Όταν η Ζάχα Χαντίντ πέθανε πριν από πέντε χρόνια, στις 31 Μαρτίου 2016, στα 66 της χρόνια από καρδιακή προσβολή, ως επιπλοκή μιας βρογχίτιδας για την οποία νοσηλευόταν στο Μαϊάμι, στο νοσοκομείο Mount Sinai, ο κόσμος έχασε μια γυναίκα που ενέπνευσε μια ολόκληρη γενιά αρχιτεκτόνων – ανδρών και γυναικών.
Γιατί η Ζάχα Χαντίντ που έφυγε πολύ γρήγορα από τη ζωή, στην ωριμότητά της, αφήνοντας στη μέση σχέδια, όνειρα και ένα γραφείο που ακόμα δίνει μάχες για την κληρονομιά της, κυριολεκτικά και μεταφορικά, ήταν πολύ περισσότερα από μια γυναίκα αρχιτέκτονας. Και πολλές φορές ο προσδιορισμός «γυναίκα - αρχιτέκτονας» επισκιάζει την ουσία και της αξία της δουλειάς της, την τόλμη της, την αντοχή της στον ανδροκρατούμενο κόσμο της αρχιτεκτονικής και την ακούραστη ευρηματικότητά της.
Το μότο της ήταν η κίνηση, η αέναη κίνηση, και το φύλο της ήταν εντελώς τυχαίο, όπως και η καταγωγή της. Σημασία είχε η πεποίθησή της ότι αρχιτεκτονική σημαίνει ένας ολόκληρος κόσμος που μεταμορφώνει τη ζωή μας, την καθημερινότητά μας και όχι απλώς μια διαδικασία να χτίζει κάποιος κτίρια περισσότερο ή λιγότερο εντυπωσιακά.
Σημασία είχε και έχει η γλώσσα που δημιούργησε στη δουλειά της, στον τρόπο που μπορούσε να μεταμορφώνει ένα σχέδιο του ρωσικού κονστρουκτιβισμού σε αρχιτεκτονική και μόδα, όπως στο μουσείο MAXXI στη Ρώμη ή την όπερα στην Guangzhou της Κίνας.
Το μότο της ήταν η κίνηση, η αέναη κίνηση, και το φύλο της ήταν εντελώς τυχαίο, όπως και η καταγωγή της. Σημασία είχε η πεποίθησή της ότι αρχιτεκτονική σημαίνει ένας ολόκληρος κόσμος που μεταμορφώνει τη ζωή μας, την καθημερινότητά μας και όχι απλώς μια διαδικασία να χτίζει κάποιος κτίρια περισσότερο ή λιγότερο εντυπωσιακά.
Η Χαντίντ ήταν η πρώτη γυναίκα που τιμήθηκε με το βραβείο Πρίτσκερ και το βραβείο Στίρλινγκ, δύο από τα πλέον περίβλεπτα της αρχιτεκτονικής, ανάμεσα σε δεκάδες βραβεύσεις που απέσπασε στη διάρκεια της ζωής της. Ήταν αρχιτέκτονας, σχεδιάστρια, καθηγήτρια πανεπιστημίου, σχεδιάστρια κοσμημάτων, γλύπτρια, ζωγράφος, γιατί πίστευε ότι όποιος ονειρεύεται μπορεί να σχεδιάσει τα πάντα. Παπούτσια και κτίρια, μπουκάλια αρωμάτων και γέφυρες, έπιπλα και ουρανοξύστες.
Η τεράστια φήμη της προέρχεται κυρίως από την ικανότητά της να σχεδιάζει πρωτοποριακές μορφές ανθεκτικές και «ιπτάμενες» και είναι εκείνη που ενσωμάτωσε όλες τις αρχές του κινήματος της δεκαετίας του ‘80, που ονομάζεται Deconstructivism, της αποδόμησης, που δίνει την εντύπωση του κατακερματισμού του κτιρίου, την απουσία προφανούς αρμονίας, συνέχειας ή συμμετρίας, κάνοντας ένα βήμα παραπέρα και παρουσιάζοντας μια εξαιρετικά εκλεπτυσμένη ποικιλία φουτουριστικών και ακανόνιστων σχεδίων.
Η Χαντίντ δούλευε νυχθημερόν, την παραμονή του θανάτου της μελετούσε σχέδια των έργων της που υλοποιούνταν σε διάφορα μέρη του κόσμου και επικρίθηκε σκληρά για την αφοσίωσή της στον τρόπο που είχε επιλέξει να ζει, χωρίς οικογένεια, με μόνη προτίμηση την προσήλωση στο όραμά της. Αυτό που θα ήταν απόδειξη ιδιοφυΐας για έναν άντρα αρχιτέκτονα για την ίδια ήταν μια μομφή και επέμεναν να την απεικονίζουν ως σκληρή, απαιτητική, δύσκολη. Ήταν μια αληθινή «ντίβα» της αρχιτεκτονικής, με όλα όσα περιέχει ο όρος.
