Ντροπαλός, ψαρωμένος, σκυφτός, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, ο έφηβος Ντίλαν φτάνει στη Νέα Υόρκη για να βρει την τύχη του και κυρίως να συναντήσει τα είδωλά του. Πέφτει πάνω τους σ’ ένα νοσοκομείο: ο θρύλος Γούντι Γκάθρι είναι πλέον πολύ άρρωστος και νοσηλεύεται σε θάλαμο εξαιτίας της νευρολογικής του πάθησης, ανήμπορος να μιλήσει, επικοινωνώντας με νεύματα, χτυπήματα σε σκληρές επιφάνειες και μουγκρίσματα που καταλαβαίνει απόλυτα ο καλύτερος μαθητής και πιστός του φίλος Πιτ Σίγκερ, αφοσιωμένος διάκονος του τραγουδιού διαμαρτυρίας, ήδη υπόδικος για τις σοσιαλιστικές του ιδέες. Αμέσως ο νεαρός βγάζει την πραμάτεια του, κιθάρα και φυσαρμόνικα, και δείχνει από τι υλικό είναι πλασμένος. Ο Γκάθρι εντυπωσιάζεται, το ίδιο και ο μόνιμα εγκρατής Σίγκερ. Νομίζουν πως ο Ντίλαν θα παραλάβει τη σκυτάλη. Είναι όμως γελασμένοι, όπως πολλοί άλλοι που αγάπησαν τον σπουδαίο ποιητή και τραγουδοποιό θεωρώντας τον «δικό τους», πριν αντιληφθούν πως πρόκειται για τον πιο άπιαστο υδράργυρο στην ιστορία της παγκόσμιας μουσικής σκηνής.

 

Το A complete unknown δεν προσποιείται πως θα βγάλει λαβράκι σκάβοντας στην ψυχή ενός γρίφου – άλλωστε το ιδιοφυούς σύλληψης I’m not there του Τοντ Χέινς κάλυψε με το πολυπρόσωπο, ακόμη και σε γένη, φυλές και ηλικίες, καστ του την καλλιτεχνικά σχιζοειδή περίπτωση ενός καλλιτέχνη που δεν φορούσε μάσκες αλλά άλλαζε ζωές – a slow train coming με διαφορετικά βαγόνια. Γι’ αυτό και δεν απαντά στην ερώτηση-παγίδα «ποιος ήταν τελικά ο Μπομπ Ντίλαν», προτιμώντας να αφήσει την πέτρα να κυλήσει στην πιο κρίσιμη φάση της ζωής και της καριέρας του, τότε που εξελίχθηκε σε έναν ζωντανό μύθο κάπως ερήμην του και σίγουρα παρά τον εσωστρεφή χαρακτήρα του, και ένιωσε τόσο άβολα, ώστε αναγκάστηκε να αναχωρήσει προς μια άλλη κατεύθυνση, γκαζώνοντας τη μηχανή του και γυρίζοντας την πλάτη στην πρώτη του οικογένεια. Βασισμένος στο Dylan goes electric του μουσικού και δημοσιογράφου Ελάιτζα Γουόλντ, ο τέλειος, και τελείως άγνωστος Μπόμπι Ντι για τους λιγοστούς φίλους του γνωρίζει την καταξίωση, ιππεύοντας το ήσυχο ρεύμα της αμερικανικής λαϊκής μουσικής μέχρι να συνειδητοποιήσει πως μέσα του συνωστίζονται πολλοί παραπάνω ήχοι και στίχοι και πιέζουν να αναδυθούν ορμητικά και… ηλεκτρικά. Καλωδιώνοντας τη μουσική του στους ενισχυτές και προσθέτοντας όργανα ανήκουστα στο στενό μονοπάτι της folk, ο Ντίλαν το γύρισε στο έντεχνο, αγκάλιασε τον στακάτο πόνο των blues και αντιμετωπίστηκε ως αιρετικός από τους purists, φέρνοντας ακόμη και τον πράο Σίγκερ, αρνητή κάθε δογματισμού και συναινετικό σε βαθμό αγιοσύνης, σε αμήχανη θέση – με την υψηλή «υποκριτική» νοημοσύνη του ο Έντουαρντ Νόρτον αναδεικνύει ακόμα και τις πιο ανεπαίσθητες ανησυχίες του ακτιβιστή με το μπάντζο και ερμηνευτή του αθάνατου «If I had a hammer». Η πατρική φιγούρα που προφανώς αναζητούσε –ανάμεσα στις πολλές επιδιώξεις του– ο Ντίλαν ήταν από τα πρώτα πρόσωπα που κακοκάρδισε, όχι όμως και το μόνο. Οι γυναίκες της ζωής του επηρεάστηκαν από την αυξανόμενη φήμη του και την ασταθή συμπεριφορά του. Ο Τιμοτέ Σαλαμέ πετυχαίνει κάτι πολύ δύσκολο: να αποδώσει τον Ντίλαν σαν έναν άνθρωπο που κρύβεται ακόμη και από τον ίδιο του τον εαυτό μπροστά σε άλλους, πίσω από τα γυαλιά του, βυθισμένος σε μια πολυθρόνα, σε πάρτι και σε μπαρ, εκτός από τις ελάχιστες φορές που δημιουργεί ένα σκαρίφημα, γράφει και σβήνει στιχάκια που μισό αιώνα μετά του χάρισαν Νόμπελ, προβάρει μια μελωδία ή πάλλεται στη σκηνή, θαυμάζοντας έναν συνεργάτη του ή βγάζοντας επιτέλους αυτό που είχε στο μυαλό του. Επιπρόσθετα, συντονίζεται φωνητικά και μουσικά, προοδευτικά αναπτύσσοντας την εσωστρέφεια σε απωθημένη οργή, έτσι όπως ξέσπαγε άτσαλα και μασούσε ένρινα τις κουβέντες του, με προσβλητική αψάδα προς τους ανθρώπους που νοιάζονταν γι’ αυτόν. Ώρες-ώρες είναι σαν να βλέπεις έναν προφήτη που φτάνει στον τόπο που θα λατρευτεί, κάνει το θαύμα του, σταυρώνεται (Ιούδα τον φώναξαν στο Νιούπορτ) και αναλήπτεται στους ουρανούς. Ο Σαλαμέ διαισθητικά πιάνει τη μεσσιανική αναφορά και κάνει λίγα, υπονοώντας πολύ περισσότερα. Είναι σπουδαία performance, χωρίς να το παίζει εντυπωσιακή – σίγουρα στην τριάδα της χρονιάς μαζί με τον Ρέιφ Φάινς και τον Έιντριαν Μπρόουντι.

