστυχώς, όμως, ο σύζυγός της δεν περιμένει αυτήν, αλλά την κατά πολύ νεότερη φίλη του Σάρα. Μάλιστα, βρίσκεται σε διαδικασία κατά την οποία της γράφει ένα γράμμα, εξηγώντας της την πρόθεσή του να την αφήσει. Φυσικά, η ιδιόρρυθμη αλλά κατά τα άλλα ψύχραιμη Λουίζ τού ανατρέπει τα σχέδια. Κατορθώνει να τον αιχμαλωτίσει, να τον δέσει χειροπόδαρα με μια ταινία, αφού πρώτα τον έχει αφήσει αναίσθητο από χτύπημα στο κεφάλι με γλάστρα, και αρνείται να τον απελευθερώσει αν δεν της υποσχεθεί ότι θα προσπαθήσουν μαζί να σώσουν τον γάμο τους.

Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο όταν εμφανίζεται η ανυπόμονη Σάρα και ένας καιροσκόπος κηπουρός. Η Λου (χαϊδευτικό και για το lunatic, όπως δεν παραλείπει να την αποκαλεί ο δύστυχος σύζυγος), τέρας επιμονής, κολλημένη με τον γάμο και την ιδέα της αθανασίας μιας υπόσχεσης που κάποτε δόθηκε με πίστη και ένταση, καταφεύγει σε απίστευτες ακρότητες για να υπενθυμίσει τη φλόγα, αλλά η Μεγκ Ράιαν αποτυγχάνει για μια ακόμη φορά να γίνει ένα πιστευτό ανθρώπινο ον και ταυτόχρονα να δώσει μια κωμική τσαχπινιά που τόσο συχνά το έργο υπαινίσσεται - για να διασωθεί από τον πλήρη διασυρμό, προφανώς.

Το σενάριο έχει υπογράψει η Αντριέν Σέλι, η οποία βρήκε τραγικό θάνατο πριν από μερικά χρόνια, στα 40 της μόλις χρόνια, όταν ένας διαρρήκτης τη σκότωσε στο γραφείο της. Και κατά έναν ανατριχιαστικό τρόπο, η υπο-πλοκή του κλέφτη που εισβάλλει στο σπίτι του προβληματικού ζευγαριού φέρνει στον νου την πραγματική ιστορία της γυναίκας που οραματίστηκε μια παρόμοια κατάσταση. Η Ράιαν χάνει και πάλι τις κρίσιμες σκηνές της, ενώ ο έμπειρος Τίμοθι Χάτον, καλός στο πρώτο μισό, παρασύρεται κουρασμένος από το βασανιστήριο. Αν μη τι άλλο, μια κινηματογραφική παραξενιά ρομαντικού τύπου.