Η Ζάχα Χαντίντ γεννήθηκε το 1950 στη Βαγδάτη, σε ένα σπίτι φιλελεύθερο. Ο πατέρας της ήταν βιομήχανος και πολιτικός, ένας από τους ηγέτες του Δημοκρατικού Κόμματος του Ιράκ, και επέλεξε να φοιτήσουν τα παιδιά του σε ένα καθολικό σχολείο όπου οι μαθητές μιλούσαν γαλλικά, αν και ήταν μουσουλμάνοι, με συμμαθητές ακόμα και Εβραίους.
Αυτό το πνεύμα της ελευθερία και της προόδου χαρακτήρισε όλη την πορεία της. Τα αδέρφια της έφυγαν για σπουδές στο Λονδίνο, εκεί που είχε σπουδάσει και ο πατέρας της, και ο ένας έγινε ακαδημαϊκός στην Οξφόρδη. Πολύ αργότερα στο κολλέγιό του, το St Antony's, η Χαντίντ δημιούργησε μια βιβλιοθήκη.
Η νεαρή γυναίκα μεγάλωσε σε ένα κοσμικό εκσυγχρονιστικό περιβάλλον, σε μια εποχή που ο Le Corbusier είχε αναλάβει να χτίσει ένα αθλητικό συγκρότημα, ο Frank Lloyd Wright εργαζόταν σε ένα πολιτιστικό κέντρο και ο Walter Gropius είχε χτίσει μια πανεπιστημιούπολη.
Είχε πει ότι αυτά τα έργα μπορεί να έπαιξαν ρόλο στην επιλογή της σταδιοδρομίας της. Το βέβαιο είναι ότι της έδωσαν μια άλλη εικόνα της αρχιτεκτονικής και της δύναμής της να μεταμορφώνει το περιβάλλον.
Ολοκλήρωσε τις σπουδές της σε ένα αγγλικό οικοτροφείο, πήρε πτυχίο μαθηματικών από το Αμερικανικό Πανεπιστήμιο της Βηρυτού και στη συνέχεια σπούδασε στην Architectural Association στο Λονδίνο, σε μια προοδευτική αρχιτεκτονική σχολή που επέτρεπε στους φοιτητές της να ονειρεύονται μέσα στο ζοφερό αρχιτεκτονικό κλίμα της εποχής. Καθηγητές της ήταν ο Alvin Boyarsky, τον οποίο η Χαντίντ ανέφερε πάντα ως μία από τις σημαντικότερες επιρροές της, ο Ηλίας Ζέγγελης και ο Ρεμ Κούλχαας, που τη δίδαξαν όπως έλεγε να εμπιστεύεται ακόμα και τις πιο περίεργες διαισθήσεις της.
Η γνωριμία της με τη ρωσική πρωτοπορία ήταν καθοριστική, μελέτησε τον Vladimir Tatlin, τον El Lissitzky και τον Kazimir Malevich και η πτυχιακή της εργασία που λεγόταν Malevich's Tectonik ήταν μια πρόταση για ένα ξενοδοχείο στην κορυφή της γέφυρας Hungerford πάνω από τον Τάμεση.
Ο Ρεμ Κούλχαας ήταν αυτός που την προσέλαβε στο αρχιτεκτονικό του γραφείο, ένα φυτώριο νέων ταλαντούχων αρχιτεκτόνων, και η νεαρή Χαντίντ μαθήτευσε μαζί του και επέστρεψε αργότερα στο Λονδίνο για να ανοίξει το δικό της γραφείο.
Το πρώτο κτίριο που σχεδίασε ήταν στο Weil am Rhein, στα γερμανικά σύνορα με την Ελβετία, για να στεγάσει το πυροσβεστικό όχημα μιας μικρής εταιρείας. Ήταν μια δυναμική σύνθεση που βασίζεται σε εμφανή αιχμηρά θραύσματα σκυροδέματος. Όταν η πυροσβεστική διαλύθηκε, το κτίριο μετατράπηκε σε νέο ρόλο ως μέρος του μουσείου της εταιρείας.
