Η ιδέα για το βιβλίο 1821 - Δέκα διηγήματα για το Εικοσιένα γεννήθηκε το περασμένο καλοκαίρι, όταν πιστεύαμε ότι ζούμε τις τελευταίες μέρες της πανδημίας: να ζητήσουμε από δέκα συγγραφείς να μας γράψουν από ένα διήγημα με φόντο την Ελληνική Επανάσταση, με αφορμή τη συμπλήρωση 200 χρόνων από το 1821. Να γράψουν ιστορίες με πρωταγωνιστές πρόσωπα δικής τους επιλογής, σημαντικά για τον αγώνα για την ελευθερία, ή ανθρώπους με τους οποίους δεν είχε ασχοληθεί κανείς, ήρωες και αντιήρωες, βασισμένοι σε πραγματικά γεγονότα ή με μια δόση fiction. Τα διηγήματα που δημιούργησαν είναι εξαιρετικά δείγματα της νέας λογοτεχνίας, με ήρωες τον Μάρκο Μπότσαρη, τον Νικηταρά, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, την κυρά του Κάστρου της Ακροπόλεως, την Νταλιάνα, ή την Καχριέ, μια νεαρή τουρκοπούλα που έγινε κατάσκοπος των Ελλήνων.
Για σένα βγάζει το σώμα φύλλα λέγεται το διήγημα της Βίβιαν Στεργίου, που γράφει για την Καχριέ. «Ξεκινώντας από ένα δημοτικό τραγούδι για μια όμορφη τουρκοπούλα, ήθελα να γράψω για την Καχριέ και τον θάνατό της. Παίρνοντας ιδέες από μοιρολόγια και μοτίβα των δημοτικών τραγουδιών, γοητεύτηκα από την κατάληξη των νέων που ερωτεύονται, αλλά πεθαίνουν χωρίς οι επιθυμίες τους να έχουν εκπληρωθεί. Γίνονται χώμα, χορτάρι και τελικά δέντρα που φυτρώνουν πλάι-πλάι. Όσοι στερήθηκαν το άγγιγμα όσο ζούσαν, αγγίζονται μετά με τα κλαδιά τους. Συνέδεσα αυτή την ιδέα με ιστορικές αφηγήσεις σχετικά με την κόρη του βοεβόδα των Καλαβρύτων, η οποία μετέδιδε χρήσιμη πληροφόρηση στους επαναστατημένους Έλληνες και υποτίθεται πως μετά αυτοκτόνησε. Ήθελα να γράψω για την πλήξη της, την ομορφιά της, που πήγαινε χαμένη, και τις ατέλειωτες αναμονές μιας ζωής που καθορίζεται από άλλους. Και ήθελα να φανταστώ την ελευθερία των κοριτσιών της υπαίθρου που, παίζοντας ανάμεσα σε λεμονιές και άλλα οπωροφόρα, φαντάζονται ως λύτρωση τη ζωή των δέντρων».
Μόνο σκιές ονομάζει το διήγημά του ο Μιχάλης Μαλανδράκης και γράφει για τον Νικηταρά. «Τρεις διαφορετικές χρονολογίες, τρία στιγμιότυπα από τη ζωή του Νικήτα Σταματελόπουλου –γνωστού και ως Νικηταρά– με απόσταση σαράντα ετών μεταξύ τους. Στην πρώτη, σε μια σημαντική μάχη στον απελευθερωτικό αγώνα του ’21, οι δράσεις του Νικηταρά συμβαδίζουν με τις προσπάθειες κατάλυσης της οθωμανικής κυριαρχίας, όπου συμμετέχει και μάλιστα διαπρέπει. Στις επόμενες δύο ημερομηνίες, 10 και 20 χρόνια μετά, η ζωή και οι δράσεις του Νικηταρά έχουν πια απολέσει τον ηρωικό τους χαρακτήρα. O ίδιος κατηγορείται για συνωμοτική δράση εναντίον του Όθωνα, φυλακίζεται, βασανίζεται, ενώ σταδιακά βλέπει την όρασή του να εξασθενεί. Τρεις ημερομηνίες, που δείχνουν πως τα υποκείμενα –ακόμα κι αυτά που σώζονται στη συλλογική μνήμη ως ηρωικά– αποτελούνταν από σάρκα και αίμα και όσες δράσεις τους η σημερινή μνήμη επιλεκτικά θυμάται δεν αποτελούν παρά ένα μέρος –συνήθως μικρό– του συνολικού τους βίου. Προτίμησα να ακολουθήσω σχετικά πιστά τη βιογραφία και τα πραγματικά ιστορικά στοιχεία, γιατί βρήκα πως περιείχαν ήδη αρκετό δραματικό ενδιαφέρον».
