Οι Τhe Last Shadow Puppets αλλάζουν με PJ Harvey, ένα soul κομμάτι θα διαδεχθεί μια bossa nova, η ιαπωνική τζαζ θα συναντήσει το anatolian rock, μέσα στο βράδυ ίσως ακουστεί και κάτι νεοκυματικό που θα μας μεταφέρει στην ιστορία ενός καλοκαιρινού έρωτα των ’70s.
Αυτό είναι το eclectic στυλ του Ζώη Χαλκιόπουλου ή, αλλιώς, Mr. Z, που εδώ και δύο δεκαετίες ζει από τη μουσική με την οποία έντυνε τα βράδια τα μπαρ της Αθήνας, δηλαδή από τότε που μια Τρίτη ήταν γεμάτα τόσο αυτά όσο και τα μπουζούκια. Ξεκίνησε παίζοντας όλη την εβδομάδα στο θρυλικό πλέον Decadence. Είδε την κρίση να αλλάζει τη νύχτα και μέσα από αυτή να αναδύεται μια μπαρ κουλτούρα.
Τα τελευταία χρόνια τα μαγαζιά έχουν καλύτερα ποτά και προτιμούν τη μουσική πολυμορφία, οι DJs μετακινούνται από το ένα στο άλλο και ο ίδιος είχε ρυθμίσει το πρόγραμμά του ώστε να δουλεύει τρεις με τέσσερις φορές την εβδομάδα. Ο όρος «πάρτι» μπορεί να μοιάζει για τους παλαιότερους με σχήμα λόγου για την Αθήνα, αλλά δεν ήταν πως η νέα συνθήκη δεν τον ωφέλησε, ίσα ίσα μπορούσε να παίζει την ιδιαίτερη μουσική του σε μικρότερα μαγαζιά.
Συχνά δεν τσέκαρε σχολαστικά τους δίσκους που έπαιρνε μαζί του φεύγοντας από το σπίτι, αγόραζε δέκα που του άρεσαν και τους πάντρευε μέσα στο βράδυ, «ακόμα κι αν ο πελάτης δεν σε κοιτάξει, πιάνεις το κλίμα στον αέρα, θα βγάλει ένα χρώμα, ενώ ακούει μουσική. Μπορεί, λοιπόν, εκείνοι που έπαιζαν σε κλαμπ να έπαιρναν περισσότερα λεφτά, κάνοντας το λιγότερο, αλλά δεν είχαν την προσωπική επαφή που νιώθαμε εμείς στα μπαρ. Σκέψου να βρέχει, να έχεις τριάντα ανθρώπους που να μην έχουν πού να πάνε και να λες “τώρα θα τους παρτάρω, θα τους χορέψω”».
Αναπάντεχα για όλους μας, τα μαγαζιά έκλεισαν και τα ηχεία σίγησαν, ο Mr. Z δεν μπορούσε έτσι κι αλλιώς να κουβαλήσει τους δίσκους του εκτός σπιτιού. Μη έχοντας τις απολαβές που φέρνει το ξενύχτι, μέσα στην καραντίνα αρθρογραφούσε, έκανε δύο διαφορετικές διαδικτυακές εκπομπές, πουλούσε δίσκους, συμπλήρωνε το επίδομα, καταφέρνοντας να εξασφαλίσει το ένα τρίτο του εισοδήματος που είχε συνηθίσει και υπολογίσει ότι θα έχει κάθε μήνα. «Μου ζήτησαν πολλοί να κάνω Ιnstagram live, το θεώρησα βλακεία, δεν είχε τίποτα το κανονικό αυτό, προτίμησα να κάνω mixtapes και λίστες στο Spotify».
«Για χρόνια δεν υπήρχε η δουλειά μας ως όρος, αλλά ήταν και δικό μας λάθος το ότι υπογράφαμε συμβάσεις επί σειρά ετών μην ξέροντας πώς ασφαλιζόμαστε. Μπλέξαμε με τους λογιστές προσπαθώντας να βγάλουμε άκρη, κάποιοι από εμάς δυσκολεύτηκαν πάρα πολύ».
«Για κάποιους μπορεί να είναι μια δεύτερη απασχόληση, αλλά για πολλούς είναι η καριέρα μας. Ακόμα κι αν περνάμε καλά με αυτό που κάνουμε, θα χρειαστεί να δουλέψουμε και μέρες που δεν έχουμε διάθεση, ενώ μας έχει συμβεί κάτι σοβαρό, όπως κάνουν όλοι οι άνθρωποι με τη δουλειά τους». Και μπορεί το DJing να είναι μια κανονική δουλειά, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι επαγγελματίες του το ασκούν με τους καλύτερους όρους.
