Από το στούντιο του Γιώργου Χαδούλη στην Κηφισιά μπορεί κανείς να ατενίσει όλη την Αθήνα μέχρι τη θάλασσα. Ο χώρος είναι γεμάτος με σχέδια και έργα της Ακρόπολης, βασικό υλικό της έκθεσης με τίτλο «Acropolis Now», που εγκαινιάζεται την Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου και θα διαρκέσει μέχρι τις 16 Οκτωβρίου 2021 στην γκαλερί Σκουφά.
Δεν περιλαμβάνει μόνο έργα από ένα αγαπημένο οπτικό και νοητικό θέμα του αλλά και τη νέα κεραμική δουλειά του, εμπνευσμένη από τη φύση, τη μυθολογία και τις ανθρώπινες μορφές.
— Τι παρουσιάζεις σε αυτήν τη δουλειά και πώς ξεκίνησε αυτή η ιδέα;
Παρουσιάζω τοπία που περιλαμβάνουν την Ακρόπολη, έργα σε χαρτί, μελάνια, κάρβουνα και παστέλ λαδιού. Η ιδέα να απεικονίσω την Ακρόπολη δεν είναι ακριβώς δική μου. Ένας φίλος συλλέκτης έχει την Ακρόπολη από διάφορους ζωγράφους και μου ζήτησε να κάνω κι εγώ μία. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν «άσ’ το».
Αλλά ο σπόρος είχε πέσει και υπάρχει και κάτι άλλο που συνέβη: το 2015 πέρασα μια υπαρξιακή κρίση που σχετιζόταν μ’ εμένα, τα παιδιά μου, το πού πάει αυτή η χώρα και άρχισα να ζωγραφίζω την Ακρόπολη σε μαυρόασπρα από μνήμης, από βίωμα, σε μια περίοδο που είχα φοβηθεί πολύ. Έψαχνα να βρω και τον τρόπο που αυτό θα αποκτούσε μια σημασία, γιατί εγώ δεν ζωγραφίζω έξω, δεν πηγαίνω απέναντι από την Ακρόπολη να σχεδιάσω.
Η Ακρόπολη, όπως θα δεις, υπάρχει μέσα σε αυτό το τοπίο που την περιβάλλει, και χάρη σε αυτό. Το περιβάλλον διαμορφώνει το ανθρώπινο έργο και αυτό με τη σειρά του τον τρόπο που το βλέπουμε. Όμως το ερέθισμα ήταν εσωτερικό, δεν ήταν η εικόνα ενός συμβόλου αλλά κάτι που με αφορούσε να γίνει εκείνη τη στιγμή.
— Η διαδικασία αυτή πόσο κράτησε;
Στην ουσία δεν έχει σταματήσει. Δούλευα παράλληλα με άλλες ενότητες έργων που με απασχολούν και αφορούν τον τόπο και τον άνθρωπο και νομίζω ότι ήρθε η ώρα να δώσω χώρο σε αυτό το θέμα και στις παραλλαγές του.
— Τι είναι για σένα η Ακρόπολη δηλαδή;
Μεγάλωσα στο κέντρο και θεωρώ ότι είμαι άνθρωπος της πόλης. Όταν ζεις στο κέντρο, βλέπεις την Ακρόπολη συνεχώς, μου έκανε την ίδια εντύπωση με τον Εθνικό Κήπο, όχι κάτι περισσότερο. Μεγαλώνοντας στο κέντρο είναι μέρος της ζωής σου, της καθημερινής εμπειρίας, θα παρατηρήσεις ότι όσοι μεγαλώνουν στα προάστια βλέπουν την Ακρόπολη αλλιώς.
Έχει, λοιπόν, σημασία το μέρος, το πού μεγάλωσες. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, ζεις με την αρχαιότητα στην Ελλάδα και στο κέντρο είναι δίπλα σου, ορατή. Εγώ είμαι άνθρωπος του κέντρου. Δηλαδή, αν μου πεις να βγω, θα πάω στο κέντρο, εκεί όπου θα δω όλες τις φυλές, δεν μπορώ να είμαι σε ένα άλλο μέρος της πόλης με ένα είδος συγκεκριμένο ανθρώπων. Απλώς, κάποια στιγμή, όταν μεγαλώνεις, φτάνεις σε μια ηλικία που τα σκέφτεσαι όλα διαφορετικά, ας πούμε όταν είσαι στο εξωτερικό νιώθεις τι σημαίνει Αθήνα και πού ανήκεις, σου συμβαίνει, φεύγοντας, να σκεφτείς τι σημαίνει αυτός ο τόπος για σένα.