Η κυρά του Κάστρου της Ακροπόλεως, η Ασήμω Γκούρα ή Νταλιάνα, είναι η γυναικεία μορφή που ρίχνεται στη μάχη. Είναι η μεγάλη ιστορία μαζί με τις μαύρες τρύπες της που αλέθουν την αλήθεια και το ψέμα.
Ο Βαγγέλης Μπέκας γράφει για τον Μάρκο. «Δεν ήταν μόνο ο αρχικαπετάνιος των Σουλιωτών, εκείνων των τρομερών πολεμιστών με τους ξυρισμένους κροτάφους που θεωρούνταν οι νέοι Σπαρτιάτες σε όλη την Ευρώπη. Ήταν αυτός που έγραψε πρώτος ελληνοαλβανικό λεξικό, εκείνος που έχτισε τη συμμαχία με τους Αλβανούς μουσουλμάνους. Οι κυρίες στη Γαλλία και στην Αγγλία φορούσαν στο στήθος μενταγιόν με τη μορφή του, ο λόρδος Βύρων τον λάτρεψε. Αναπόφευκτα με γοήτευσε κι εμένα. Είχε κάτι το ξεχωριστό ο Μάρκος Μπότσαρης, συμβατό με τη ρομαντική εποχή του. Επιχείρησα, λοιπόν, να γράψω ένα διήγημα που θα φωτίσει τον βίο του, εστιάζοντας σε ένα περιστατικό που συνέβη το βράδυ πριν από τη σφαγή του λόχου των φιλελλήνων στο Πέτα. Ένα περιστατικό μεταξύ του Μάρκου Μπότσαρη και του Γώγου Μπακόλα. Στον ίδιο τόπο όπου θα πολεμούσαν το ξημέρωμα τους Τούρκους μαζί, πριν χρόνια ο Μπακόλας τού είχε σφάξει τον πατέρα. Και η βεντέτα ήταν ζήτημα τιμής για τους Σουλιώτες».
Ο Γιάννης Πασάς πόσταρε στον τοίχο του Κίτσου Μπότσαρη το τραγούδι «Hide me» είναι ο τίτλος του διηγήματος της Βασιλικής Πέτσα και κάνει «ένα ξανακοίταγμα προς την Επανάσταση από την οπτική γωνία του παρόντος, μια προσπάθεια να ανιχνευτούν συμμετρίες, συμβατότητες και αναλογίες, αλλά και, κυρίως, τα αντίθετά τους: ρήξεις, ρωγμές και ασυνέχειες» όπως εξηγεί. «Μια ματιά προς την εθνική μακρο-ιστορία μέσα από το πρίσμα της οικογενειακής μικρο-καθημερινότητας ή τι συμβαίνει όταν οι απόγονοι των μυθοποιημένων επαναστατών, των θρυλικών μορφών του αγώνα για την ανεξαρτησία, είναι, κυριολεκτικά, οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας – οι οποίοι, με έναν άλλον, πιο σύγχρονο τρόπο, ίσως έχει νόημα, για εκείνους, εμάς και την πάντοτε εκ προοιμίου χαμένη αναμέτρηση με το ηρωικό παρελθόν, να “μνημειωθούν” κι αυτοί. Ας συμπληρωθεί ότι αφορμή για τη συγγραφή του διηγήματος αποτέλεσε το ξάφνιασμα της αντιστοιχίας θρυλικών ονομάτων της εθνικής ιστορίας, που συναντά κανείς σε δισδιάστατες, στατικές εικόνες επετειακής χρησιμότητας, με σύγχρονες, ομιλούσες και ενσώματες εκδοχές τους».