«Για χρόνια δεν υπήρχε η δουλειά μας ως όρος, αλλά ήταν και δικό μας λάθος το ότι υπογράφαμε συμβάσεις επί σειρά ετών μην ξέροντας πώς ασφαλιζόμαστε. Μπλέξαμε με τους λογιστές προσπαθώντας να βγάλουμε άκρη, κάποιοι από εμάς δυσκολεύτηκαν πάρα πολύ».
Ο Ζώης Χαλκιόπουλος πέρασε φέτος τέσσερις μήνες στη Λευκάδα παίζοντας επτά φορές την εβδομάδα, «όσον αφορά τη μουσική, εκεί έπρεπε να σκεφτώ πιο εμπορικά. Αλλά θα ήταν λάθος να μείνω στην Αθήνα, όσοι έφυγαν για σεζόν ήξεραν πως τα πράγματα θα ήταν πιο χαλαρά σε σχέση με τα μεγάλα αστικά κέντρα, ότι θα έκαναν τα στραβά μάτια για τον τουρισμό. Το μειωμένο ωράριο είχε αρχίσει να ισχύει στην Αθήνα πριν από την πανδημία, με ελάχιστες εξαιρέσεις τα μαγαζιά στο κέντρο κλείνουν νωρίς.
Η αλλαγή στην έξοδο της πόλης είχε συμβεί ήδη και τώρα ενισχύεται. Πήγαμε να παίξουμε μετά το πρώτο lockdown και στις 12 το βράδυ έκλειναν τα μάτια μας. Το να λέμε ότι ο Έλληνας έχει μάθει να πίνει και να διασκεδάζει τα μεσάνυχτα, δεν ξέρω κατά πόσο έχει νόημα πλέον, όλα συνηθίζονται. Όπως δεν ξέρω κατά πόσο θα μας επισκεφθεί τόσο εύκολα ο τουρίστας που θέλει να ζήσει το φημισμένο nightlife της Αθήνας, αν θα σκεφτεί να έρθει από κάπου μακριά, αν αλλάξουμε κι εμείς συνήθειες».
Μετά από είκοσι ένα χρόνια πίσω από τα booths, ο Χρήστος Αγγελόπουλος έχει συνδέσει το όνομά του με την ηλεκτρονική μουσική και το clubbing. Πριν από την παύση της ζωής μας όπως την ξέραμε, ήταν πλήρως απασχολούμενος στο κομμάτι του DJing, το καλοκαίρι του 2020 είχε κλείσει πενήντα ημερομηνίες.
Αναλάμβανε να στήσει το μουσικό προφίλ μαγαζιών από το μηδέν, ενώ είχε μόλις συμφωνήσει με την Κlik records να ασχοληθεί με τα events της. Ένα νυχτοκάματο των εξήντα ευρώ ήταν κάτι που είχε σταματήσει να κυνηγάει καιρό, έπαιζε λιγότερο και για περισσότερα. Παράλληλα βρισκόμασταν σε μια συνθήκη που, εκτός από το παλαιότερο Reworks της Θεσσαλονίκης, περιμέναμε και το ADD Festival της Αθήνας.
Αν θέλει να ξέρει κανείς τι συμβαίνει στην clubbing σκηνή, παρακολουθεί την Αγγλία, τη Γερμανία, την Ολλανδία. Τα μέτρα που πήραν οι χώρες αυτές για τα μεγάλα venues κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας ήταν αυστηρά. Τότε ήταν που ο Χρήστος Αγγελόπουλος αποφάσισε να μετακομίσει μόνιμα στην Αίγινα.
«Αν θες, με έσωσε το ένστικτο ότι η κατάσταση δεν θα είναι βιώσιμη για μένα για καιρό, κατάλαβα ότι έπρεπε να ψάξω να κάνω κάτι άλλο. Είναι από τις πιο δύσκολες αποφάσεις που έχω πάρει ποτέ». Στο νησί εργάζεται στις πωλήσεις εταιρείας που παράγει και εμπορεύεται φιστίκι, ενώ παράλληλα έχει το δικό του εβδομαδιαίο ραδιοφωνικό slot.
«Δεν παίρνω σχεδόν καθόλου αποφάσεις αυτήν τη στιγμή για το κομμάτι της μουσικής, σχεδόν ό,τι έρχεται το απορρίπτω. Φέτος το καλοκαίρι έπαιξα ελάχιστα, περισσότερο για να ξεσκουριάσω, είδα λοιπόν ότι ο κόσμος είναι πάρα πολύ συγκρατημένος. Κλειστήκαμε τόσο, που μας έγινε συνήθεια να επιστρέφουμε σπίτι νωρίς, ακόμα κι αν δεν υπάρχει περιορισμός της νυχτερινής κυκλοφορίας.
