Η Ανόρα του τίτλου είναι μια συνοδός που προτιμά το υποκοριστικό Άνι, για να απομακρυνθεί όσο μπορεί περισσότερο από τις ουζμπεκικές ρίζες της γιαγιάς που τη μεγάλωσε. Σεξεργάτρια σε strip club στο Μανχάταν, μένει με την αδελφή της στο ταπεινό Μπράιτον Μπιτς, διεκδικεί δυναμικά τα χρήματα και τα δικαιώματά της, τη λέει στο αφεντικό και στις ενοχλητικές συναδέλφους της, ξεχωρίζοντας τις καλόκαρδες, και πέφτει στην περίπτωση ενός 20χρονου Ρώσου γόνου ολιγαρχών που τη γουστάρει, τη νοικιάζει για μία εβδομάδα με πάρτι και σεξ και, πάνω στην τρέλα και το ξεφάντωμά τους, της προτείνει γάμο στο Λας Βέγκας. Μετά από εύλογη, αν και σύντομη παύση δισταγμού, εκείνη δέχεται, ο Ιβάν της δεν το λέει στους γονείς που σιχαίνεται, όπως ισχυρίζεται, εκείνοι όμως το μαθαίνουν και βάζουν τα πρωτοπαλίκαρα από την Αρμενία, που προφανώς δεν φυλάνε σωστά τον μικρό, να ακυρώσουν τον γάμο.

 

Όταν τα πράγματα δεν πάνε κατ’ ευχήν, αποφασίζουν να πετάξουν από τη Μόσχα στην Αμερική, για να τακτοποιήσουν ακόμα μία απερίσκεπτη ζαβολιά του κακομαθημένου κανακάρη. Ο Σον Μπέικερ φτιάχνει ταινίες για συγκεκριμένο περιβάλλον, επενδύοντας με αφοσίωση και λεπτομέρεια στους χαρακτήρες που το κατοικούν, λες κι εκείνοι βρίσκονταν πάντα εκεί, αγνοώντας πως υπάρχει σκηνοθέτης που τους κατευθύνει. Οι ήρωές του αποκτούν μια αξιοζήλευτη αυτονομία, αναπτύσσονται χωρίς παρεμβάσεις και κυρίως με απουσία του ηθικολογικού βλέμματος του σκηνοθέτη: το μοντάζ φαίνεται να τους παρακολουθεί, αντί να σπάει τη δράση τους.

 

Η Ανόρα γίνεται μια ακόμη συναρπαστική, ευάλωτη και winning ηρωίδα στην πινακοθήκη του και η εκπληκτική Μάικι Μάντισον, γνωστή από το τηλεοπτικό «Better Things» και τον μικρό της ρόλο στο Κάποτε στο Χόλιγουντ του Ταραντίνο, αιχμαλωτίζει με την ωμή ενέργεια και την ικανότητά της να αλλάζει ταχύτητες, εγκλωβισμένη στο σύμπλεγμα ταξικής και κοινωνικής κατωτερότητας που αναγκαστικά τη διακατέχει μέχρι το υπέροχο φινάλε στο αυτοκίνητο, με τον αγαπημένο που δεν διανοήθηκε πως μπορεί να βρει. Αν η Disney, διά της τότε θυγατρικής της Touchstone Pictures, είχε τολμήσει να γυρίσει το Pretty Woman πιο ρεαλιστικά και λιγότερο «φαντασιακά», σύμφωνα με το αρχικό σενάριο που απορρίφθηκε με συνοπτικές και αυθαίρετες διαδικασίες studio επιβολής, η ταινία δεν θα αποκτούσε ποτέ την υγιή εικόνα που έφτασε να εμπνέει κοριτσίστικα όνειρα (δεν έχουν ιδέα για το αρχαιότερο επάγγελμα, αν ρωτήσετε), σίγουρα δεν θα έκανε την αστρονομική εμπορική επιτυχία που γνώρισε και τελικά δεν θα μάθουμε ποτέ ποια θα ήταν η συνέχεια στην καριέρα της Τζούλια Ρόμπερτς με έναν ρόλο σαφώς πιο ανόθευτο και αντιπαθή.

 

Αντιστρέφοντας τις ηλικίες, η Άνι πιάνει την καλή με τον νεαρότερο Ιβάν, εν γνώσει της εκμεταλλεύεται την παρορμητική ανωριμότητά του (κάνει τούμπες όταν τη βλέπει, παίζει βιντεοπαιχνίδια στο μεσοδιάστημα), κρύβει τα όποια αισθήματά της πίσω από το όνειρο της απόδρασης από την αδιέξοδη ανέχεια, ορμά σαν ταύρος σε υαλοπωλείο όταν απειλούν να της χαλάσουν το παραμύθι οι μπράβοι, κλοτσώντας και ουρλιάζοντας σαν να βλέπει ένα ζωντανό εφιάλτη, και μάταια ψάχνει τον άφαντο πολύτιμο γαμπρό – σαν τον μπέμπη που τρέμει μπροστά στην προοπτική να πάει τσακωτός πίσω στο γκουλάγκ και να πρέπει να τον εξευτελίσει η δράκαινα μάνα του.

 

Από τη μέση κι έπειτα, το Anora εξελίσσεται σε τρελή κωμωδία, κάτι ανάμεσα σε μανιακή περιπέτεια παραλογισμού των Safdies και φρεσκαρισμένο screwball στο σεβάσμιο στυλ του Πίτερ Μπογκντάνοβιτς και των παλιότερων μετρ του είδους που ειδικεύονταν σε απονενοημένες σχέσεις πάμπλουτων με φτωχές, ελαστική σε έκταση και διακυμάνσεις, που φαντάζομαι πως ο Μπέικερ επιδιώκει για να προσθέσει μια αληθοφανή αρρυθμία στο άναρχο χάος που προκαλείται από τις αλυσιδωτές αντιδράσεις. Το ταλέντο της Μάντισον και το γούστο του Μπέικερ διατηρούν υψηλό το ενδιαφέρον και την ανθρωπιά που κρύβεται πίσω από τις παρεξηγήσεις και τους εξευτελισμούς.

 

Μείνετε μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο για να διαπιστώσετε ποια είναι πραγματικά η Ανόρα σε ένα από τα αξέχαστα κινηματογραφικά φινάλε – συγκινητικό ξεγύμνωμα της ψυχής με τη γλώσσα του σώματος. Πανευτυχής, η πρόεδρος της κριτικής επιτροπής Γκρέτα Γκέργουιγκ παρέδωσε στο Ανόρα τον Χρυσό Φοίνικα στο φετινό Φεστιβάλ Καννών, που πλέον προβάλλει ως το πρώτο φαβορί της σεζόν για τις σημαντικές κατηγορίες των Όσκαρ που έρχονται.