Ο Βασίλειος Φ. Δρόλιας στον Αποχαιρετισμό γράφει για τις κρυπτογραφημένες ιστορίες που βρήκε στα τετράδια του παππού του. «Η επέτειος των 200 χρόνων μετά την Επανάσταση μας βρίσκει σε συνεχόμενη καραντίνα, σε προσπάθειες προσωπικής ανάδειξης πίσω από τους κιτς εορτασμούς και σε αναμνήσεις από δεκάδες σχολικές γιορτές που μάλλον περισσότερο κακό παρά καλό έκαναν στο “μήνυμα του ’21» εξηγεί. «Πίσω απ’ όλα αυτά θα έπρεπε να βρίσκεται μια πραγματική περηφάνια για την ελληνική αυτή αναγέννηση, θα έπρεπε να βρίσκεται μια πραγματική τιμή για τους ανθρώπους που επαναστάτησαν για μια Ιδέα. Στο κείμενό μου ήθελα να αποτυπώσω αυτή την Ιδέα στο πρόσωπο ενός καθημερινού ανθρώπου, που μπορεί το όνομά του να μην έχει μείνει στην Ιστορία, μα έπαιξε κι αυτός, όπως και δεκάδες άλλοι, έναν σημαντικό ρόλο στην υλοποίηση τούτης της Ιδέας, χωρίς την ανάγκη για τιμές και δόξες. Η ανθρώπινη Ιστορία τελικά δομείται από τις μικροϊστορίες των ανθρώπων που τη δημιουργούν αθόρυβα, αλλά ουσιαστικά. “Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά”».
Γραμμένο στη λόγια γλώσσα της εποχής είναι το διήγημα Η φωνή μας του Χρίστου Κυθρεώτη. «Στο διήγημα αυτό αναζήτησα την καταγωγή ενός λόγου συντηρητικού, λυρικά νοσταλγικού και κατά βάση αυταρχικού, που μέσα από διάφορες μεταμορφώσεις και σε διάφορα παρακλάδια φτάνει ως τις μέρες μας. Ιδανικό σκηνικό για κάτι τέτοιο μου φάνηκε ο πυκνός ιστορικός χρόνος των Ιουνιακών του 1863» λέει. «Κατά την εμφύλια σύγκρουση εκείνων των ημερών ο εκδότης μιας πατρινής εφημερίδας επιστρέφει στην Αθήνα για να προστατέψει το πατρικό του σπίτι, από το οποίο η οικογένειά του είχε αναχωρήσει λίγους μήνες μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου. Εκεί τακτοποιεί διάφορες οικογενειακές εκκρεμότητες και, περιηγούμενος στην ανάστατη από τις ταραχές πόλη, πέφτει πάνω στην κηδεία του γιου του Κωνσταντίνου Κανάρη».
