O ΚΑΡΛ ΠΟΠΕΡ είχε πει ότι «κανένα λογικό επιχείρημα δεν θα έχει λογική επίδραση σε κάποιον που δεν θέλει να φερθεί λογικά». Στο θέμα του εμβολιασμού βρισκόμαστε ακριβώς σε αυτό το σημείο.
Επί της ουσίας, έχουν ειπωθεί πλέον τα πάντα. Όλες οι κυβερνήσεις παρακινούν τους πολίτες τους να εμβολιαστούν. Έχουν γίνει ενημερωτικές καμπάνιες. Οι επιστήμονες υποδεικνύουν τον εμβολιασμό ως τον ασφαλέστερο τρόπο να ξεπεραστεί η πανδημία. Τα στοιχεία δείχνουν ότι όπου έχει προχωρήσει ο εμβολιασμός, υπάρχει ύφεση της νόσου. Το ίδιο και στη χώρα μας, όπου όλοι όσοι νοσηλεύονται σε κρίσιμη κατάσταση είναι μη εμβολιασμένοι. Παρ’ όλα αυτά, μια σημαντική μερίδα συμπολιτών μας αρνείται να εμβολιαστεί.
Δεν είναι ώρα να αναλύσουμε ποια είναι η εσωτερική λειτουργία που οδηγεί κάποιους ανθρώπους να αντιδρούν σε αυτό που θεωρείται κοινός τόπος και τι αυτοεπιβεβαίωση αντλούν από αυτό. Ούτε να εξετάσουμε πώς γίνεται κάποιοι να είναι δύσπιστοι απέναντι σε έναν κορυφαίο επιστήμονα και εύπιστοι σε θεωρίες του διαδικτύου που πονάει το μυαλό σου μόνο που τις διαβάζεις.
Εκτός, όμως, από το να δούμε πώς θα πείσουμε εκείνους που δεν θέλουν να πειστούν, πρέπει να δούμε και πώς θα προστατεύσουμε τα δικαιώματα εκείνων που έπραξαν όπως η πολιτεία τους ζήτησε. Αυτούς που επί ενάμιση χρόνο τήρησαν τα μέτρα προστασίας, εμβολιάστηκαν για να προστατεύσουν τον εαυτό τους και τους γύρω τους, συνέβαλαν στο χτίσιμο ενός τείχους ανοσίας και σήμερα δικαιούνται να πάρουν τη ζωή τους πίσω, επανακτώντας όλα τα δικαιώματα που είχαν πριν από την πανδημία.
Κάποιος εξ αυτών θα πει εύλογα: «Η πολιτεία απέκτησε τα εμβόλια, τα διαθέτει δωρεάν, δημιούργησε εμβολιαστικό μηχανισμό, πλέον όλα τα εμβόλια είναι διαθέσιμα σε όλους. Όλα ελεύθερα, λοιπόν, γιατί εμείς δεν φταίμε σε τίποτα και όποιος δεν θέλει να εμβολιαστεί, κακό του κεφαλιού του».
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, είναι μια δύσκολη απόφαση, που θα γίνει ακόμα δυσκολότερη αν η εφαρμογή της αφεθεί αποκλειστικά στην πολιτεία. Ο πειρασμός του ψαρέματος στα «θολά νερά» του αντιεμβολιασμού θα είναι, για πολλούς, μεγάλος.
Είναι βέβαιο ότι αυτή η αντίδραση θα είναι και η πιο δημοφιλής. Δεν είναι βέβαιο, ωστόσο, ότι είναι η ορθότερη. Γιατί σε μια τέτοια περίπτωση οι κίνδυνοι υγειονομικής υποτροπής είναι υπαρκτοί. Αν δεν χτιστεί τείχος ανοσίας, ένα 4ο κύμα πανδημίας δεν μπορεί να αποκλειστεί. Σίγουρα λιγότερο σφοδρό σε σχέση με τα προηγούμενα, καθώς πολλοί θα είναι θωρακισμένοι χάρη στον εμβολιασμό, αλλά με επιπτώσεις που θα είναι ορατές.
