Ο Terry Tsiolis είναι ένας φωτογράφος που για χρόνια συνεργάστηκε με τα μεγαλύτερα περιοδικά μόδας («Vogue», «Harper’s Bazaar» και «Vanity Fair») και φωτογράφισε διασημότητες κάθε ιδιότητας για πολλά περιοδικά του κόσμου, ανάμεσα σε αυτούς και η Ριάνα, η Mάργκοτ Ρόμπι και η Τζέιν Φόντα.
Λίγο πριν στηθεί η πρώτη του έκθεση με τίτλο «Portraits» στο Μουσείο Μπενάκη, όπου παρουσιάζει έργα που έχει δημιουργήσει από το 2013 μέχρι σήμερα με φωτογραφίες και σύντομα βίντεο καθημερινών ανθρώπων απ’ όλο τον κόσμο, ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου, σωματότυπου, θρησκείας ή καταγωγής, σε ένα πρότζεκτ που βρίσκεται σε εξέλιξη, συναντηθήκαμε και μιλήσαμε για τον μαγικό κόσμο της φωτογραφίας στα social media και τη νέα, δύσκολη, εποχή για τη φωτογραφία μόδας.
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Μόντρεαλ από γονείς Έλληνες μετανάστες που γνωρίστηκαν και παντρεύτηκαν εκεί» λέει. «Εκεί πήγα σχολείο και έκανα το προπτυχιακό μου. Έπειτα μετακόμισα στη Νέα Υόρκη και έκανα master στην επικοινωνία. Από το ’92 μένω στη Νέα Υόρκη».
— Πόσο Έλληνας αισθάνεσαι;
Πάντα αισθανόμουν πολύ Έλληνας, επειδή οι γονείς μου μας μεγάλωσαν με την ελληνική κουλτούρα, και εμένα και τις δύο αδελφές μου. Πήγαινα σε ελληνικό σχολείο, στο σπίτι μιλάγαμε ελληνικά, με πήγαιναν σε ελληνικούς χορούς, ο πατέρας μου αγαπούσε πολύ την Ιστορία και μαθαίναμε την ιστορία της αρχαίας Ελλάδας, όχι τη σύγχρονη, αυτήν που αναφερόταν στους θεούς, στους ήρωες, στην ελληνική μυθολογία.
Δεν ξέρω πώς θα είναι το μέλλον, αλλά πρέπει να προσαρμοζόμαστε σε αυτό που θα βρίσκεται κάθε φορά μπροστά μας, αλλιώς θα χαθούμε. Ίσως ο φωτογράφος του μέλλοντος να έχει ένα τσιπάκι στο μάτι του και να βγάζει φωτογραφίες κάθε δευτερόλεπτο.
— Έχει ελληνική κοινότητα το Μόντρεαλ;
Ναι, έχει εκκλησίες, εστιατόρια. Πρέπει να πω, όμως, ότι οι γονείς μας ποτέ δεν μας ανάγκασαν να κάνουμε παρέα μόνο με Έλληνες, ήθελαν να ενσωματωθούμε στην ντόπια κουλτούρα κι αυτό είναι κάτι που εκτιμώ πολύ, γιατί το Μόντρεαλ είχε χίλια δυο πράγματα, πολλές ξένες κουλτούρες, εκτός από τη γαλλική. Στο σπίτι ήμασταν πολύ Έλληνες, αλλά έξω απ’ αυτό γινόμασταν Καναδοί.
Οι Έλληνες του εξωτερικού είναι συνήθως συντηρητικοί γιατί έχουν μείνει στα παλιά, σε όσα κουβάλησαν μαζί τους, αλλά η μαμά μου ήταν δεκαέξι χρονών όταν πήγε στον Καναδά και ο πατέρας μου δεκαοκτώ, έτσι κατάφεραν να προσαρμοστούν, παρόλο που ήταν αρκετά θρήσκοι και μέναμε σε ελληνική γειτονιά. Είχα πολύ λίγους φίλους Έλληνες, οι περισσότεροι ήταν Κινέζοι, Λιβανέζοι, Ιρακινοί, Πακιστανοί, έτσι είχα πάντα την εμπειρία του διαφορετικού τρόπου ζωής.