«Ο λόγος που ασχολήθηκα με τη συγκεκριμένη ιστορία στο διήγημά μου Νταλιάνα, τα κουμπούρια σου είναι γιατί κουβαλούσα μέσα μου τις αφηγήσεις για τον θησαυρό του Γκούρα στην Ερεχθείου, την οδό όπου μεγάλωσα, όπως και την ευρύτερη περιοχή του Κουκακίου, που συνδέει τα ονόματα των δρόμων της με τους αγωνιστές της Επανάστασης» λέει η Ευτυχία Γιαννάκη. «Το ενδιαφέρον μου στράφηκε όχι μόνο σε αυτές τις αφηγήσεις, τους μύθους, τις φήμες, αλλά και στα στρώματα της Ιστορίας που θάβονται στα θεμέλια των κτιρίων, τις πιο σκοτεινές στιγμές ενός αγώνα που αφήνει πίσω του πολύ αίμα, μαζί με τις γυναικείες μορφές, στις οποίες σπάνια εστιάζουμε. Η οπτική όλης της ιστορίας μεταφέρει ακριβώς αυτό το χώνεμα στο στομάχι της μεγάλης ιστορίας, τα αντικείμενα, τα σύμβολα, τις σκιές που μας κυνηγούν στην ανελέητη μάχη της μνήμης με τη λήθη, αυτό που νομίζουμε ότι αφήνουμε πίσω μας και διαρκώς επιστρέφει. Ο άνθρωπος και μια χώρα που αναζητά την ταυτότητα, το νόημα και το μέτρο στον μύθο, που άλλοτε την αγκαλιάζει και άλλοτε τη σφίγγει σαν τανάλια, ήταν νομίζω αυτό το βαρύ δαχτυλίδι που κρέμεται στον λαιμό του ήρωα της ιστορίας μου, ίσως και κάθε ήρωα. Η κυρά του Κάστρου της Ακροπόλεως, η Ασήμω Γκούρα ή Νταλιάνα, είναι η γυναικεία μορφή που ρίχνεται στη μάχη. Είναι η μεγάλη ιστορία μαζί με τις μαύρες τρύπες της που αλέθουν την αλήθεια και το ψέμα. Είναι ο μύθος και οι φήμες που διαπλέκονται με το παρόν μιας γειτονιάς στην καρδιά της πόλης, μιας οικογένειας που σβήνει, μιας χώρας που αλλάζει ταυτότητα παλεύοντας να ισορροπήσει ανάμεσα στο ένδοξο και το αποτρόπαιο, τον λαμπρό ήλιο της και το σκοτάδι που κρύβεται στα υπόγεια των σπιτιών της, μαζί με τα στρώματα Ιστορίας αιώνων που ξεθωριάζουν αλλά δεν παραγράφονται, επανεγγράφονται. Η επανεγγραφή, το νέο πάνω στο παλιό και το κυνήγι του ανθρώπινου μέτρου και του εαυτού μέσα στο μεγάλο σαλιγκάρι του χρόνου που σπεύδει βραδέως, μαζί με όσα συστήνουν την ταυτότητά μας πυροδοτούνται με αφορμή ένα δαχτυλίδι που εντοπίζεται στα θεμέλια ενός διατηρητέου κτιρίου στο Κουκάκι. Το δαχτυλίδι γράφει “Δισσέα Ανδρούτσο” και το διατηρητέο φέρνει στο φως τον θησαυρό της μνήμης και την αναγκαιότητα της λήθης».
Στην Κρήτη της Επανάστασης μας μεταφέρει το διήγημα της Μαρίας Ξυλούρη. «Στο διήγημά μου Το ξετρύπι, όταν μαθαίνουν ότι επίκειται επίθεση στο κοντινό τους μοναστήρι, τα γυναικόπαιδα ενός χωριού ανεβαίνουν ένα πέρασμα στο βουνό για να βρουν καταφύγιο στην άλλη πλευρά» εξηγεί. «Έμπνευση για το διήγημα στάθηκαν διάφορες ιστορίες από την Κρήτη – για παράδειγμα, οι σφαγές στα σπήλαια του Μελιδονίου και της Μιλάτου, καθώς και αφηγήσεις από την επαρχία Μαλεβιζίου (πατρίδα των χιονάδων που αναφέρονται στο κείμενο είναι το χωριό όπου μεγάλωσα, οι Ασίτες). Το Ξετρύπι, ωστόσο, είναι ιστορία παρά Ιστορία – το ζητούμενο για μένα ήταν να γράψω για απλούς ανθρώπους μέσα σε μια απάνθρωπη (γι’ αυτό και τελικά ανθρώπινη) συνθήκη και όχι η ιστορική ακρίβεια».
