Και οι δύσκολες λέξεις που πάντα φοβόμουν να πω μπορούν πια να ειπωθούν: σε αγαπώ
Δύο αντιδιαμετρικά τραγούδια αγάπης του Μπουκόβσκι από ένα βιβλίο του που κυκλοφόρησε σήμερα από τις εκδόσεις Πατάκη, με τίτλο «Για τον έρωτα», σε μτφρ. Γιώργου Λαμπράκου
έρωτας λιωμένος σαν νεκρή μύγα
με πολλούς τρόπους
είχα φτάσει σε τυχερές εποχές
μα ζούσα ακόμα σ’αυτή
τη βομβαρδισμένη αυλή κοντά στη
λεωφόρο.
είχα χτυπηθεί για να ’βρω τον δρόμο μου περνώντας
πολλά επίπεδα
αντιξοότητας:
ένας ανεκπαίδευτος άντρας με
άγρια τρελά όνειρα -
κάποια απ’ αυτά είχαν
εξελιχτεί (εννοώ, αν
πρόκειται να είσαι εδώ
καλό είναι ν’ αγωνιστείς
για το θαύμα).
όμως
-με τη μία
όπως συμβαίνουν αυτά τα πράγματα
η κυρία που αγαπούσα
τα βρόντηξε
κι άρχισε να
γαμιέται
τριγύρω στη γειτονιά
με
αγνώστους
ηλίθιους
κι ίσως με κάποιους σχετικά καλούς
τύπους
όμως
όπως συμβαίνουν αυτά τα πράματα -
έγινε χωρίς
προειδοποίηση
και μαζί μ’ αυτό κατέφτασαν
ο αξιολύπητος πληκτικός λήθαργος της
δυσπιστίας
και
εκείνο το οδυνηρό άμυαλο
γδάρσιμο.
κι ακόμα
όταν το κλίμα
αναστράφηκε
έβγαλα ένα
τεράστιο σπυρί
σχεδόν
σε μέγεθος μήλου, εντάξει, μισού
μικρού μήλου
κι όμως ήταν ένα
τρομακτικό
τέρας.
τράβηξα το τηλέφωνο
απ' τον τοίχο
κλείδωσα την πόρτα
τράβηξα τις κουρτίνες και
ήπια
για να περάσει απλώς
η μέρα και η νύχτα,
παλάβωσα, πιθανόν,
αλλά
με μια παράξενη και
νόστιμη
έννοια.
βρήκα έναν παλιό δίσκο
τον έβαζα να παίζει
ξανά και ξανά -
ένας ορισμένος βρυχηθμός
στην τονικότητα
ταίριαζε ακριβώς στο
κελί μου
στον τόπο μου
στην
απογοήτευσή μου -
έρωτας νεκρός σαν λιωμένη
μύγα,
γυρνούσα στο παρελθόν και
περιπλανιόμουν στη
βλακεία μου, συνειδητοποιώντας ότι ως
ον
θα μπορούσα να είμαι
καλύτερος-
όχι για εκείνη
αλλά για
τον υπάλληλο στο παντοπωλείο
τον εφημεριδοπώλη στη γωνία
την αδέσποτη γάτα
τον μπάρμαν
και/ή
κ.λπ.
αποδεικνυόμαστε
λίγοι
όλο και πιο λίγοι
μα
εντέλει
δεν είμαστε τόσο χάλια
όσο όλα εκείνα, ύστερα
βγάζεις μια γκόμενα που
γαμιέται
εδώ γύρω στη γειτονιά
και
ένα σπυρί σχεδόν σε μέγεθος
μήλου.
θυμάσαι τότε
τις ευκαιρίες
που άφησες να χαθούν,
μερικές χαριτωμένες
(τη δεδομένη
στιγμή)
όχι πολλά
αλλά μερικά
γαμήσια
που άφησες να χαθούν
για χάρη
της.
αχ, η εξιλέωση και η
μετάνοια!
και το μπουκάλι,
και ο δίσκος
να παίζει ξανά και
ξανά-
μαλάκα, μαλάκα, μαλά-
κα γίνε σκληρός σαν τον
κόσμο,
βάλε μπρος για την
αποσύνθεση-
τι δισκάρα
καθώς παραπατούσες στα μπουκάλια μπίρας
και ουίσκι,
στα σώβρακα
τις μπλούζες
τις αναμνήσεις
λιάρδα μες στο
δωμάτιο.
βγήκες απ' αυτό
δύο βδομάδες αργότερα
για να τη βρεις
στην πόρτα σου
9 το
πρωί
με μαλλιά
κοκεταρισμένα,
να χαμογελά
λες κι ό,τι είχε συμβεί
είχε
σβηστεί.
ήταν απλώς μια βλαμμένη
υπολογίστρια
τσούλα
έχοντας δοκιμάσει τους
άλλους και
βρίσκοντάς τους (με
τον έναν ή τον άλλο
τρόπο)
ανεπαρκείς
είχε
επιστρέψει (όπως
νόμιζε)
και της έβαλες να πιει
μια μπίρα και
έριξες ουίσκι
στο πρωινό
ποτήρι σου
και θυμόσουν
ακριβώς και για πάντα
τους ήχους εκείνου του δίσκου
που άκουγες ξανά και
ξανά:
το χάρισμά της είχε
τελειώσει, νέες
αποτυχίες όπου να ’vαι
θ’ άρχιζαν
καθώς σταύρωνε τα μακριά της
πόδια
έκανε εκείνο το χαμόγελο
να χαμογελάσει
και είπε,
χαρούμενα, «λοιπόν, πώς τα
πέρασες;»
εξομολογήσεις
αναμένοντας τον θάνατο
σαν γάτα
που θα πηδήξει στο
κρεβάτι
λυπάμαι τόσο πολύ για
τη γυναίκα μου
θα δει αυτό το
άκαμπτο
άσπρο
σώμα
θα το κουνήσει μία φορά, μπορεί
και μία
ακόμα:
«Χανκ!»
ο Χανκ δεν θα
απαντήσει.
δεν είναι ο θάνατός μου αυτό
που μ’ ανησυχεί, είναι η γυναίκα μου
που θα απομείνει μ’ αυτό τον
σωρό από
τίποτα.
θέλω να
ξέρει:
πάντως
πως όλες τις νύχτες
που κοιμήθηκα
στο πλάι της
ακόμα κι οι ανώφελοι
καβγάδες
ήταν ό,τι πιο
εξαίσιο
και οι δύσκολες λέξεις
που πάντα φοβόμουν να πω
μπορούν πια να ειπωθούν:
σε
αγαπώ.