Τα πιο αναγνωρίσιμα κτίρια της Χαντίντ σήμερα χαρακτηρίζονται ακριβώς από το αντίθετο, είναι τόσο ρευστά που μοιάζουν να έχουν τις ιδιότητες του υδράργυρου. Ο σχεδιασμός είχε κάνει άλματα και συνεργάστηκε με εταιρείες που δημιουργούσαν φόρμες που η προηγούμενη γενιά δεν μπορούσε να φανταστεί. Aυτή ήταν και η αιτία που την έκανε να αρχίσει να εξερευνά τον τρόπο και τη φόρμα μικρότερων αντικειμένων, από μαχαιροπίρουνα, μικρά έπιπλα και μπουκάλια κρασιού.
Στο Λονδίνο, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν η Ζάχα Χαντίντ άνοιξε το πρώτο της γραφείο, έμοιαζε απίθανο ότι θα γίνει διάσημη και επιτυχημένη. Σχεδίαζε ακατάπαυστα και καθόλου συμβατά με την εποχή της, η δουλειά της είχε θεωρηθεί πολύ δύσκολη. Η παραγωγή της από εκείνη την εποχή ήταν μια σειρά με πίνακες που υπαινίσσονταν το τι θα μπορούσε να χτίσει, αν είχε την ευκαιρία.
Έμοιαζαν με ονειρικά τοπία, αλλά πίσω από αυτό κρυβόταν ή εμφανιζόταν η εξερεύνηση ενός νέου τρόπου λειτουργίας του χώρου εμπνευσμένου από τα σχέδια του Kazimir Malevich.
Η πρώτη απόπειρα να εφαρμόσει τα σχέδιά της, που ο περίφημος μηχανικός Πίτερ Ράις, ο οποίος είχε εργαστεί στο Κέντρο Πομπιντού στο Παρίσι, τα ενέκρινε ως εντελώς οικοδομήσιμα, ήταν για ένα θέρετρο στο Χονγκ Κονγκ, αλλά ο πελάτης δεν είχε τελικά τα χρήματα και το σχέδιο ακυρώθηκε. Δεν ήταν όμως το μόνο σχέδιό της που ακυρώθηκε. Το πιο πρωτοποριακό της έργο στη Βρετανία, η Όπερα του Κάρντιφ Μπέι, που στον διεθνή διαγωνισμό η Χαντίντ κέρδισε 400 συμμετέχοντες το 1994, τορπιλίστηκε από την Επιτροπή της Χιλιετίας, η οποία, όταν κλήθηκε να το χρηματοδοτήσει, δήλωσε ότι ήταν ανεπαρκές. Πιο πρόσφατα, το βραβευμένο σχέδιο για το Ολυμπιακό στάδιο του Τόκιο ακυρώθηκε.
Οι επικριτές της δεν έχαναν ποτέ την ευκαιρία να την κατηγορήσουν τόσο για την προσωπικότητά της όσο και για την ικανότητά της. Όταν κατηγορήθηκε ότι πολλοί άνθρωποι έχουν πεθάνει σε ένα έργο της στο Κατάρ αντέκρουσε τους ισχυρισμούς. Ήταν στην απονομή του βραβείου RIBA με όλες τις κάμερες στραμμένες επάνω της. Η Ζάχα Χαντίντ έχασε την ψυχραιμία της μόνο όταν τη ρώτησαν για άλλη μια φορά αν είναι δύσκολη.
Οι ιδέες της για την αρχιτεκτονική στη δεκαετία του ‘80 υλοποιήθηκαν στο κέντρο Heydar Aliyev, το πολιτιστικό συγκρότημα που δημιούργησε στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν, 30 χρόνια αργότερα. Μοιάζει με ένα χιονισμένο παγόβουνο που αψηφά τη βαρύτητα. Οι επικριτές της είπαν ότι πρόκειται για ένα κτίριο που δοξάζει το απολυταρχικό καθεστώς της χώρας και μάλλον λησμόνησαν ότι οι μεγαλύτεροι αρχιτέκτονες του κόσμου διαγωνίζονται και διαγκωνίζονται στην αχανή Κίνα, τη χώρα της λογοκρισίας και του περιορισμού των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων.
Τα κτίριά της τα έχουν περιγράψει σαν χώρους που κατακερματίζονται, δημιουργώντας ένα παιχνίδι προοπτικής. Δεν υπάρχει είσοδος ή έξοδος, ψηλό ή χαμηλό, αριστερά ή δεξιά. Πολλοί χαρακτηρίζουν τα έργα της μείγμα αυτού που ονομάζουμε οργανική αρχιτεκτονική με στοιχεία μπαρόκ, με τη δυναμική τους να προκύπτει από τις αντιθέσεις του χάους και της τάξης, της ρευστότητας και της στιβαρότητας. Με έναν τρόπο φωτογραφίζουν τον χαρακτήρα και τις αντιθέσεις και της ίδιας.
