Για να έρθουμε στα λόγια του Στελάρα, το «Υπάρχω» είναι τίμιο και φιλότιμο, μια βιογραφία που ψάχνει, διακριτικά και κάπως περιγραφικά, τα σώψυχα του σπουδαίου τραγουδιστή χωρίς να του βγάλει την ψυχή, διασχίζοντας τα χρόνια της καλλιτεχνικής του ενηλικίωσης και του πολύ προσωπικού του αξιακού κώδικα, αποφεύγοντας τη συγχυτική (και συγχυσμένη) εικόνα που επικοινώνησε στην τελική φάση της ζωής του − ένα μιντιακό σίριαλ που δυστυχώς παρακολουθήσαμε και δεν θα ήταν καθόλου χρήσιμο στο point της ταινίας.

 

Το θέμα του «Υπάρχω» είναι η φωνή πίσω από το αίνιγμα, κάτι που εξηγεί αρκετές από τις αντιφάσεις του λαϊκού εμβλήματος που λέγεται Στέλιος Καζαντζίδης: στο τραγούδι, και στο ψάρεμα για να είμαστε ακριβείς, κατέφευγε ο εκφραστής του συλλογικού πόνου και των ξενιτεμένων, όταν αδυνατούσε να βγάλει άκρη με την πολυπλοκότητα των προσωπικών του σχέσεων και τη ζούγκλα της δισκογραφίας και της νύχτας, έναν χώρο που υπηρέτησε αλλά αντιμετώπισε με μια βαρύθυμη δυσπιστία, η οποία αποτυπώνεται πειστικά στην ταινία του Γιώργου Τσεμπερόπουλου.

 

Με το κλασικό εύρημα του φίλα προσκείμενου δημοσιογράφου (ο Δημήτρης Καπουράνης ως Γιώργος Λιάνης) που παίρνει συνέντευξη από τον αποτραβηγμένο και μπαϊλντισμένο από τις «κακές» εταιρείες βάρδο μέσα στη βάρκα του, ο Καζαντζίδης (Χρήστος Μάστορας) εξομολογείται σκέψεις και αναμνήσεις ανάμεσα σε δίχτυα και κάθετη μελαγχολία, λίγο έξω από το φτωχικό ψαροκάλυβό του, το ταπεινό εξοχικό που δεν πίστευαν οι σποραδικοί επισκέπτες του πως έχει ο πάλαι ποτέ αδρά αμειβόμενος σταρ των φτωχών. Πριν γίνει πρώτο όνομα, παρακολουθούμε τη σταδιακή του εξέλιξη από ένα καλλίφωνο παιδί της γειτονιάς σε υπολογίσιμο πρωταγωνιστή του εγχώριου πενταγράμμου − την αμήχανη ντροπαλοσύνη του συλλαμβάνει ευθύβολα ο Χρήστος Μάστορας, στις πρώτες του απόπειρες κοινωνικοποίησης μακριά από την ασφάλεια των γνωστών του.

 

Η ταινία προσπαθεί να καλύψει μια μεγάλη διαδρομή, με σταθερή επωδό τις προβληματικές συναντήσεις του Καζαντζίδη με τα μεγάλα αφεντικά που τον έφεραν στο συνωμοσιολογικό του αδιέξοδο, τον αδυσώπητο Λαμπρόπουλο («μοχθηρός» ο Νίκος Ψαρράς) και τον τακτικιστή Μάτσα (ο Γιώργος Καραμίχος, που ξεροκαταπίνει μοναδικά όταν αντιλαμβάνεται πως το υποτίθεται γενναιόδωρο συμβόλαιο που προτείνει στον αγαπημένο του τραγουδιστή δεν πρόκειται να στεριώσει).