Μου προσάπτουν ότι δουλεύω γρήγορα ή ότι τα κάνω εύκολα. Δεν είναι εύκολα και δεν έχει να κάνει με την ταχύτητα. Δεν πιστεύω ότι η ζωγραφική είναι κέντημα και χρειάζεται να μετράμε εργατοώρες. Στην Ελλάδα μετρά αυτό, αλλά δεν το θαυμάζω, ούτε με συγκινεί υποχρεωτικά. Θαυμάζω κάτι αν έχει κάποιο νόημα και δεν είναι μόνο πεδίο στοχασμού. Η ζωγραφική είναι μια οπτική γλώσσα, το μάτι πρέπει να χαίρεται.
— Εσύ ήθελες να γίνεις ζωγράφος από μικρός;
Ο πατέρας μου είχε ένα πάθος με την κλασική μουσική, δούλευε στη ναυτιλία, γνώρισε τη μητέρα μου, που ήταν Γαλλίδα, και από την πλευρά της όλοι ζωγράφιζαν ‒ έκαναν άλλα επαγγέλματα, αλλά αγαπούσαν την τέχνη και αυτό ήταν κάτι έντονο στο σπίτι. Στα δεκαπέντε-δεκάξι, αντί να πάω διακοπές, καθόμουν και ζωγράφιζα, έκανα μουσική ‒ είχα και ένα συγκρότημα. Αλλά δεν ήθελα να κάθομαι να περιμένω τον μπασίστα και κατάλαβα, αν και ήμουν πολύ κοινωνικός, ότι το να είμαι μόνος μου ήταν κάτι πολύ σημαντικό. Η έννοια της μοναχικότητας που ανέπτυξα, ας πούμε, για τους συμμαθητές μου, που με ήξεραν ως πολύ εξωστρεφή τύπο, ήταν κάπως περίεργη.
Τότε είδα ένα ντοκιμαντέρ, θυμάμαι, με τον Πικάσο που ανεβοκατέβαινε μια σκάλα και ζωγράφιζε και είπα «εδώ είμαι, δεν υπάρχει άλλο», ο τρόπος που συνδεόταν το μυαλό με το χέρι είναι αυτό που για μένα συνιστά τη ζωγραφική, ένας κόσμος στον οποίον μπορείς να μπεις. Γι’ αυτό μου αρέσουν οι τοιχογραφίες. Παρόλο που δεν το έχω κάνει, στο κεφάλι μου η ζωγραφική είναι μια τοιχογραφία, σαν την εκκλησία, ένας κόσμος στον οποίο μπαίνεις και περιβάλλεσαι από αυτόν.
— Με τις σπουδές πώς συνέχισες;
Σπουδές έκανα κατευθείαν στην Beaux-Arts, ερωτεύτηκα το μέρος ‒το Παρίσι δεν μπορείς να μην το ερωτευτείς‒ με το που πήγα και στην αρχή ήμουν ακρατής. Δεν είχα άγχος, κατάλαβα ότι αυτό ήθελα να κάνω και αν με ρωτήσεις ποια είναι η ζωγραφική, θα σου πω η γαλλική, όλος ο δέκατος ένατος αιώνας, οι ιμπρεσιονιστές.
Το Παρίσι περιβάλλει τον ζωγράφο με έναν σεβασμό, αν πας στο Λονδίνο και πεις «είμαι ζωγράφος», δεν τρέχει τίποτα. Γι’ αυτό και το Παρίσι ανέπτυξε τόσο ετερόκλητα πράγματα, πολλές ζωγραφικές, και είναι ακόμα και τώρα ζωντανό, έχει παραμείνει το ίδιο, παρόλο που έχουν περάσει τόσα και τόσα.
Ούτε στην Ιταλία έχεις την ίδια αίσθηση, το Παρίσι είναι κατασκευασμένο για να «δείχνεται». Σαν να είναι μια ζωγραφική και η ίδια η πόλη. Όταν ήμουν εκεί ήταν μια ανοιχτή πόλη όπου μπορούσες να σουλατσάρεις μέρα-νύχτα σαν να είσαι στη Μεσόγειο.
