Σκηνοθεσία: Αλεξάντερ Πέιν
Πρωταγωνιστούν: Μπρους Ντερν, Στέισι Κέιτς, Τζουν Σκουίμπ
Βαθμολογία: 4/5
Ο Γούντι πιστεύει ότι κέρδισε ένα εκατομμύριο δολάρια. Η γυναίκα του δεν ήξερε καν ότι ήθελε να γίνει πλούσιος. Ο γιος του δεν μπορεί να τον πείσει ότι εξαπατήθηκε. Μαζί θα ξεκινήσουν ένα ταξίδι για να διεκδικήσουν τα κέρδη. Σε ασπρόμαυρο φόντο, θα περάσουν μαζί από τέσσερις πολιτείες, σε μια ιστορία για την οικογενειακή ζωή στην καρδιά της Αμερικής.
Με την 6η ταινία του σε 16 χρόνια, ο Αλεξάντερ Πέιν, ήρεμα, σταθερά και προσεκτικά γίνεται ένας από τους κορυφαίους Αμερικανούς δημιουργούς του σύγχρονου σινεμά, ένας διορατικός χειροτέχνης των δρόμων της ζωής, ένας ευαίσθητος καλλιτέχνης που ενδιαφέρεται για τα σταυροδρόμια εκείνα όπου η μνήμη γίνεται συνείδηση και ελευθερώνεται από τα βαρίδια. Ανάμεσα στο Μπίλινγκς της Μοντάνα και το Λίνκολν της Νεμπράσκα, η άσφαλτος των επίπεδων μεσοδυτικών πολιτειών, ομοιόμορφη, βαρετή, απρόσωπη, όπως και το ημιαστικό περιβάλλον, απειλεί να καταπιεί τον ήρωα Γούντι Γκραντ, έναν ηλικιωμένο που νομίζει πως κέρδισε ένα εκατομμύριο δολάρια στο λαχείο και αγγαρεύει τον πρόσφατα χωρισμένο μικρότερο γιο του να τον συνοδεύσει – αλλιώς κινδυνεύει να χαθεί, λόγω της ήπιας άνοιας που τον μπερδεύει. Ο Μπρους Ντερν είναι τρομερός στον ρόλο: τη μία κοιτάζει απελπισμένος, χαμένος στο κενό, τραγικός στην απέλπιδα προσπάθειά του να πιάσει την καλή, και την άλλη κάνει σαν άτακτο μικρό παιδί, προσβάλλει τον κόσμο όπως έκαναν οι παλιές καραβάνες, έχει πλάκα με τον τρόπο του και κανείς δεν μπορεί να είναι απόλυτα σίγουρος αν ελέγχει την κατάσταση και το παρατραβάει, ή αυταπατάται, λόγω ηλικίας και κατάστασης. Δεν μιλάει για τον εαυτό, του αλλά μαθαίνουμε έμμεσα πως πολέμησε στην Κορέα, είναι αλκοολικός και βέβαια βλέπουμε τι σχέση έχει με την πατρική του οικογένεια, αφού περνάμε από το «χωριό» του και βλέπουμε πώς αντιδρούν οι συγγενείς στα χαρμόσυνα νέα του ξαφνικού πλουτισμού του – το ταμπλό βιβάν με τα αδέλφια του στον καναπέ είναι χάρμα ιδέσθαι, ενώ αντίθετα, η κωμική παρένθεση με τους ανόητους δίδυμους ανιψιούς φαντάζει υπερβολική, σε μια ταινία με πολλά χιουμοριστικά ιντερλούδια, αλλά πάντοτε με ανυπέρβλητη κομψότητα, χάρη στην ασπρόμαυρη φωτογραφία του Φαίδωνα Παπαμιχαήλ του νεότερου.
Εκεί όπου πετυχαίνει απόλυτα η ταινία είναι στο κέντρο, στην καρδιά της, στη συνάντηση όλων των συνιστωσών της οικογένειας του Γούντι στη γενέτειρα, το Χόθορν της Νεμπράσκα. Η σαρδόνια σύζυγός του (καταπληκτική η Τζουν Σκουίμπ, η σύζυγος και του Τζακ Νίκολσον στο Σχετικά με τον Σμιτ) βάζει τους αγενείς στη θέση τους, ο Γούντι εκδηλώνει συνεχόμενες τάσεις φυγής και τα αγόρια τους (έχει έλθει και ο πετυχημένος από τους γιους) δείχνουν τον πραγματικό χαρακτήρα τους, ενώ οι συγγενείς, καθώς και μια παλιά ερωμένη, αποδεικνύουν ποιος έχει καρδιά και ποιος άξιζε να παραμείνει ανεπρόκοπος. Οι σκηνές θυμίζουν ιδιότυπο γουέστερν στην εγκαταλελειμμένη πολίχνη. Η ελληνικότητα του Πέιν, ο οποίος έχει μεγαλώσει την Ομάχα και ξέρει τις πεδιάδες και τη νοοτροπία των κατοίκων, έχει αποδειχθεί στον τρόπο που τόσα χρόνια χειρίζεται την πολυπλοκότητα της οικογένειας, με τις ευθύνες, την ένταση, την ξεχειλωμένη αγάπη και τη σχιζοφρένεια. Εδώ προσθέτει την αγένεια και τη βλαχιά. Ευτυχώς, η ποιότητα της ταινίας, που είναι υποψήφια για 6 Όσκαρ, είναι αμερικανικό σινεμά στα καλύτερά του.