Γρίκα ονομάζει το διήγημά του ο Δημοσθένης Παπαμάρκος και γράφει για τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. «Στις 8 Μαΐου του 1821 ο Οδυσσέας Ανδρούτσος οχυρώνεται στο Χάνι της Γραβιάς μαζί με άλλους 116 πολεμιστές για να ανακόψει τον Ομέρ Βρυώνη, που επικεφαλής εκστρατευτικού σώματος 8.000 Οθωμανών στρατιωτών, επιχειρεί να εισβάλει στον Μoριά διαμέσου της Ρούμελης, για να καταστείλει την εστία της Ελληνικής Επανάστασης στην κοιτίδα της. Πέρα από κάθε λογική, το παράτολμο εγχείρημα του Ανδρούτσου πετυχαίνει τον στόχο του. Ο στρατός του Ομέρ Βρυώνη ηττάται και υποχωρεί. Τα γεγονότα γύρω από τη Mάχη της Γραβιάς επιβεβαιώνονται ιστορικά, ωστόσο δεν παύουν να φαντάζουν εξωπραγματικά στο αποτέλεσμά τους. Η απορία μου για τις συνθήκες που επέτρεψαν ένα τέτοιο “θαύμα” δεν βρήκε ικανοποιητική απάντηση στις πηγές, ούτε και στην επιτόπια έρευνα της γεωγραφίας της Γραβιάς. Έτσι, αναζήτησα τη “λύση” που μου αρνιόταν η επιστημονική προσέγγιση σε μια αφήγηση που δανείζεται πολλά από το προφορικό είδος του “θρύλου”. Εδώ εντοπίζεται και η αφετηρία του Γρίκα. Στο διήγημα αυτό ο πρωταγωνιστής, ένας ακαδημαϊκός, μελετητής της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας, αναμετριέται με τον ιστορικό γρίφο του επιτεύγματος του Ανδρούτσου και ανακαλύπτει τον λόγο που η απάντηση σε αυτόν παραμένει απόκρυφο μυστικό όλα αυτά τα χρόνια».
Tο διήγημα του Μάκη Μαλαφέκα έχει τίτλο Κάποτε στο Μεσολόγγι, και είναι ένας διάλογος ανάμεσα σε δύο ρομαντικούς. «Οι ρομαντικοί είναι φυσικά μεγάλο κεφάλαιο ούτως ή άλλως», λέει, «και για τη συγκεκριμένη υπόθεση, του ’21, μας δίνουν μια φοβερή λογοτεχνική αφορμή, καθώς η στάση τους υπερβαίνει κατά πολύ τον “κλασικό” ευρωπαϊκό φιλελληνισμό της εποχής. Η Ελλάδα γι’ αυτούς δεν έχει σχέση με το γεωπολιτικό παιχνίδι, είναι κάτι άλλο, μεγαλύτερο, σχεδόν μεταφυσικό: το μόνο μέρος ολόκληρης της ηπείρου όπου, εν μέσω αντεπαναστάσεων και παλινορθώσεων και “χαμένων σκοπών”, η λέξη “επανάσταση” εξακολουθεί να έχει κάποιο νόημα. Βάλε και το επικo-μυθικό φαντασιακό με το οποίο έχουν ντύσει αυτόν τον τόπο από τα διαβάσματά τους, και τότε αυτός εξυψώνεται στα μάτια τους σε κάτι ακόμη πιο σημαντικό: σε περιπέτεια. Ένας τελευταίος σταθμός πριν από την πραγμάτωση της ποίησής τους. Ο διάλογος αυτός σκηνογραφεί τον Βύρωνα και τον Τρελόνι (που δεν είναι ποιητής, αλλά είναι ίσως ο ρομαντικότερος όλων) ως δύο larger-than-life, υπερταλαντούχα, υπέροχα κωλόπαιδα. Άγγλους σε όλα τους, στο χιούμορ, στον αυτοσαρκασμό, αλλά ταυτόχρονα και παγκόσμιους, διεθνιστές, ντεσπεράντο του ονείρου και της υπέρβασης».
ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.