Σε παραγωγή, σκηνοθεσία, σενάριο, μουσική, φωτογραφία και μοντάζ(!) του Γκιντς Ζιλμπαλόντις, το Flow των μηδενικών διαλόγων και της περίσσιας χάρης είναι όχι μόνο ένα σπουδαίο animation –ίσως το πιο πρωτότυπο από το Έχασα το σώμα μου του Ζερεμί Κλαπέν πριν από πέντε χρόνια– αλλά και μία από τις μεγάλες ταινίες της χρονιάς, απλή στο μεγαλείο της και ουσιαστική στην περιπετειώδη εξέλιξή της. Μια γάτα που δεν φοβόταν το νερό είναι η βασική ηρωίδα μιας ασταμάτητης περιπλάνησης στον πλημμυρισμένο πλανήτη μας – δεν ξέρουμε από τι προήλθε η καταστροφή μετά τον μεγάλο κατακλυσμό, όπως εύλογα δεν θα μπορούσε να το γνωρίζει μια γάτα! Με μοναδικά απομεινάρια πολιτισμού μερικά γιγαντιαία αγάλματα και παντελή απουσία ανθρώπων, η χλωρίδα έχει μετατραπεί σε ένα επικίνδυνο νωπό χωράφι με λιγοστά ξέφωτα ηρεμίας, ειδυλλιακά μόνο μέχρι να ξεσπάσει η επόμενη τρομερή μπόρα που θα οδηγήσει σε υπερχείλιση και νέα προβλήματα για το μικροσκοπικό σκουρόχρωμο τετράποδο.
Μαζί του, ένας παιχνιδιάρης σκύλος, ένα τραυματισμένο πτηνό, ένας λεμούριος με εμμονή στον καθρέφτη του κι ένα καπιμπάρα (υδρόχοιρος, τρωκτικό-μπελάς) συνοδεύουν συμπληρωματικά και αντίρροπα μια αντιπροσωπεία της μικρής κιβωτού του Νώε, βρίσκοντας πλεούμενα με αμφίβολο προορισμό και αναπνέοντας για λίγο σε χερσαία διαλείμματα από την αέναη περιπλάνηση, απορημένα, αποπροσανατολισμένα, έρμαια μιας συνθήκης που δεν δείχνει να έχει τελειωμό. Ερμηνεύοντας νατουραλιστικά μια μετα-αποκαλυπτική εκδοχή του κόσμου όπως τον ξέρουμε, ο Λετονός σκηνοθέτης που οδήγησε τη χώρα του στην πρώτη υποψηφιότητα στην ιστορία της στην πεντάδα των διεθνών ταινιών, μιλάει εύγλωττα και δυναμικά με τη μουσική και το μοντάζ (ο Ζακ Τατί και το σινεμά του ενέπνευσαν τον Ζιλμπαλόντις στη βωβή αφήγηση), αυξομειώνοντας την ένταση και κατεβάζοντας ταχύτητες στις συγκινητικές στιγμές αυτογνωσίας, με αποκορύφωμα την εναρκτήρια και την τελική σεκάνς, όταν τα ζωάκια κοιτάζουν τον εαυτό τους στο ως εκ θαύματος ακίνητο νερό, σε μια αντανάκλαση ειδώλων δηλωτική και σημαίνουσα – ένας μικρός θρίαμβος χειροποίητου, στοχαστικού και αεικίνητου κινηματογράφου που κολυμπάει δεξιοτεχνικά μακριά από τις κλισέ νάρκες και τις αναμενόμενες στροφές του είδους.
Σαν τη θεομηνία της ταινίας, τα βραβεία πέφτουν βροχή για το Flow, από τις πρώτες του προβολές στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα στις Κάννες και στο εξειδικευμένο Φεστιβάλ του Ανεσί. Είναι η πρώτη ταινία που σάρωσε τα βραβεία κριτικών του Λος Άντζελες, της Νέας Υόρκης, του National Board of Review, παίρνοντας και τη Χρυσή Σφαίρα Κινουμένου Σχεδίου Μεγάλου Μήκους, μετά τους Απίθανους της Pixar. Επιπρόσθετα, γίνεται η τρίτη ταινία του είδους που προτείνεται για το Διεθνές Όσκαρ (εξαιρώντας το Missing Picture του Καμποτζιανού Ρίτι Παν, που χρησιμοποίησε εν μέρει φιγούρες από πηλό), μετά το Βαλς με τον Μπασίρ και τη Φυγή, η οποία διατηρεί το προνόμιο να είναι η μοναδική με τριπλή υποψηφιότητα στην κατηγορία της διεθνούς ταινίας, του animation και του documentary, αν και χωρίς νικηφόρο αποτέλεσμα. Η αποδοχή από την κριτική μιας τόσο απρόσμενης καλλιτεχνικής επιτυχίας δίνει ορατότητα σε έναν άγνωστο σκηνοθέτη από μια κινηματογραφικά άγνωστη χώρα και φέρνει στο προσκήνιο μια ταινία-πρότυπο σύλληψης και αφήγησης που ενώ κάνει μια τόσο εμφανή προειδοποίηση για την οικολογική καταστροφή αποφεύγει με περίτεχνο τρόπο τον διδακτισμό.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0