Είκοσι πέντε χρόνια μετά τα Φτηνά Τσιγάρα παραμένουν η γοητεία της πόλης όταν ντύνεται και κρύβεται στα βραδινά της φώτα και η παράξενα αισιόδοξη μελαγχολία του Ρένου Χαραλαμπίδη, ωστόσο δεν υπάρχει πια η Αθήνα του 2000, η αλλοτινή νιότη, ο Τσάκωνας ή ο πυρετός της νύχτας που μπορεί να μην οδηγηθεί πουθενά – κυρίως ο ήρωας δεν έχει φύγει μόνο από την ανθρώπινη επαφή αλλά και από τη ζωή την ίδια. Μόνος πλέον, ο νυχτερινός εκφωνητής ραδιοφώνου (κάνει πως) σβήνει τα κεράκια στα σημαδιακά γενέθλια μισού αιώνα και το γιορτάζει υπό τους ήχους της άριας των Αλιέων Μαργαριταριών του Μπιζέ, αναζητώντας μια απωθημένη φαντασίωση, την ακυρωμένη σχέση με μια κοπέλα που του έδωσε ραντεβού στα 50 του, όταν επιτέλους θα εγκατέλειπε το ανώριμο παιδί που γνώρισε και ερωτεύθηκε, αν ποτέ αποφάσιζε να ενηλικιωθεί.

 

Ο Nightfly των ερτζιανών το κάνει δημοσιοποιώντας στους ακροατές του τα μηνύματα από τις παλιές κασέτες του αυτόματου τηλεφωνητή (ένα ωραίο εύρημα που ενώνεται αρμονικά με το φινάλε), ελπίζοντας να την εντοπίσει μέσα από την τολμηρή του έκκληση. Λιγοστοί κοινοί γνωστοί ανταποκρίνονται. Στο μεταξύ ο μποέμ, πάλαι ποτέ εύζωνας, που κάποτε περπατούσε χορευτικά, όπως του υπενθυμίζει η ηχογραφημένη ανάμνηση της ενθουσιώδους, ορμητικής, παθιασμένης «γυναίκας στο τηλέφωνο» περιμένει και ταυτίζεται με τα ακίνητα αγάλματα, σαν μνημείο που κομπιάζει μπροστά στον χρόνο που γλίστρησε από τα χέρια του.

 

Με γενναία αυτοαναφορικότητα, ο σκηνοθέτης, σεναριογράφος και πρωταγωνιστής του Νυχτερινού Εκφωνητή Ρένος Χαραλαμπίδης κοιτάζεται στον καθρέφτη της χαριτωμένης εκδοχής του νεότερου εαυτού του, αποδομεί σε ένα ενδιαφέρον rewind τη χίμαιρα μιας μεγάλης χαμένης ευκαιρίας και, παρέα με τζαζ υπογραμμίσεις και γλυκόπικρες ρήσεις, εκφωνεί ίσως τον πιο ειλικρινή κινηματογραφικό σολιψισμό του.