 

Εκεί που ο Τζέιμς Μάνγκολντ, με την πείρα του Walk the Line, απογειώνει την ταινία του είναι στη μουσική, στο παρασκήνιο που τη γέννησε και στην εκτέλεσή της με καθηλωτικό ηχητικό, μοντάζ και δραματική πιστότητα στα τεράστια κομμάτια που τραγούδησε live ο Ντίλαν, μόνος ή σε ντουέτο με την Τζόαν Μπαέζ, την οποία υποδύεται η Μόνικα Μπαρμπάρο μελωδικότατα, ειδικά αν αναλογιστούμε πως έμαθε να τραγουδά ειδικά για τις ανάγκες της ταινίας. Τα τραγούδια, ευδιάκριτα Ντίλαν, αν και πιο φιλικά στο αυτί, λιγότερο «βρόμικα», ουσιαστικά αφηγούνται την ιστορία ως μέρος μιας μυθικής σελίδας των rock ‘n’ roll χρονικών, υποκαθιστώντας το αναγκαστικό κενό του χαρακτήρα ενός frustrated και εμπνευσμένου αγνώστου ευτυχώς όχι αποστειρωμένα αλλά οργανικά – θα τα απολαύσετε, ακόμη κι αν δεν είστε φανατικοί ντιλανολόγοι. Το πρόβλημα είναι πως, ελλείψει άλλου τρόπου αντίδρασης στο ψυχολογικό σκοτσέζικο ντους στο οποίο υπέβαλλε ο Ντίλαν τους εμπλεκόμενους στη ζωή του, ο Μάνγκολντ βάζει πολύ κόσμο να τον χαζεύει με δέος, σαν να έχουν όλοι χάσει τα λόγια τους μπροστά σε μια ιερή αποκάλυψη, κάτι που αδικεί τη μούσα και έρωτα της ζωής του, τη Σουζ Ροτόλο/Σιλβί Ρούσο στην ταινία, ξεκρέμαστα ενσαρκωμένη από την Ελ Φάνινγκ.