— Σκέφτηκες να μείνεις ή ήθελες να επιστρέψεις;
Τελείωσα το 1992. Έκανα την πρώτη έκθεση στο Αγκάθι και άρχισα να βγάζω και χρήματα από την τέχνη μου. Ιδανικά ήθελα να πηγαινοέρχομαι στο Παρίσι, αλλά δεν γινόταν.
— Τα κεραμικά πώς ξεκίνησες να τα κάνεις;
Πάλι χάρη σε έναν φίλο μου, που ήθελε να του φτιάξω κάτι. Ήταν η εποχή που το Μαρούσι και οι βιοτεχνίες κεραμικής έκλειναν. Αλλά βρήκα ένα μέρος που μου φάνηκε ενδιαφέρον κι έτσι άρχισα να μαθαίνω. Σχεδίαζα τη φόρμα και βασικά με ενδιέφερε η ζωγραφική, να σκέφτομαι το υλικό και πώς θα την υποδεχτεί, κι έτσι ξεκίνησα από το 2000 να τα βάζω λίγο σκόρπια στις εκθέσεις μου.
Τα τελευταία δέκα χρόνια αυτά τα έργα που έκανα έγιναν της μόδας. Είναι χαρούμενα, αλλά, μη γελιόμαστε, στην Ελλάδα το χαρούμενο δεν εκτιμάται, θεωρείται ελαφρύ. Παρ’ όλα αυτά, κάποιος που τα κοιτάζει επιτρέπει στον εαυτό του να τα εκτιμήσει περισσότερο απ’ ό,τι αν ήταν ένα ζωγραφικό έργο, γιατί η ζωγραφική θεωρείται κάτι σοβαρό. Αυτό είναι από μόνο του ένα ωραίο πράγμα, το βλέπει και ως εφαρμογή. Δεν σου πει κάποιος «αυτό δεν έχει concept», «δεν έχει βάθος το θέμα». Στα έργα τέχνης το κοινό αγαπά μια συντηρητική ζωγραφική ή μια ζωγραφική που έχει ένα μήνυμα λιγότερο ή περισσότερο αφηρημένο.
Αυτή η ζωγραφική στην Ελλάδα δεν εκτιμάται, αλλά εγώ έχω καταφέρει να ζω από την τέχνη, αν και δεν είναι και πολύ της εποχής, από τη στιγμή που όλοι ασχολούνται με τα πιο conceptual έργα. Εμένα μου δίνει μεγάλη χαρά και είναι κι ένας τρόπος να προχωρήσω, χαίρομαι όταν τα φτιάχνω.
— Η κεραμική τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζεται κάπως διαφορετικά;
Νομίζω πως έχουν μπει πιο σοβαρά σε ένα λεξιλόγιο και νέοι καλλιτέχνες, έχουν μπει στην κεραμική. Διπλωματική στα κεραμικά δεν γινόταν δεκαπέντε και είκοσι χρόνια πριν. Ήταν υποτιμημένη τέχνη, παρά τα αριστουργήματα του Πικάσο, του Μιρό και του Μπαρσελό, Σήμερα βλέπεις γκαλερί σε όλον τον κόσμο να κάνουν εκθέσεις κεραμικής, χωρίς να λογίζεται ως κάτι πιο ευτελές, κι αυτό οφείλεται στο ότι το τοπίο είναι σαφώς πιο πολύχρωμο και ποικίλο.
— Αφηγείσαι μια ιστορία σε αυτά τα κεραμικά;
Δεν σκέφτομαι μια ιστορία και την απεικονίζω. Αρχίζω να φαντάζομαι σχήματα, γράφω πράγματα, ο καθένας κάνει τη δική του ιστορία, παίζω με τα σχήματα, δεν λέω «θα κάνω λουλούδια». Είναι τελείως αυτοσχεδιαστικά, αλλά, ούτως ή άλλως, δουλεύω με αυτόν τον τρόπο. Και φυσικά τα πήλινα καταστρέφονται, σπας, πετάς, δεν είναι όπως στη ζωγραφική, που κάνεις κάτι άλλο από πάνω.
