ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ ΤΟΥ 1969, λιγότερο από διακόσια χιλιόμετρα μακριά από το Γούντστοκ, συνέβαινε ένα εξίσου (αν όχι πιο) σημαντικό – μουσικά, κοινωνικά, πολιτισμικά – φεστιβάλ το οποίο όμως ελάχιστοι συγκριτικά άνθρωποι στον πλανήτη γνώριζαν, μέχρι σήμερα. Πρόκειται για το Πολιτιστικό Φεστιβάλ του Χάρλεμ (Harlem Cultural Festival) που διεξήχθη εκείνο το καλοκαίρι στο πάρκο Mount Morris (πλέον ονομάζεται Marcus Garvey Park) της νεοϋρκέζικης συνοικίας που υπήρξε και εξακολουθεί να λειτουργεί ως λίκνο και ως ζωντανό μουσείο της αφρο-αμερικανικής κουλτούρας.
Και μόνο κάποια από τα ονόματα που είχαν εμφανιστεί (σ΄ εκείνη μάλιστα την τόσο κρίσιμη καμπή της μουσικής κουλτούρας) στη διάρκεια του Φεστιβάλ προκαλούν σήμερα ρίγος και δέος: Stevie Wonder, Mahalia Jackson, Nina Simone, Sly and the Family Stone, B. B. King, Hugh Masekela, Gladys Knight & the Pips, Staples Singers… Κι όμως, αυτό το κοσμογονικό event που, αντίθετα από το νεανικό και σε μεγάλο βαθμό «καμένο» κοινό του Γούντστοκ, είχε ως ακροατήριο την ευρύτερη κοινότητα της περιοχής και ανθρώπους κάθε ηλικίας και ιδεολογικής προδιάθεσης, σβήστηκε σχεδόν από τα χρονικά και την δημόσια συνείδηση παρότι είχε κινηματογραφηθεί μεγάλο μέρος του. Οι δημιουργοί του αρχικού υλικού είχαν επιχειρήσει τότε να το διανείμουν ως το «Μαύρο Γούντστοκ», ουδείς όμως έμοιαζε να ενδιαφέρεται, με αποτέλεσμα να ξεμείνουν οι μαγνητοταινίες στο συρτάρι για πάνω από μισό αιώνα.
Το “Summer of Soul” αποτελεί με το εκπληκτικό μοντάζ και τις συνεντεύξεις από ανθρώπους, επώνυμους κι ανώνυμους, που βρέθηκαν τότε εκεί, μια εναλλακτική ιστορία και ένα παράλληλο σύμπαν που δεν μας είχε αποκαλυφθεί ποτέ μέχρι τώρα σε όλο του το πολύχρωμο και πολυδύναμο μεγαλείο.
Μέχρι που ανακάλυψε πέρσι αυτό το ανεκτίμητο και απείρως συναρπαστικό και συγκινητικό υλικό ο συμπαθής σε όλους Ahmir Thompson, γνωστότερος ίσως ως Questlove – μουσικός παραγωγός, d.j. (αυτός επιμελήθηκε την μουσική ζωντανά στον αέρα κατά την τελευταία τελετή απονομής των Όσκαρ), ιδρυτής των Roots, πολυμαθής και πολυσχιδής μουσικός και μουσικόφιλος – για να το χρησιμοποιήσει ως βάση για μία από τις πιο σημαντικές ταινίες της χρονιάς. Εκτός από ένα πολύτιμο ντοκουμέντο που συγκεντρώνει κάποιες από τις κορυφαίες μορφές του αμερικανικού μουσικού κανόνα, το “Summer of Soul” αποτελεί με το εκπληκτικό μοντάζ και τις συνεντεύξεις από ανθρώπους, επώνυμους κι ανώνυμους, που βρέθηκαν τότε εκεί, μια εναλλακτική ιστορία και ένα παράλληλο σύμπαν που δεν μας είχε αποκαλυφθεί ποτέ μέχρι τώρα σε όλο του το πολύχρωμο και πολυδύναμο μεγαλείο.