Χαίρομαι πολύ που είμαι Έλληνας και για την ελληνική κουλτούρα μου και παρόλο που ερχόμουν μόνο τα καλοκαίρια, νιώθω ότι συνδέομαι με την Ελλάδα. Αισθάνομαι πολύ ασφαλής εδώ, νιώθω πολύ άνετα με αυτόν τον τρόπο ζωής.
— Με τη φωτογραφία πώς ασχολήθηκες; Σπούδασες φωτογραφία;
Όχι, πάντα τραβούσα φωτογραφίες και αφού πήγα στη Νέα Υόρκη και έκανα το master μου στην επικοινωνία, άρχισα να δουλεύω σε περιοδικά μόδας, στον τομέα που είχα σπουδάσει. Δεν ήξερα πώς λειτουργούν τα πράγματα σε ένα περιοδικό, δεν ήξερα ότι υπήρχε creative director, αρχισυντάκτης, έτσι, όταν ξεκίνησα internship στο «Harper’s Bazaar» τη στιγμή που γινόταν το πιο απίστευτο περιοδικό του κόσμου, δεν ήξερα ακόμα τι ήθελα να κάνω.
Ήταν μια εποχή που με επηρέαζαν πολλά πράγματα. Είδα πώς δουλεύει το σύστημα της μόδας και γρήγορα κατάλαβα ότι αυτό που έκανα δεν ήταν αυτό που ήθελα. Είχα μια ευχέρεια στο να βγάζω φωτογραφίες, γι’ αυτό άρχισα να πειραματίζομαι με μοντέλα. Δεν είχα ξαναδεί μοντέλα μέχρι τότε και μόλις άρχισα να τα φωτογραφίζω, κατάλαβα τι ήθελα να κάνω σε ένα περιοδικό. Σε έναν χρόνο παραιτήθηκα και άρχισα να βγάζω φωτογραφίες. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα, σε έξι μήνες δούλευα ως φωτογράφος full-time. Ξεκίνησα με μόδα.
— Γιατί σε ενδιέφερε η μόδα;
Η μητέρα μου ήταν μοδίστρα, είχε στο σπίτι ένα μικρό ατελιέ και έραβε. Πάντα ήμασταν τριγύρω και τη βλέπαμε να ράβει, να ασχολείται με το στυλ, ο πατέρας μου έφτιαχνε έπιπλα, έτσι όλοι ασχολούνταν με κάτι δημιουργικό. Οι δεκαετίες του ’80 και ’90 που μεγάλωνα ήταν πολύ καλές εποχές για τη μόδα, συναρπαστικές, υπήρχαν πολλοί σπουδαίοι φωτογράφοι και μου έδιναν έμπνευση.
Ήταν και μια διέξοδος όταν ήμουν μικρός η αμερικανική «Vogue», κάτι σαν βίβλος για μένα, έμαθα πάρα πολλά από αυτό το περιοδικό, για συγγραφείς και καλλιτέχνες, για ταξίδια, για μέρη που αξίζει να δεις, για ιστορία, ήταν ένα περιοδικό μόδας που κάλυπτε τα πάντα.
— Πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα για έναν φωτογράφο σε σχέση με την εποχή που ξεκίνησες;
Είναι πολύ λυπηρό, αλλά είναι μια κακή στιγμή για τη φωτογραφία και τα περιοδικά αυτή που ζούμε. Νομίζω ότι υποφέρουν πολύ τα περιοδικά, χάνουν την ταυτότητά τους, ενώ το Instagram έχει κυριαρχήσει. Προσπαθούν να κρατήσουν κάτι παλιομοδίτικο, δεν προσαρμόζονται σε όσα συμβαίνουν, ενώ ξεπροβάλλουν συνέχεια νέα πράγματα, νέες κουλτούρες. Παρότι οι φωτογράφοι μπορούν να κάνουν καταπληκτικά πράγματα, να επιστρέψουν στο φιλμ και να πειραματιστούν, να προσπαθήσουν να βρουν νέους τρόπους να τραβήξουν φωτογραφίες, να κάνουν διαφορετικά πράγματα από αυτό που καταλαβαίνουμε ως μόδα, υπάρχει κρίση ταυτότητας.
— Το Instagram άλλαξε τα πάντα στη φωτογραφία.