 

Η ταινία δεν χάνει χρόνο, κόβει με σβελτάδα ανάμεσα στον βίο και τα βιώματα, τις σύντομες χαρές και τα πολλά εμπόδια, αλλά ο Τσεμπερόπουλος είναι ως συνήθως παρατηρητικός και στέκεται όσο πρέπει στις λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά: ανάμεσα στα πολλά, απανωτά επεισόδια και τη συμπυκνωμένη εισαγωγή πολλών προσώπων, δεν αφήνει τα μάτια του από τα ζόρια του Καζαντζίδη, δίνοντας απόχρωση στις στιγμές που υποδέχονται μια καινούργια φάση στη δεκαετία ’55-’65 που τον καθόρισε. Η καλύτερη σεκάνς του «Υπάρχω» είναι και η πιο άβολη, όταν ένας νταής των ανταγωνιστικών μαγαζιών τον απειλεί και τον εξευτελίζει μπροστά σε κόσμο, σημαίνοντας το αποφασιστικό τέλος σε μια νύχτα που ήδη τον έφερνε σε δύσκολη θέση.

 

Οι δυο μεγάλες σχέσεις της ζωής του έχουν κεντρικό ρόλο στην ταινία. Το άλυτο πρόβλημα της Καίτης Γκρέυ (Κλέλια Ρένεση, πληθωρική) είναι η μητέρα του Στέλιου, η «μανούλα» του, η Γεσθημανή (Αγορίτσα Οικονόμου), ενώ της Μαρινέλλας (Ασημένια Βουλιώτη) η θέση της στον χώρο: την ίδια στιγμή που του Καζαντζίδη του τελείωνε άσχημα το σύστημα γύρω από το «οργανωμένο» τραγούδι, η Κικίτσα ασφυκτιούσε στα καθιστά σιγόντα και διψούσε για αυτόνομη καριέρα. Οι συγκρούσεις του με την καθιερωμένη τραγουδίστρια που τον βοήθησε στο ξεκίνημα και με τη μικρή που συμμερίστηκε το πάθος του για το ψάρεμα και χειρίστηκε καλύτερα τη χειριστική μητέρα αποπνέουν μια πιο συγκαταβατική αφήγηση, με τη σκηνοθεσία να παρακολουθεί τις καταστάσεις και όχι να τις ερμηνεύει.

 

Μιλώντας για ερμηνεία, ο Χρήστος Μάστορας είχε τη δύσκολη αποστολή να μοιάσει και να ακούγεται όσο το δυνατόν περισσότερο σαν ένα θρυλικό εικόνισμα. Στο διαλογικό κομμάτι της ταινίας μάς φέρνει σταδιακά στα μέτρα του, προσπερνώντας τη σύγκριση των δυο φιζίκ. Συχνά φαίνεται πως προσπαθεί στην υποκριτική, αλλά δεν δημιουργεί κώλυμα. Στο τραγουδιστικό μέρος, οι λόφοι ζωντανεύουν με τον ήχο της μελωδικής, «καμπάνας» φωνής του. Σωστά ο Τσεμπερόπουλος ποντάρει στο τραγούδι, το μεγάλο ατού μιας τέτοιας βιογραφίας, και κάτω από την πλοκή, όπως το παρεξηγημένο «New York New York» του Σκορσέζε σε διαφορετικά κυβικά, ουσιαστικά φτιάχνει το δικό του έργο, μια ταινία για τη μουσική και τους μουσικούς: όταν προβάρουν και εκτελούν υπάρχει μια διάχυτη συνενοχή, η χαρά που τους έφερε μαζί και τους ενέπνευσε να δημιουργήσουν κάτι αθάνατο στον χρόνο − είναι και το μοναδικό κοινό σημείο με την «Ευτυχία», επίσης σε σενάριο της Κατερίνας Μπέη, η δουλειά της οποίας δεν είναι καθόλου αμελητέα.

 

Δίπλα στον κυρίαρχο Καζαντίδη του Μάστορα, λιγότερο άρχοντα και πιο επιρρεπή σε αντιδράσεις κόντρα σε ό,τι του συνέβαινε, η Κλέλια Ρένεση που τραβάει το βλέμμα όποτε εμφανίζεται, τροφοδοτώντας περισσότερο με τη δική της προσωπικότητα την Γκρέυ, και η Ασημένια Βουλιώτη, που θυμίζει πολύ τη νεαρή Μαρινέλλα σε ηχόχρωμα και παρουσία, και πιάνει εύστοχα και διαιθητικά τον διπλό ρόλο μιας νόστιμης προστατευόμενης που δεν παύει να πιστεύει στις δυνάμεις της και να εύχεται (ή να φοβάται) μια διαφορετική προοπτική.