Πρωταγωνίστρια είναι η Χόλι Γκολάιτλι με το επιτηδευμένο ονοματεπώνυμο, που η ομορφιά είναι το συγχωροχάρτι της, μια νέα γυναίκα από την επαρχία με σκοτεινό παρελθόν που υποδύεται τη Νεοϋορκέζα και συνοδεύει πλούσιους κυρίους επί χρήμασι – το 1961 δεν μπορούσαν να δηλώσουν μια σταρ ως σεξεργάτρια, ειδικά όταν δεν επρόκειτο για κοινωνικό δράμα που προοριζόταν για μεγάλα βραβεία. Στον δρόμο της Χόλι θα βρεθεί ο φιλόδοξος συγγραφέας Πολ Βάρτζακ που αναγκάζεται να επιβιώνει ως ζιγκολό σε μια πολύ ακριβή πόλη για φτωχούς καλλιτέχνες. Θα ερωτευθούν ή, μάλλον, θα συναντηθούν πραγματικά μέσω του έρωτα, έστω κι αν πρέπει να περάσουν από εμπόδια, κλάματα, ψέματα και αποκαλύψεις σε ένα φινάλε βροχερό σε μια αλέα, παρέα με μια γάτα χωρίς όνομα. Η Χόλι είναι το alter ego του Καπότε, η περιζήτητη πεταλούδα της νύχτας που πάντα ήθελε να είναι, και ως έναν βαθμό κατάφερε να την ενσαρκώσει στις εφήμερες δόξες του, ενώ ο Βάρτζακ είναι η ανδρική του φαντασίωση μπροστά στον καθρέφτη της ματαιοδοξίας, ένας συγγραφέας ψηλός και ξανθός σαν γόης του σινεμά, ταλαντούχος αλλά struggling, αναγκασμένος να κάνει υποχωρήσεις και να ξεπουληθεί σε ένα είδος βαμπιρικής society, περιμένοντας ο κόσμος να αντιληφθεί τις δυνατότητές του. Μέχρι να γίνει αυτό, είναι καλός φίλος και εξομολόγος της αγίας τροτέζας, της Χόλι, κάτι που συνέβαινε μεταξύ του Καπότε και της κολλητής του, επίσης συγγραφέα, Χάρπερ Λι.

 

Γυρισμένο σε ένα μάλλον συμβατικό στυλ χολιγουντιανού μελοδράματος με κωμικές πινελιές, στο γοητευτικό, αιθέριο Πρόγευμα στο Τίφανις «τρέχει» μια υπόγεια αναστάτωση πέρα από τη σαμπανιζέ βιτρίνα του, σαν να πρόκειται να συμβεί κάτι κακό που κανείς δεν θέλει ν’ ακούσει (και συμβαίνει), και αναπτύσσονται με άνεση δυο πολύ φωτογενείς χαρακτήρες, δίνοντας την ευκαιρία στην Όντρεϊ Χέπμπορν, μετά το ακαριαίο Όσκαρ για το ντεμπούτο της με το Διακοπές στη Ρώμη επτά χρόνια νωρίτερα, να ενηλικιωθεί με χάρη, μετά από βαριές απόπειρες μετάβασης στο δράμα, π.χ. με το Πόλεμος και Ειρήνη. Η καταπληκτική σκηνή της ταινίας είναι αυτή του πάρτι, πολύ χαρακτηριστική του χαοτικού, πολυπρόσωπου ύφους του Έντουαρντς, με μέθη και παραλογισμό, κόσμο και κλασικό διάλογο αυτόν που ο σπουδαίος Μάρτιν Μπάλσαμ ρωτάει επίμονα τον Πέπαρντ αν η Χόλι «είναι ή δεν είναι». Φυσικά, αναφέρεται στο πρόσωπο που υποδύεται και αναρωτιέται για την αυθεντικότητα πίσω από τη μάσκα. Αυτό είναι και το νόημα του ρηχού μυστηρίου της: η περσόνα που η μικρή επαρχιώτισσα Λούλα Μέι έπαιξε στην εντέλεια και κανείς, ούτε καν η ίδια, δεν ήθελε να μάθει από πού κρατάει η σκούφια της ούτε τι πραγματικά θέλει, αφού επαναλαμβάνει το παραμυθάκι της αεράτα και πειστικά και η ζωή της είναι τόσο γλυκιά και ωραία, σαν ένα κρουασάν το χάραμα μπροστά από το κοσμηματοπωλείο του Tiffany’s και το δροσερό «Moon River» του Χένρι Μανσίνι που πήρε Όσκαρ τραγουδιού, όπως και η μουσική του επένδυση για την ταινία. Η Πατρίσια Νιλ στον ρόλο της sugar mamma του Πέπαρντ δείχνει κυνικά και βαρύτονα την κλάση της, ενώ ο Μίκι Ρούνι ως εκνευρισμένος γείτονας του πάνω ορόφου δίνει μια παράσταση με αμφίεση Ιάπωνα που είναι πλέον τελείως άκυρη, και με το ζόρι κωμική, ούτως ή άλλως.