Άλλες τρεις φορές έχουν μεταφερθεί οι περιπέτειες των Τεσσάρων Φανταστικών στο σινεμά, συμπεριλαμβανομένης εκείνης της φτηνιάρικης του Ρότζερ Κόρμαν στα ’90s, που γυρίστηκε για να διατηρήσει τα δικαιώματα η εταιρεία Constantin Films, δίχως καμία πρόθεση να προβληθεί ποτέ – από τις άπειρες ιστορίες κινηματογραφικής τρέλας που μας έχει προσφέρει το μαγικό βασίλειο του Χόλιγουντ. Καμία από τις επόμενες απόπειρες δεν γοήτευσε την κριτική, ούτε αγαπήθηκε ιδιαιτέρως από τους φαν, συνεπώς ο πήχης ήταν, έτσι κι αλλιώς, χαμηλά και διάφορα επαινετικά quotes που θα κατακλύσουν τα social media τις επόμενες μέρες, τύπου η «καλύτερη ταινία Fantastic Four που είδαμε ποτέ», έχουν μηδενική βαρύτητα.

 

Λαμβάνοντας ως δεδομένο το παράδοξο οι καλύτερες ταινίες του υπερηρωικού είδους να έχουν γυριστεί πριν από τη μεγάλη εμπορική ακμή του –πρωτοφανές στην κινηματογραφική ιστορία– και ότι παραγωγοί και δημιουργοί μαζί έχουν εγκαταλειφθεί σε μια στείρα προσπάθεια εξυπηρέτησης του είδους, οι προσδοκίες μας από ταινίες σαν το Fantastic Four: First Steps βρίσκονται πια περίπου στο επίπεδο του πατώματος και απολαμβάνουμε  απλώς τις μικρές χαρές που μπορούν να μας δώσουν. Στην περίπτωση αυτής της ταινίας οι χαρές εντοπίζονται στην πλήρη υιοθέτηση του ρετροφουτουρισμού, στη νοσταλγία ενός μέλλοντος όπως το φαντάστηκαν τα ’60s, εποχή κατά την οποία εκτυλίσσεται η δράση της ταινίας. Η σκηνογράφος και η ενδυματολόγος της ταινίας έχουν κάνει θαύματα και φρόντισαν ώστε η όψη τoυ Fantastic Fours: First Steps να μη θυμίζει κάποια άλλη του MCU. Κι αν ο σκηνοθέτης Ματ Σάκμαν διέθετε γνήσια επική στόφα και δεν αφηνόταν στην παραγωγή και στις εμπνεύσεις των τεχνικών του για να καλύψουν την πλανοθετική του ένδεια και την άγνοια της κινηματογραφικώς εννοούμενης χειραγώγησης του ρυθμού προς όφελος του δέους, ίσως να ήταν και η πιο εντυπωσιακή – ένας τίτλος που κερδίζει εύκολα ο Doctor Strange του Σκοτ Ντέρικσον, με τις νολανικές αναδιπλώσεις του αστικού τοπίου.

 

Το σενάριο ρίχνει τον σπόρο μιας σύγκρουσης ανάμεσα στο μυαλό, που εκπροσωπεί ο Ριντ Ρίτσαρντς, και στην καρδιά, που πρεσβεύει η Σου Ρίτσαρντς, με τον υπερδιαστημικό φαταούλα που ακούει στο όνομα Γκαλάκτους να θέτει το σχετικό δίλημμα, αλλά χρόνος, χώρος και διάθεση για να αναπτυχθούν θεματικές και να μιλήσουν αυτές οι ταινίες για κάτι πέρα από το είδος τους δεν υπάρχει, όπως είπαμε παραπάνω. Υπάρχει, όμως, ένας Γκαλάκτους πιστός στα κόμικ προς τέρψιν των φαν – αν και οι εκτός χορού ίσως βρουν λίγο σαχλή την εικόνα του και αναρωτηθούν πώς είναι δυνατό μια θεότητα στο ύψος του πύργου Απόλλωνα στους Αμπελόκηπους να μπορεί να χάψει ολόκληρους πλανήτες. Ας μην ξεχνάμε ότι για κάποιους θεατές εκεί έξω η πειστική αναπαράσταση των ιλουστρασιόν σελίδων είναι αρκετή.

 

Από την πρωταγωνιστική τετράδα αδύναμος κρίκος αποδεικνύεται ο Πέδρο Πασκάλ. Φοβόμαστε πως το πρόβλημα που αντιμετώπισε μαζί του ο Ματ Σάκμαν είναι ίδιο με εκείνο που είχε ο Χίτσκοκ με τον Πολ Νιούμαν στο Torn Curtain. Ο Χιτς ήθελε από τον ηθοποιό του ερμηνεία σταρ, εκείνος, όμως, προσπαθούσε να εντοπίσει τα συναισθήματα του χαρακτήρα του σε κάθε σκηνή, να εσωτερικεύσει την αγωνία του, να φέρει δραματικό άχθος σε μια ταινία που στόχευε στην (υψηλής ποιότητας) ελαφρότητα. Όπως ο Χιτς συνάντησε τον Νιούμαν λίγα χρόνια νωρίτερα –ο Νιούμαν του The Sting θα του έδινε ακριβώς αυτό που ζητούσε– έτσι κι ο Σάκμαν βρίσκει τον late bloomer Πασκάλ στην εποχή που βράζει το αίμα του και θέλει να αποδείξει τι αξίζει – «θέλει να παίξει», όπως θα λέγαμε χαριτολογώντας. Ίσως στην επόμενη περιπέτεια των Τεσσάρων Φανταστικών ο Πασκάλ να έχει κατακτήσει εκείνη την ανεπιτήδευτη χαλαρότητα του σταρ και καταφέρει να συγχρονιστεί με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας ώστε να λειτουργήσουν αρμονικά, ως κινηματογραφική οικογένεια.