Οι φωτογράφοι του Instagram είναι πιο δημοφιλείς από τους επαγγελματίες φωτογράφους, κι αυτό συμβαίνει παντού, τόσο στην Αμερική όσο και στην Ελλάδα. Μόνο που στην Αμερική είναι πιο μεγάλη η κλίμακα. Οι άνθρωποι αγοράζουν ακόμη περιοδικά, αλλά τα προϊόντα δεν διαφημίζονται σε περιοδικά όσο παλιότερα γιατί τα διαβάζουν όλο και λιγότεροι, η διαφήμιση γίνεται online γιατί οι άνθρωποι ψωνίζουν και online. Το internet έχει κυριαρχήσει, αλλά πιστεύω ότι υπάρχει πάντα ένας νέος τρόπος να κάνεις πράγματα. Δεν ξέρω ποιος είναι πλέον, όμως υπάρχει.
Κατά τη διάρκεια της καραντίνας μιλούσα με τη μητέρα μου στο Facetime και τράβηξα μια φωτογραφία της, έτσι ξεκίνησα να κάνω μια σειρά πορτρέτων μέσω Facetime κι αυτό άρχισε να μεγαλώνει, γιατί μιλούσα με ανθρώπους από την Ινδία, την Αφρική, τη Νότια Αμερική και οι εταιρείες με ρωτούσαν «πώς το κάνεις αυτό;». Τότε με προσέλαβαν να φωτογραφίζω υλικό από το Facetime, καμπάνιες…
Δεν ξέρω πώς θα είναι το μέλλον, αλλά πρέπει να προσαρμοζόμαστε σε αυτό που θα βρίσκεται κάθε φορά μπροστά μας, αλλιώς θα χαθούμε. Ίσως ο φωτογράφος του μέλλοντος να έχει ένα τσιπάκι στο μάτι του και να βγάζει φωτογραφίες κάθε δευτερόλεπτο.
— Οι αμοιβές είναι μικρότερες σήμερα;
Εκατό τοις εκατό. Πριν από επτά-οκτώ χρόνια επέλεξα να σταματήσω να δουλεύω, επειδή έκανα πράγματα με βάση τα χρήματα, το ποιον φωτογράφιζα, με το μυαλό μου στην καριέρα, είχα απομακρυνθεί από τον λόγο που ξεκίνησα να τραβάω φωτογραφίες. Δεν είχαν καμία σχέση όλα αυτά με αυτό που ήθελα να κάνω. Έτσι απομακρύνθηκα αρκετά από τη μόδα, έστειλα μηνύματα σε ανθρώπους για τα οποία υπέφερα, έλεγα όχι και στενοχωριόμουν, αλλά ταυτόχρονα ήμουν χαρούμενος γιατί άρχισα κάπως να ανασυντάσσομαι και να ξεκαθαρίζω τι ήθελα να κάνω. Κάπως έτσι ξεκίνησε και το πρότζεκτ που τρέχω τώρα.
— Πού ήταν τον πρώτο σου εξώφυλλο περιοδικού;
Στην ρωσική «Vogue». Ήμουν είκοσι επτά χρονών και ήμουν πολύ τυχερός. Δεν πιστεύω στην τύχη, αλλά βρέθηκα στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή και είχα πραγματικά σπουδαίους ανθρώπους να με στηρίζουν από την αρχή.
— Τι άλλο φωτογραφίζεις, εκτός από μόδα;
Ανθρώπους. Το 2015 έκανα ένα διάλειμμα από τη μόδα και σκέφτηκα «τι κάνω τώρα;». Πάντα με ενδιέφεραν οι άνθρωποι, τους αγαπώ τους ανθρώπους, έτσι ξεκίνησα να φωτογραφίζω πορτρέτα. Έτσι κι αλλιώς πρόσωπα φωτογραφίζει ένας φωτογράφος μόδας, αλλά αυτήν τη φορά ήθελα να πω κάτι, έτσι δοκίμασα να φωτογραφίσω ανθρώπους στον δρόμο. Τους ρωτούσα «να σας βγάλω μια φωτογραφία;» και οι περισσότεροι απαντούσαν «όχι», γιατί νόμιζαν ότι είμαι ένας ανώμαλος επειδή δεν είχα καμία σύνδεση μαζί τους.