Βγήκαμε από το πρώτο lockdown λέγοντας και νομίζοντας ότι θα δούμε να συμβαίνει μπροστά μας κάποιου είδους ρωμαϊκό όργιο, τελικά αυτό που πιστεύαμε ότι θα ζήσουμε δεν είχε καμία σχέση με την πραγματικότητα».
«Το να σε πετύχει κάπου ένας άγνωστος και να σου πει “ήρθα μόνος μου εκεί που έπαιζες και χόρεψα, ήταν μια πολύ ωραία νύχτα’’, το να βλέπεις κόσμο να χορεύει και να παίρνει αυτό που κάνεις μέσα του, το να επηρεάζεις αυτούς που έχεις μπροστά σου με τον τρόπο σου είναι μια επικοινωνία που έχει χαθεί, η ουσία της δουλειάς μας έχει χαθεί δηλαδή. Δεν υπάρχουν αυτές οι συνθήκες και δεν φαίνεται ότι επιστρέψουν σύντομα. Θα είμαστε για πολύ ακόμα βιδωμένοι σε ένα τραπέζι, ακόμα κι αν ακούμε χορευτική μουσική».
Ξέρει ότι τα λεφτά που ζητάει δεν θα τα πάρει αυτήν τη στιγμή, θα προτιμήσει λοιπόν να παίξει στο μαγαζί κάποιου φίλου, «έχω άλλη δουλειά αυτή την περίοδο, θα το κάνω μόνο και μόνο για να ξαναβρεθώ με φίλους, με ανθρώπους που στηρίζουν αυτό που κάνω, για να περάσουμε όπως μπορούμε όμορφα. Η προετοιμασία και η φροντίδα που θα δείξω πριν πάω να παίξω, το να βάλω σε μια τάξη τα πράγματα, να τα ετοιμάσω και να ετοιμαστώ είναι κάτι που μου λείπει πολύ».
Στη μεγάλη εικόνα, το clubbing δεν υπήρξε ποτέ μέχρι τώρα προϊόν για την Ελλάδα. «Στην Αγγλία, όπου παίζονται δισεκατομμύρια, έζησαν παλινωδίες, υπήρξαν αποφάσεις και μπρος - πίσω που έφεραν την ακύρωση μικρών και μεγάλων events, αλλά, επειδή η σκηνή είναι πολύ δυνατή, καθώς συγκεντρώνει τουρίστες από όλο τον κόσμο, απαίτησε να αντιμετωπιστεί όπως της πρέπει.
Είμαστε ο τελευταίος τροχός της αμάξης, το καταλαβαίνουμε, είμαστε οι τελευταίοι που θα επανέλθουμε σε πλήρη λειτουργία, ειδικά με μια κυβέρνηση που δεν θα δει τη σκηνή σοβαρά, ούτε δείχνει να θέλει να ασχοληθεί με ανθρώπους που δουλεύουν με μισά ένσημα ή και καθόλου για ένα μεγάλο κομμάτι της πορείας τους».
Μία φορά τον μήνα, σε ένα πάρτι των Τrashformers στο Fuzz Club, μπορούσαν να μαζευτούν από 1.000 μέχρι 1.500 άτομα. Μετά τη μεγαλύτερη παύση που έχει κάνει στη
δουλειά του από το 2004 μέχρι σήμερα, o Γιάννης Μπερερής βάζει πλέον στα sets που έχει σε μπαρ το «Αυτή η πόλη» των Mikro. Ακούγεται το «θυμάμαι τότε που χορεύανε όλοι, δεν κοιμότανε ποτέ αυτή η πόλη», ενώ από τα ελάχιστα σκαμπό που υπάρχουν στην μπάρα μπροστά του θα δει να σηκώνονται χέρια, αλλά μέχρι εκεί.
«Θα τραγουδήσουν λίγο τα κομμάτια, θα δω μερικά χαμόγελα κι αυτά είναι τα μόνα που μπορούν να μου φτιάξουν τη διάθεση. Την ίδια ώρα θα νιώσεις ότι κάτι κινείται, κάτι συμβαίνει στον χώρο γύρω σου, αλλά στην πραγματικότητα είναι το προσωπικό που τρέχει να τσεκάρει πιστοποιητικά εμβολιασμού. Κι εγώ είμαι εγκλωβισμένος με τη μάσκα και τα ακουστικά μαζί».