Η Ζάχα Χαντίντ, αν και δούλευε με όλη την τεχνολογία που ήταν στην υπηρεσία της αρχιτεκτονικής και χρησιμοποιούσε το πιο εξελιγμένο λογισμικό μοντελοποίησης, ανήκε στην τελευταία γενιά αρχιτεκτόνων που χρησιμοποιούσαν χαρτί και χάρακα. Στο γραφείο της φορούσε τα ίδια εντυπωσιακά φορέματα που φορούσε και στις φωτογραφίσεις, σχεδιασμένα από τον Issey Miyake και τη Miuccia Prada.
Στην Εβδομάδα Μόδας που άνοιξε στο Λονδίνο τον Σεπτέμβριο του 2016, λίγους μήνες μετά το θάνατό της, ο κόσμος της μόδας απέτισε φόρο τιμής στη διεπιστημονική, πειραματική προσέγγισή της στο σχεδιασμό, με μια έκθεση με τίτλο «Η Εξαιρετική Διαδικασία», στην οποία έπαιρναν μέρος αρχιτέκτονες και σχεδιαστές μόδας, στο Maison Mais Non, μια γκαλερί στο Soho, σε επιμέλεια του κορυφαίου Hans Ulrich Obrist.
Η αγάπη της για το σχέδιο ξεκίνησε από τα παιδικά της χρόνια: η μητέρα της τής έμαθε να ζωγραφίζει και η σχέση αυτή κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής της και βρήκε εφαρμογή σε κοσμήματα, αξεσουάρ και συνεργασίες με τους πιο διάσημους οίκους μόδας. Συνεργάστηκε με το Atelier Swarovski σε μια σειρά κοσμημάτων που ήταν ανάγλυφα στο σώμα, εργονομικά και έδιναν την εντύπωση μιας διαρκούς κίνησης.
Μετά τον θάνατό της κυκλοφόρησαν δυο συλλογές κοσμημάτων, η πρώτη εκ των οποίων σχεδιάστηκε με τον Δανό σχεδιαστή George Jensen, με τα κοσμήματα να περιστρέφονται φυσικά κατά μήκος των γραμμών του σώματος, αλληλοεπιδρώντας στο φως και τη σκιά. Η δεύτερη πρόκειται για μια επανερμηνεία του κλασικού δαχτυλιδιού του οίκου Bulgari, B.zero1, το οποίο δημιουργήθηκε για να σηματοδοτήσει τη νέα χιλιετία.
Η Χαντίντ συνεργάστηκε με τους οίκους υποδημάτων adidas, Lacoste και Melissa, έναν οίκο που εξετάζει τους τρόπους χρήσης του πλαστικού στα παπούτσια. Η Χαντίντ σχεδίασε και το παπούτσι NOVA, ένα φουτουριστικό μοντέλο με τον Ρεμ Κούλχαας για τη United Nude. Σχεδίασε δυο μοντέλα τσάντας, το Peendaboo της Fendi και μια τσάντα για τη Louis Vuitton σε χυτευμένο πλαστικό και παραμορφωμένο σχήμα.
Ο Καρλ Λάνγκερφελντ τη θεωρούσε τη μεγαλύτερη εν ζωή αρχιτέκτονα και της ανέθεσε να σχεδιάσει το Chanel Mobile Art Pavilion που παρουσιάστηκε στη Βενετία το 2007 και ταξίδεψε στο Χονγκ Κονγκ, το Τόκιο, τη Νέα Υόρκη και το Παρίσι, στις επιδείξεις μόδας που σηματοδοτούσαν τα 50 χρόνια της τσάντας Chanel 2,55.
Η Ζάχα Χαντίντ μέχρι τη στιγμή του θανάτου της ήταν εξίσου αναγνωρίσιμη με τα οικοδομήματα που δημιούργησε. Τα κτίριά της ξεχωρίζουν για τις ρευστές τους γραμμές σε 45 πόλεις σε όλο τον κόσμο, αντικατοπτρίζοντας το μεταβαλλόμενο παγκόσμιο τοπίο της αρχιτεκτονικής, το οποίο στα τέλη του 20ού αιώνα κινήθηκε πέρα από τη βορειοδυτική Ευρώπη και την Αμερική. Ήταν από τους πρώτους αρχιτέκτονες που ολοκλήρωσε κτίρια στο Πεκίνο, ανοίγοντας την πόρτα μιας τεράστιας αγοράς.
Η Ζάχα Χαντίντ είχε αλλάξει το πρόσωπο της αρχιτεκτονικής για πάντα. Κάτι που μπορεί να διαπιστώσει κάποιος όταν βλέπει τα σχέδια στους διεθνείς αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς. Την προσωπική σφραγίδα της μεγάλης αρχιτεκτονικής της κληρονομιάς.