Ας είμαστε ειλικρινείς. Ούτε τις τελευταίες χολιγουντιανές υπερπαραγωγές, ούτε διαγωνιζόμενους και νικητές του Φεστιβάλ Καννών, ούτε καν τις συνήθεις γαλλοϊταλικές κομεντί δεν έχουμε συνδυάσει με το θερινό σινεμά. Το θερινό σινεμά είναι συνυφασμένο με κλασικούς τίτλους και παλιές δόξες του παγκόσμιου σινεμά, με άγνωστα διαμάντια που έχουν φτιαχτεί για σένα, απλώς δεν το ήξερες μέχρι να τα γνωρίσεις τυχαία σε μια προβολή υπό τον έναστρο ουρανό και να τα ερωτευτείς για μια ζωή.
Στη δύσκολη περσινή σεζόν, που η παραγωγή και η κυκλοφορία νέων ταινιών πάτησε φρένο λόγω της πανδημίας, οι επανεκδόσεις έσωσαν την παρτίδα, κάτι για το οποίο είναι πρόσφορες κάθε φορά που οι νέες κυκλοφορίες μάς απογοητεύουν άλλωστε. Στη φετινή θερινή σεζόν, που αναμένεται ένας υπερβολικός αριθμός ταινιών στις αίθουσες, οι επανεκδόσεις ξεχωρίζουν ως εχέγγυο ποιότητας, ως πηγές ατόφιου, καθαρού σινεμά. Κι αν τυχόν μας απογοητεύσουν ξανά οι νέες κυκλοφορίες, αυτές θα είναι και πάλι εκεί, για να σώσουν το κινηματογραφικό μας καλοκαίρι.
Ανάμεσα στους τίτλους που αναμένουμε φέτος, ξεχωρίσαμε τους παρακάτω:
Ο Ροζ Πάνθηρας - Λαγωνικό 24 καρατίων
(Pink Panther, 1963) - (A shot in the dark, 1964)
Το άστρο του Μπλέικ Έντουαρντς έρχεται για να φωτίσει τις καλοκαιρινές οθόνες μας με δύο από τις μεγάλες στιγμές του. Από τη μια η ελαφριά κωμωδία και ο κοσμοπολιτισμός του πρώτου Ροζ Πάνθηρα, όπου το φλέγμα του Ντέιβιντ Νίβεν συναντά τη σωματική κωμωδία του Πίτερ Σέλερς, και από την άλλη το Shot in the Dark, όπου ο Σέλερς βελτιστοποιεί την περσόνα του επιθεωρητή Κλουζό προς τέρψιν όλων μας και ο Μπλέικ Έντουαρντς στήνει πάνω του και γύρω του μια απίθανη κωμική χορογραφία σε ένα πανηγύρι γκαγκ και ευρημάτων που καταλήγει η πιο αστεία ταινία της σειράς. (10/6-01/7)
Διψασμένος για ηδονή
(In a lonely place, 1956)
Ο original ελληνικός τίτλος της ταινίας, αν και ανήκει σε εκείνους τους ελαφρώς παραπλανητικούς της εποχής, που είχαν στόχο να τραβήξουν περισσότερο κόσμο με τις γαργαλιστικές τους υποσχέσεις, αναφέρεται (και) στην αυτοκαταστροφική φύση του κεντρικού ήρωα, του πιο σκοτεινού ρόλου που υποδύθηκε ποτέ ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ. O αγγλικός τίτλος συλλαμβάνει τη νομοτελειακή επέλευση της καταστροφής, το σημείο μηδέν στο οποίο αναπόφευκτα θα βρεθεί ο ήρωας, καθιστώντας το φιλμ ένα νουάρ (ακόμα) περισσότερο στην ψυχή απ’ όσο στην κατασκευή. Η ατάκα με την οποία κλείνει η ταινία θα σας συνοδεύει για μέρες μετά την προβολή. (10/6)
Ερωτική Επιθυμία
(In the mood for love, 2000)