Τότε κατάλαβα ότι το Instagram είναι κάτι που μπορεί να σε απογειώσει. Μπήκα για να χαζέψω, δεν το έκανα με κάποιον σκοπό, και ένιωσα χαρούμενος. Ήταν κάτι εύκολο για μένα μετά από τόσα χρόνια που φωτογράφιζα μόδα. Σήμερα έχω πάνω από 17.000 followers που ξέρουν ποιος είμαι και τι κάνω, ποια είναι η δουλειά μου. Δεν ήθελα να φωτογραφίσω μοντέλα, ήθελα να φωτογραφίσω καθημερινούς ανθρώπους, να δώσω την ευκαιρία στον καθένα να ποζάρει.
Τα ποστ που έκανα στο Instagram έλεγαν «γεια σε όλους, στις 22 του μηνός θα τραβάω πορτρέτα, όλοι είναι καλοδεχούμενοι, άνθρωποι κάθε μεγέθους, ηλικίας, χρώματος, φύλου και θρησκείας. Όσοι ενδιαφέρεστε, στείλτε μου μήνυμα εδώ» ‒ είμαι πολύ ντροπαλός για να κάνω κάτι τέτοιο από κοντά. Αποφάσισα να φωτογραφίσω τους δέκα πρώτους ανθρώπους που θα μου έστελναν μήνυμα και αυτό έκανα ‒ αυτοί είναι τώρα στο βιβλίο.
Τα πορτρέτα που έβγαλα τα πόσταρα στο Instagram με τα ονόματα των ανθρώπων και τις ημερομηνίες που τους φωτογράφισα. Δύο μήνες αργότερα πόσταρα τα επόμενα. Έτσι έρχονταν κι άλλοι, κι άλλοι, και όλο αυτό άρχισε να μεγαλώνει. Όταν ήρθα στην Αθήνα έκανα το ίδιο. Μετά πήγα στη Μαδρίτη, στο Μαρόκο, επέστρεψα στον Καναδά και στη συνέχεια πήγα στο Μεξικό. Τα τελευταία δύο χρόνια ήταν δύσκολο να μετακινηθώ λόγω της πανδημίας, αλλά, όταν αρχίσαμε να κλεινόμαστε στο σπίτι, είχα ήδη τέσσερα χρόνια δουλειάς.
— Στην Αθήνα πότε έκανες φωτογραφίσεις;
Πρώτη φορά πριν από τέσσερα χρόνια και φωτογράφισα ξανά όταν ήμουν εδώ φέτος τον Μάιο. Ήταν καταπληκτικά. Τα τελευταία έξι χρόνια επικεντρώνομαι βασικά σε αυτό το πρότζεκτ, δεν έχω κάνει κάποιο editorial μόδας, και είναι αρκετά αστείο, γιατί αυτήν τη στιγμή ασχολούμαι κυρίως με τον λογαριασμό μου στο Instagram. Και είναι σπουδαίο μέσο, γιατί μπορείς να παράγεις περιεχόμενο και όλοι μπορούν να βλέπουν τι κάνεις. Επίσης είναι ειλικρινές, γιατί είναι αυτό που θέλεις στ’ αλήθεια να κάνεις, φαίνεται αυτό που είσαι, και μου αρέσει το γεγονός ότι συνδέομαι με τους ανθρώπους που εκτιμούν τις φωτογραφίες μου. Έχω γνωρίσει μερικούς εκπληκτικούς ανθρώπους που διαφορετικά δεν θα συναντούσα ποτέ.
Είναι εκπληκτικό αυτό που συμβαίνει με τα νέα παιδιά στο Instagram και στα άλλα social media, γιατί δεν χρειάζονται κανέναν, είναι δημοκρατικός ο τρόπος που προωθούν τη δουλειά τους. Οι άνθρωποι κάνουν τη δική τους μουσική, τις δικές τους ταινίες και γίνονται διάσημοι κι αυτό είναι κάτι καινούργιο και, νομίζω, φανταστικό. Παλιότερα φαινόταν όποιος είχε τις καλύτερες διασυνδέσεις, έπρεπε να ξέρεις κόσμο στα περιοδικά, τώρα δεν έχουν ανάγκη κανέναν.
— Έχει αλλάξει πολλά η νέα κατάσταση που δημιουργούν τα social media.