Ο εναλλακτικός τίτλος (“When The Revolution Could Not Be Televised”) αυτού του εκπληκτικού ντοκιμαντέρ που προβλήθηκε πριν από μερικές μέρες σε επιλεγμένες κινηματογραφικές αίθουσες και είναι πλέον διαθέσιμο στην πλατφόρμα Hulu, εκφράζει τις πολιτικοκοινωνικές διαστάσεις (για το τότε αλλά και για το τώρα) που είχε εκ των συνθηκών λάβει το Φεστιβάλ στο Χάρλεμ εκείνο το καλοκαίρι του 1969, αλλά και το παράπονο για το γεγονός ότι κάτι τόσο σημαντικό και καίριο έμεινε θαμμένο για τόσα χρόνια.
Εκτός από τους μουσικούς, εμφανίζονται επί σκηνής και διάφοροι πολιτικοί παράγοντες όπως ο Τζέσι Τζάκσον ή ο τότε δήμαρχος της Νέας Υόρκης Τζον Λίντσεϊ (ένας λευκός «προοδευτικός Ρεπουμπλικάνος», όταν ακόμα δεν είχε εξαφανιστεί αυτό το σπάνιο είδος), αυτό όμως που συγκλονίζει τον θεατή, πέρα από την δυναμική μιας κοινότητας που μόλις είχε αποκτήσει μια έντονη αίσθηση (ριζοσπαστική ή όχι) όχι μόνο αξιοπρέπειας και αυτοπεποίθησης αλλά και προσωπικότητας και μόδας και στυλ, είναι η Mουσική.
Πραγματικά δεν ξέρει τι να πρωτοθαυμάσει κανείς (και τι να δει ξανά και ξανά): Τον 19χρονο Stevie Wonder να καταλαμβάνεται από υπερφυσικές δυνάμεις και να οργιάζει στα ντραμς και στα πλήκτρα; Την μεγάλη Mahalia Jackson να ιερουργεί μαζί με την Malvin Staples; Τη Nina Simone να παρασύρει το κοινό σε υπερβατικά πεδία αυτογνωσίας και αυτοσυνείδησης; Τους απίστευτους φωνητικούς και χορευτικούς συγχρονισμούς της Gladys Knight και των Pips; Την πρωτοποριακή, ριζοσπαστική, ψυχεδελική, τριπαρισμένη soul των Sly and the Family Stone, του πιο cool συγκροτήματος στον πλανήτη εκείνη την στιγμή; «Στην αρχή είχαμε μείνει με το στόμα ανοιχτό» αφηγείται ένας μάρτυρας της εντυπωσιακής εμφάνισής τους. «Μια γυναίκα παίζει τρομπέτα! Μια άλλη είναι στα πλήκτρα! Ο ντράμερ είναι λευκός! Πώς γίνεται ο ντράμερ να είναι λευκός! Με το που ξεκίνησαν βέβαια, μας πήραν μαζί τους. Την επόμενη μέρα είχαμε αλλάξει ρούχα, γούστα και συμπεριφορά».
«Εκείνο το καλοκαίρι απελευθερωθήκαμε», λέει στην ταινία μια γυναίκα που ήταν 16 χρονών τότε. «Από τους γονείς μας», συμπληρώνει μετά από μια μικρή παύση, αποφεύγοντας να δώσει μεγαλύτερο πολιτικό βάρος σ’ ένα έτσι κι αλλιώς φορτισμένο από τις τότε συνθήκες και πλέον, από την ίδια την Ιστορία που κάνει κύκλους, όπως διαρκώς διαπιστώνουμε. Ή όπως λέει κάποιος άλλος ανακαλώντας στη μνήμη του εκείνες τις Κυριακές στο πάρκο: «Αυτές οι συναυλίες ήταν σα να φυτρώνουν τριαντάφυλλα στο τσιμέντο».