Τα νοσοκομεία θα γεμίσουν και πάλι (με συνέπειες στην ομαλή λειτουργία τους, όπως συνέβαινε μέχρι πρόσφατα, που αναβάλλονταν χειρουργεία…), τα σχολεία επίσης μπορεί να έχουν προβλήματα, ενώ όσοι δεν μπόρεσαν να εμβολιαστούν για ιατρικούς λόγους θα είναι πάντα ευάλωτοι. Και, φυσικά, δεν γνωρίζουμε τι θα γίνει με τις μεταλλάξεις, οι οποίες, όπως λένε οι επιστήμονες, αυξάνονται και παραμένουν επικίνδυνες, όσο ο ιός κυκλοφορεί.
Κατά συνέπεια, το «όλα ελεύθερα και ας πρόσεχαν» εύκολα το λες, αλλά μια υπεύθυνη πολιτεία δύσκολα το επιτρέπει. Όχι μόνο επειδή οφείλει να φροντίζει για όλους αλλά και γιατί η έλλειψη κάθε περιοριστικού μέτρου μπορεί να οδηγήσει σε, ήπια έστω, υποτροπή που μπορεί να πλήξει και όσους έχουν εμβολιαστεί.
Η συζήτηση που γίνεται για παροχή «διευκολύνσεων» υπέρ των εμβολιασμένων έχει λογική. Δεν μπορείς να περιορίσεις την ελευθερία κάποιου που έχει εμβολιαστεί και έχει πράξει όλα όσα του ζητήθηκαν από την πολιτεία με νέα, οριζόντια μέτρα. Οι όποιοι περιορισμοί (αναλογικοί και λογικοί φυσικά) μπορούν να αφορούν μόνο όσους δεν έχουν εμβολιαστεί, μέχρι να ξεπεραστεί οριστικά ο κίνδυνος της πανδημίας, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν.
Μια τέτοια απόφαση, βέβαια, δεν είναι εύκολη. Υπάρχουν πολλές δυσκολίες στην εφαρμογή της, από προσωπικά δεδομένα μέχρι αντικειμενικές δυσκολίες ελέγχου. Οι μη εμβολιασμένοι θα μιλήσουν για κοινωνικό «απαρχάιντ», υποτιμώντας τους κινδύνους για τη δημόσια υγεία και μιλώντας για θεσμοθέτηση μιας διάκρισης σε βάρος τους.
Είναι, επίσης, βέβαιο ότι μια τέτοια απόφαση θα προσβληθεί δικαστικά, αν και η επικρατούσα νομική άποψη είναι ότι δικαιολογείται για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, είναι μια δύσκολη απόφαση, που θα γίνει ακόμα δυσκολότερη αν η εφαρμογή της αφεθεί αποκλειστικά στην πολιτεία. Ο πειρασμός του ψαρέματος στα «θολά νερά» του αντιεμβολιασμού θα είναι, για πολλούς, μεγάλος.
Σε αυτήν τη δύσκολη ισορροπία φορείς και κυρίως επιχειρήσεις θα μπορούσαν να έχουν τον δικό τους κρίσιμο, συμπληρωματικό ρόλο, θέτοντας οι ίδιες το πλαίσιο παροχής των υπηρεσιών τους και φροντίζοντας παράλληλα την εφαρμογή της απόφασης. Με την προϋπόθεση, φυσικά, ότι η πολιτεία, που έχει πάντα την κύρια ευθύνη, θα τους δώσει τη νομική δυνατότητα να το πράξουν. Να μπορούν π.χ. αθλητικοί σύλλογοι, κινηματογράφοι, θέατρα κ.λπ. να διαθέτουν εισιτήρια στη βάση του εμβολιασμού, όχι ως μέσο «τιμωρίας» όσων δεν θέλουν να εμβολιαστούν, γιατί αυτό είναι όντως δικαίωμά τους, αλλά ως μέσο προστασίας της δημόσιας υγείας, για όσο διάστημα κριθεί αναγκαίο. Θα είναι μια σπουδαία πράξη εταιρικής κοινωνικής ευθύνης.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.