Τα λεπτοδουλεμένα ντεκόρ, τα κορεσμένα χρώματα του Κρίστοφερ Ντόιλ, το «Yumeji’s Theme» του Σιγκέρου Ουμεμπαγιάσι, που δηλώνει εμφατικά όσα μένουν άφατα ανάμεσα στους ήρωες, δύο παντρεμένους στο Χονγκ Κονγκ των ’60s, απατημένους από τους συζύγους τους, οι οποίοι κάνουν την ηθική επιλογή να αφήσουν το αίσθημα που αναπτύσσεται μεταξύ τους ανολοκλήρωτο, ώστε να παραμείνει αμόλυντο. Η ερωτική κινηματογραφική μελωδία του Γουόνγκ Καρ Βάι, που ήχησε για πρώτη φορά στις αρχές του αιώνα και στιγμάτισε μια γενιά σινεφίλ, επιστρέφει σε αποκατεστημένη κόπια υπό την επίβλεψη του σκηνοθέτη. Ίσως η επανέκδοση του καλοκαιριού – ακολουθείται τον Ιούλιο από την έτερη διάσημη δημιουργία του Καρ Βάι, το 2046. (17/6)
Μπλε Βελούδο
(Blue Velvet, 1986)
H στιγμή που ο Ντέιβιντ Λιντς εντοπίζει τον εφιάλτη στα αμερικανικά προάστια και συστήνει στο σινεφίλ κοινό το sui generis κινηματογραφικό του σύμπαν, ψήγματα του οποίου μόνο στο Eraserhead έβρισκες στη μέχρι τότε φιλμογραφία του. Το κομμένο αυτί στο λιβάδι, το «In Dreams» του Ρόι Όρμπισον, τα κόκκινα χείλη της Ιζαμπέλα Ροσελίνι και η παροξυσμική αντίδραση του Ντένις Χόπερ στη θέα του μπλε βελούδου συνθέτουν μια ξεχωριστή φιλμική διαδρομή που περνά μέσα από τη διασταύρωση επιθυμιών και κινδύνου και συνεχίζει στη χαμένη λεωφόρο του υποσυνείδητου για να καταλήξει στο «κόκκινο δωμάτιο» των φιλμικών ’80s. Silencio. (24/6)
Το Αίνιγμα
(Garde a vue, 1981)
Κάθε καλοκαίρι βλέπουμε και ξαναβλέπουμε τμήματα της φιλμογραφίας της nouvelle vague, μα υπάρχουν πολύ περισσότερα (και σε αρκετές περιπτώσεις πολύ καλύτερα) πράγματα στη γαλλική κινηματογραφία, όπως τα policier, τα αστυνομικά φιλμ δηλαδή, στα οποία οι Γάλλοι έχουν μακρά παράδοση. Το Αίνιγμα του Κλοντ Μιλέρ είναι μία από τις ωραιότερες ταινίες του είδους, συνιστά μια μελαγχολική δημιουργία, όπου το αστυνομικό μυστήριο δίνει σταδιακά τη θέση του στο υπόκωφο ερωτικό δράμα, με ένα φινάλε που μένει αξέχαστο. Είναι το είδος της επανέκδοσης που θα επιθυμούσαμε να βλέπουμε συχνότερα στα θερινά σινεμά. (24/6)
Η Συνομιλία
(The Conversation, 1974)
Μεταξύ των δύο Νονών ο Κόπολα στρίμωξε αυτό εδώ το βραδυφλεγές συνωμοσιολογικό θρίλερ που τυγχάνει να είναι και ολίγον αριστούργημα. Η Συνομιλία χρωστάει πολλά στο Blow Up του Αντονιόνι, αν όμως το τελευταίο είναι μια ταινία για τη διαρκώς διαφεύγουσα αλήθεια, η πρώτη είναι μια ταινία για τον διαρκώς διαφεύγοντα έλεγχο. Τον έλεγχο των πραγμάτων που εσφαλμένα νομίζει ότι έχει ο ήρωας, λόγω της απόστασης που παίρνει από αυτά, τις προσπάθειές του να τον αποκτήσει, μέσω της εμπλοκής του, και την ολοκληρωτική ήττα του, που θα έρθει σε ένα με τον τρόπο του καθηλωτικό, οριακά υπερβατικό τελευταίο εικοσάλεπτο. (15/7)
To παιχνίδι των λυγμών
(Τhe Crying Game, 1992)