Επίσης, έχει μια οικονομία αυτός ο τρόπος εργασίας, όπως όταν δουλεύεις με μελάνια ή σχέδια και όλα τα σημάδια φαίνονται. Εγώ δουλεύω με έναν τρόπο που πρέπει να είσαι πολύ συγκεντρωμένος, να παίρνεις γρήγορα αποφάσεις και να είσαι καθαρός, γιατί, διαφορετικά, αν αρχίσεις να ζωγραφίζεις, π.χ. σε ένα τελάρο χωρίς οικονομία, θα είναι μια τραγωδία. Η λάμψη των κεραμικών είναι η ιδέα αλλά και η καθαρότητα και η ακρίβεια της εκτέλεσης τα κάνει να λάμπουν, το να ξέρεις πώς θα τα κάνεις.
Η οικονομία αυτή που σου επιβάλλει η κεραμική σού υπαγορεύει και το να λες ένα πολύ καθαρό πράγμα με έναν πολύ καθαρό τρόπο, πολύ συγκεκριμένα, και αυτό σου δίνει λύσεις και στη ζωγραφική. Δηλαδή εκεί που με τα λάδια κάνεις μια πάστα, στην κεραμική, στα χρώματά της, χρησιμοποιείς τη χημεία για να κάνεις κάτι νέο και να έχεις ένα εφέ. Είναι η κουζίνα της δουλειάς αυτή, αλλά στο τέλος πρέπει ο άλλος να βλέπει το ωραίο, τον κόσμο τον νοιάζει να του αρέσει αυτό που βλέπει, το αποτέλεσμα μετρά.
— Δουλεύεις γρήγορα, παράγεις πολλά έργα;
Μου προσάπτουν ότι δουλεύω γρήγορα ή ότι τα κάνω εύκολα. Δεν είναι εύκολα και δεν έχει να κάνει με την ταχύτητα. Δεν πιστεύω ότι η ζωγραφική είναι κέντημα και χρειάζεται να μετράμε εργατοώρες. Στην Ελλάδα μετρά αυτό, αλλά δεν το θαυμάζω, ούτε με συγκινεί υποχρεωτικά. Θαυμάζω κάτι αν έχει κάποιο νόημα και δεν είναι μόνο πεδίο στοχασμού.
Η ζωγραφική είναι μια οπτική γλώσσα, το μάτι πρέπει να χαίρεται. Αν σου πω μια ιστορία για να σε συγκινήσει ένα έργο, αυτό για μένα είναι πρόβλημα, είναι πολλή φιλολογία ‒ την έχουμε κι αυτή ανάγκη, όμως, όταν πάμε σε ένα μουσείο. Η ζωγραφική δεν πρέπει να έχει θέμα και βαρύγδουπο τίτλο, απλώς υπάρχει και δεν της είναι απαραίτητα όλα αυτά.
— Λες ότι η διαδικασία της ζωγραφικής μοιάζει με αυτήν της δημοκρατίας;
Εννοώ ότι το ενδιαφέρον στη δημοκρατία είναι πως αποτελεί ένα πολίτευμα που φτιάχνεται βάσει μιας συλλογικής διαδικασίας, είναι ένας τρόπος να ζούμε όλοι μαζί, για τον οποίο συναποφασίζουμε, τσακωνόμαστε ή συμφωνούμε. Αυτό που βρίσκω πολύ ενδιαφέρον είναι ότι το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι πάντα ανοικτό, δεν ξέρουμε παρά τους κανόνες, όχι τι ακριβώς θα συμβεί, ακόμα και με τη διασφάλιση της συμμετοχής όσο το δυνατό περισσότερων ανθρώπων. Δεν ξέρεις πού θα σε πάει και δεν έχει και πολύ μεγάλη σημασία.
Σημασία έχει ότι είμαστε όλοι μαζί και μπορούμε να αλλάζουμε, ακόμα και τη δημοκρατία, που έχει πολλές πτυχές. Αυτό το βρίσκω τρομερά ενδιαφέρον και στη ζωγραφική, είναι κάτι ανοιχτό, που μπορεί να σε οδηγήσει σε νέους δρόμους. Γενικά και η ζωή είναι ενδιαφέρουσα έτσι, το να την ανακαλύπτεις, να ζυμώνεσαι μαζί της και να προχωράς.
Γιώργος Χαδούλης | Acropolis Now
Διάρκεια έκθεσης: 16/9-16/10
Γκαλερί Σκουφά, Σκουφά 4, Κολωνάκι - 210 3603541 & 210 3643025
Ώρες λειτουργίας: Δευτ.-Τετ. 10:00-16:00, Τρ. & Πέμ. 10:00-21:00, Παρ. 10:00-20:00, Σάβ. 10:30-15:30