Είναι δύστροπη ταινία το Universal Τheory. Η δράση τοποθετείται σε επισημονικό συνέδριο στις Άλπεις, όπου υποψήφιος διδάκτορας φυσικής  προσπαθεί να επιβεβαιώσει μια θεωρία που θα ξεκλειδώσει παράλληλες πραγματικότητες και άλλα μυστικά του σύμπαντος. Κατά την παραμονή του εκεί συμβαίνουν διαρκώς περιστατικά που φαίνονται να επιβεβαιώνουν τη θεωρία του. Όποια κι αν είναι αυτή. Γιατί η πλοκή της ταινίας δεν γίνεται ποτέ εντελώς κατανοητή και ούτε είναι φτιαγμένη για να κατανοηθεί μάλλον. Κι όμως, ο Τιμ Κρούγκερ μάς έχει δώσει το κλειδί για να ξεκλειδώσουμε τα μυστικά της ταινίας του, με μια εισαγωγή από το μέλλον – σε σχέση με το παρόν της δράσης πάντα- όταν ο κατάκοπος ήρωας, καλεσμένος σε τηλεοπτική εκπομπή με θέμα το βιβλίο που έγραψε εμπνευσμένος από τα γεγονότα στις Άλπεις, απευθύνει κάλεσμα στην Καρίν, μια γυναίκα που γνώρισε εκεί και ερωτεύτηκε.

 

Κυνηγώντας εμμονικά τη θεωρία του, ο Γιόχαν έχασε την Καρίν – δεν κάνει να σας πούμε πως. Σε μια πορεία αντίστοιχη με εκείνη του Interstellar, που ξεκινά από τις θετικές επιστήμες και τον τεχνοκρατισμό για να καταλήξει στις ενοχές ενός πατέρα, στην αγάπη και στον συναισθηματισμό, το Universal Theory δίνει στο (εξαιρετικό, αν δεν σε έχει πετάξει εκτός η ταινία μέχρι εκεί) τελευταίο του μέρος το πηδάλιο σε έναν τρίτο αφηγητή και μας περιγράφει θρηνητικά τη μετάνοια ενός ήρωα στοιχειωμένου από μια χαμένη ερωτική ευκαιρία. Ο Κρούγκερ επιχειρεί και μια μετάβαση από το ειδικό στο γενικό – δείτε τις ημερομηνίες στην ταφόπλακα στο τέλος- αναφερόμενος στην απώλεια της δεύτερης ευκαιρίας και της ξανακερδισμένης αθωότητας της Ευρώπης κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στην απώλεια της ανθρωπιάς την επόμενη μέρα, λόγω της πριμοδότησης της τεχνοκρατίας. Και, βέβαια, στην απώλεια ενός τύπου σινεμά, στο οποίο το φιλμ στήνει φόρο τιμής. 

 

Με τα ασπρόμαυρα φίλτρα, τις δραματικές αντιθέσεις σκότους και φωτός, τις αντανακλάσεις του τελευταίου σε καθρέπτες και παράθυρα και την παλιομοδίτικη μουσική του – από τα καλύτερα scores που ακούσατε σε αίθουσα μέσα στο έτος- ο Κρούγκερ αναφέρεται σε ένα σινεμά πιο σφιχτοδεμένο, πιο απλό (αλλά και σύνθετο μες στην απλότητα του), το οποίο κάπου χάσαμε στην πορεία. Και τότε γιατί δεν ακολουθεί και το σενάριο του ανάλογο δρόμο; Εύλογη κι ως έναν βαθμό πολύ σωστή η απορία. Γιατί οι καταβολές και ο τρόπος του εγχειρήματος του είναι arthouse. Στα μάτια μας φαίνεται σαν να θέλει να μεταδώσει τη μελαγχολία του για τους χαμένους κινηματογραφικούς παραδείσους με τον τρόπο αυτής της σχολής σινεμά. Έτσι, όμως, χάνει και τον κλασικιστή θεατή, που θα αγκάλιαζε την ταινία και θα βρει οπαδούς μόνο σε όσους σκύψουν για να εντοπίσουν τον πόνο του …πονήματος, πίσω από σωσίες και κβαντικές θεωρίες, πίσω από την αποθέωση του στιλ. Μάς το είπε και στην εισαγωγή ο κεντρικός χαρακτήρας άλλωστε: το βιβλίο του δεν είναι μυθιστόρημα κι ας έχει όλα τα χαρακτηριστικά της μυθοπλασίας. Είναι καμωμένο από αίμα, δάκρυα κι ιδρώτα. Από αληθινό, προσωπικό συναίσθημα. Και μάλλον ισχύει το ίδιο και για την ταινία.