Τον προσεχή Σεπτέμβριο κλείνουν τριάντα χρόνια από την πρεμιέρα του Seven. Ευκαιρία να φρεσκάρουμε στη μεγάλη οθόνη μια ταινία που παραμένει εξίσου συναρπαστική με τότε, κερδίζοντας με το σπαθί της τον τίτλο όχι ενός παράγωγου αλλά ενός άξιου συνεχιστή της Σιωπής των Αμνών, εξελίσσοντας, μάλιστα, την προβληματική της.

 

Στο φινάλε της ταινίας του Τζόναθαν Ντέμι, το Κακό, ενσωματωμένο στο πρόσωπο του Χάνιμπαλ Λέκτερ, περπατά με βήματα αργά και καλοζυγισμένα ανάμεσά μας με μια έπαρση που πηγάζει από την εμπεδωμένη γνώση ότι θα φτάσει στον (εκάστοτε) προορισμό του, δίχως να το σταματήσει κανείς. Ο Φίντσερ, μετά του σεναριογράφου Άντριου Κέβιν Γουόκερ, συνεχίζουν από εκεί που σταμάτησε ο Ντέμι· παίρνουν αυτήν τη δυσοίωνη κατακλείδα και τη μετασχηματίζουν σε δυσβάστακτο μηδενισμό. Στα νοτισμένα, διαβρωμένα από τη φθορά και τη σήψη πλάνα της ταινίας κυριαρχεί η εγκατάλειψη. Ο Θεός δεν ενδιαφέρεται για εμάς, εγκατέλειψε τον κόσμο μας αηδιασμένος, παραδίδοντας τα κλειδιά στον Ένοικο του Κάτω Ορόφου. Και οι εναπομείναντες εκπρόσωποι του Καλού, ενσαρκωμένοι από τους δύο ντετέκτιβ του έργου, είναι καταδικασμένοι να καταφθάνουν πάντα καθυστερημένα για να μαζέψουν τα ανθρώπινα συντρίμμια που αφήνει το Κακό πίσω του.

 

Ασφαλώς ηθικολογικό, αλλά ποτέ διδακτικό, το Seven τραυματίζει τον θεατή του λόγω της (κυριολεκτικά και μεταφορικά) βρόμικης εικονογραφίας και, κυρίως, εκείνης της αίσθησης ματαιότητας και απομόνωσης που παραμονεύει σε κάθε του καρέ. Όταν τελειώνει η προβολή, χρειάζεσαι επειγόντως μια καθησυχαστική αγκαλιά κι ένα μπάνιο, αλλά όχι απαραίτητα με αυτήν τη σειρά.