Από τα μεγάλα κινηματογραφικά σοκ των ’90s, το Παιχνίδι των Λυγμών του Νιλ Τζόρνταν έρχεται για να συστηθεί σε μια νέα γενιά σινεφίλ που δεν γνωρίζει το «μυστικό». Στην ιστορία ενός εθελοντή του IRA και του κοριτσιού ενός Βρετανού στρατιώτη, που είχε ως τελευταία του επιθυμία, πριν εκτελεστεί, να του την προσέχει, μπορεί να βλέπεις αρχικά ένα ερωτικό θρίλερ, το πραγματικό θέμα της ταινίας, όμως, είναι η ταυτότητα και η ανάδειξή της ως προϊόντος καθαρά εσωτερικού φρονήματος – το περίβλημα, άλλωστε, είναι απλώς ένα κομμάτι κρέας, για να παραφράσουμε τον Φόρεστ Γουίτακερ στην ταινία. (22/7)
Το Κεντρί
(The Sting, 1973)
Ο μεγάλος θριαμβευτής της οσκαρικής απονομής του 1973 έφυγε με επτά αγαλματίδια στις αποσκευές του. Απολύτως δικαιολογημένα, αν μας ρωτάτε, καθώς πρόκειται για ένα από τα ευτυχέστερα δείγματα ψυχαγωγικού σινεμά, με περίσσευμα γοητείας και φινέτσας, ragtime ήχους, αξιέπαινη κατασκευαστική επιμέλεια, πρωταγωνιστικό δίδυμο ασυναγώνιστου μαγνητισμού –κρίμα που οι Πολ Νιούμαν και Ρόμπερτ Ρέντφορντ έκαναν μόνο δύο ταινίες μαζί– και ένα σενάριο από εκείνα που ζήλεψε κάθε ταινία απάτης που ακολούθησε. Πολλές ταινίες προσπάθησαν να τη μιμηθούν, ελάχιστες τα κατάφεραν. (Ιούλιος)
Καζαμπλάνκα
(Casablanca, 1941)
Η Καζαμπλάνκα του Μπόγκαρτ και της Μπέργκμαν, του «As time goes by» και της «αρχής μιας υπέροχης φιλίας», του μπαρ που «απ’ όλα τα μπαρ του κόσμου» έμελλε να επανενώσει πρόσκαιρα δύο ανθρώπους που χώρισε ο πόλεμος και ενός φινάλε που ξεκαθαρίζει τη (διόλου) λεπτή γραμμή που χωρίζει το fling από τον ατόφιο έρωτα, θα αποτελέσει και φέτος καταφύγιο για ερωτοχτυπημένους (και μη) σινεφίλ, λειτουργώντας παράλληλα και ως λυδία λίθος για την εξακρίβωση της καταλληλότητας του ερωτικού μας συντρόφου: μάλλον δεν θέλεις να είσαι με κάποιον που δεν θέλει να δει μαζί σου την Καζαμπλάνκα κάτω από τα αστέρια. (Ιούλιος)
Mπέτυ Μπλου
(Betty Blue, 1986)
O Ζοργκ και η Μπέτυ, το πορτοκαλί και το μπλε, η μέρα και η νύχτα. Από τις σπάνιες περιπτώσεις που η κινηματογραφική απεικόνιση του amour fou, όπως τον αποκαλούν οι Γάλλοι, αγκαλιάζει ατρόμητα (και) την ηδυπάθεια που αυτός συνεπάγεται, τον εντοπίζει κάπου ανάμεσα στην αλαφροΐσκιωτη αίσθηση του μαγικού ρεαλισμού και την ωμότητα μιας οριακής arthouse δημιουργίας και βυθίζεται στον ολοκληρωτισμό του. Επίσης, σε λίστες με τα καλύτερα κινηματογραφικά scores που γράφτηκαν ποτέ πάντα κρατάμε μια θέση για το σάουντρακ του Γκάμπριελ Γιάρεντ, ένα μουσικό χωνευτήρι ειδών και ακουσμάτων από διαφορετικές γωνιές του πλανήτη. (19/8)
*Σημειώνεται πως οι ημερομηνίες εξόδου των ταινιών στις αίθουσες ενδέχεται να αλλάξουν.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.