Η ομάδα των φημισμένων trash parties που ξεκίνησε από την Πάτρα έβγαζε τα live shows της με τους καλεσμένους-έκπληξη σε όλη την Ελλάδα και το Λονδίνο. Στην πρώτη καραντίνα έκαναν τέσσερα live streamings. «Σκεφτόμασταν ότι μπορεί κάποιος να ήταν στο κρεβάτι του εκείνη την ώρα, μπορεί και να κοιμόταν την ώρα που εμείς παίζαμε.
Είμαστε σε μια αναμονή μέχρι οι συνθήκες να μας επιτρέψουν να οργανώσουμε κάτι που θα θυμίζει αυτό που κάναμε παλιά. Αν κάνεις ένα event με καθήμενους, απλώς θα σε χαζεύουν, άντε να σε χειροκροτήσουν και να γελάσουν. Δεν μπορούν να γνωρίσουν κόσμο, να ιδρώσουν, να πονέσουν τα πόδια τους από τον χορό».
Στα μπαρ, ο Γιάννης Μπερερής –aka Gizmo– «έχτιζε» την ατμόσφαιρα από τις εννιά μέχρι τις έντεκα το βράδυ. Μετά την πρώτη επανεκκίνηση της εστίασης βρέθηκε να κάνει το ακριβώς αντίθετο, ξεκινούσε νωρίς με τα πιο δυνατά του κομμάτια και την ώρα που κανονικά θα σηκωνόντουσαν όλοι, εκείνος έδινε το σύνθημα με τη μουσική ότι τα φώτα θα ανάψουν αναγκαστικά και τα καθίσματα θα μαζευτούν, μέχρι την επόμενη μέρα. Οι ώρες που δούλευε ήταν αναγκαστικά λιγότερες και οι απολαβές του μισές.
Με το που έφτασε στα χέρια του η πρώτη πιο uptempo δουλειά του, ο Kill Εmil (κατά κόσμον Αιμίλιος Πρωτόπαπας) μπήκε, όπως όλοι μας, σε καραντίνα. «Είχα δώσει του κόσμου τα λεφτά για το άλμπουμ, τον Aύγουστο είχα κανονίσει δεκαπέντε εμφανίσεις και έμεινα με δύο. Αν δεν είχα και το επίδομα, θα ήμουν σε τραγική κατάσταση.
Μαζευόμασταν με φίλους και μοιραζόμασταν ό,τι περίσσευε στον καθένα, φαγητό και ποτό, μόνο αυτό είχε την πλάκα του». Ως DJ, ενώ είχε μοιράσει τα βράδια του σε τέσσερα διαφορετικά μαγαζιά, βρέθηκε να κάνει το σπίτι του καταπράσινο και να γυρίζει τέσσερα βιντεοκλίπ. Επιστρέφοντας αυτό το καλοκαίρι στα decks, έκλεισε τρία sets την εβδομάδα, με όρο να παίζει νωρίς. Δηλαδή, από κει που είχε μάθει να βλέπει το φως της ημέρας το ξημέρωμα, τώρα το βλέπει την ώρα που κατευθύνεται προς το μαγαζί. «Δεν έχει νόημα, όπως είναι η κατάσταση στα μπαρ, να το τραβάμε μέχρι τις πέντε το πρωί. Παίζω και ο κόσμος πρέπει να κάθεται έξω, γι’ αυτό είπα ότι θα ακολουθήσω ευρωπαϊκό ωράριο».
«Αυτό που μου έχει λείψει όμως περισσότερο είναι τα live. Δεν μπορώ να είμαι απόλυτα ευχαριστημένος αν παίξω για καθήμενους, αλλά αυτήν τη στιγμή με ικανοποιεί και το χαμόγελό τους». Σε έναν μήνα θα ξαναφύγει έξω. «Συμμετείχα σε φεστιβάλ στο Λουξεμβούργο, με ρώτησαν αν είμαι εμβολιασμένος και παρότι απάντησα θετικά, μόλις έφτασα στο αεροδρόμιο με παρέλαβαν και με πήγαν απευθείας για rapid test.
Την ώρα που έκανα soundcheck, είδα μια λαοθάλασσα, ο κόσμος έφτανε από νωρίς, γιατί χωρίς τεστ δεν έμπαινε. Μαζεύτηκαν δύο χιλιάδες άτομα, όλοι όρθιοι, χωρίς μάσκα. Μετά βρέθηκα στην Ολλανδία, είχαν το ίδιο σύστημα. Εμείς γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε το ίδιο; Αυτό που μας έχει λείψει είναι να διασκεδάσουμε ουσιαστικά, χωρίς περιορισμούς, ο κόσμος θέλει να βγει και να παρτάρει, είναι απόλυτα λογικό».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.