Δεν ξέρω πλέον ποιο θα είναι το μέλλον των περιοδικών, των μέσων που γνωρίζουμε. Τα νέα παιδιά δεν την έχουν ακούσει ποτέ τη «Vogue» και ούτε τα ενδιαφέρει να τη μάθουν. Το χάσμα των γενεών μεγαλώνει όλο και περισσότερο, όλα γίνονται πολύ γρήγορα πια γιατί οι νέοι θέλουν να κάνουν κάτι διαφορετικό. Απορρίπτουν το παλιό, όπως κάναμε κι εμείς, απορρίπτοντα, π.χ., τους γονείς μας.
Τα ανίψια μου, που είναι δεκαεννιά και είκοσι χρονών, έχουν μια εντελώς διαφορετική αντίληψη για τη ζωή. Δεν είναι στο Instagram επειδή οι γονείς τους είναι στο Instagram, ο θείος τους, η γιαγιά τους. Το Instagram μαζεύει όλο και μεγαλύτερες ηλικίες πλέον, έχει γίνει κάτι εντελώς εμπορικό, τα stories τούς έχουν κουράσει. Δεν ξέρω πού πάνε, ίσως τους ενδιαφέρει το ΤikΤok. Σε δέκα χρόνια από τώρα δεν ξέρω αν το Instagram θα ενδιαφέρει και κανέναν, τα πράγματα εξελίσσονται πάρα πολύ γρήγορα για να μπορείς να προβλέψεις. Κάτι άλλο θα υπάρχει και ίσως να είμαστε σαν τη γιαγιά μου όταν είδε για πρώτη φορά την τουαλέτα, το τρεχούμενο νερό στο σπίτι ή το ηλεκτρικό.
— Τι κάνει καλό έναν φωτογράφο σήμερα;
Δεν έχω ιδέα. Μπορεί μια φωτογραφία που θεωρώ εγώ καλή εσύ να τη μισείς κι αυτό που εγώ θεωρώ όμορφο και ιδανικό για φωτογραφία μόδας σε έναν 18χρονο να φαίνεται αστείο ή ξεπερασμένο. Αλλάζει συνέχεια η αισθητική, π.χ. πολλοί τη «Vogue» τη βλέπουν σαν όνειρο, αλλά τα πρότυπα αλλάζουν, όπως αλλάζει και ο κόσμος, όπως αλλάζει και η Ελλάδα.
Υπάρχουν εκατομμύρια κουλτούρες γύρω μας, εδώ ίσως όχι τόσο πολλές ακόμα, αλλά στη Νέα Υόρκη και στο Λονδίνο οι κοινωνίες είναι πολυπολιτισμικές και την ομορφιά δεν τη βρίσκεις εκεί όπου την έβρισκες παλιότερα, το έχω καταλάβει εδώ και καιρό αυτό. Υπάρχουν εκατομμύρια διαφορετικοί άνθρωποι με ωραία εμφάνιση και υπάρχει ομορφιά σε όλους. Ίσως, όταν σε φορτώνουν με υπερβολική δουλειά, να μην έχεις χρόνο να το δεις, τα συνεργεία συντακτών, δημοσιογράφων, παραγωγών, κομμωτών και μακιγέρ σε μια φωτογράφιση δεν σε αφήνουν να έχεις προσωπική επαφή με το πρόσωπο που φωτογραφίζεις.
Όταν τα μοντέλα σου είναι διασημότητες και διάσημα μοντέλα είναι άλλου είδους η επαφή, παρότι μου αρέσει αυτό το είδος φωτογράφισης. Γι’ αυτό στράφηκα σε όλους τους απλούς, καθημερινούς ανθρώπους. Οι καλύτερες φωτογραφίες ενός φωτογράφου είναι των ανθρώπων με τους οποίους μπορεί να συνδεθεί και είναι το δώρο του γι’ αυτό που του προσφέρουν. Όσο και να προσπαθήσεις, με το φως και το στυλιζάρισμα μπορείς να βγάλεις μια οk φωτογραφία, αλλά για να βγάλεις μια σπουδαία φωτογραφία πρέπει να συνδεθείς με τον άνθρωπο που φωτογραφίζεις.
Μου αρέσουν οι αδικημένοι, αυτοί που δείχνουν τη λύπη τους, που μπορείς να τους νιώσεις, επειδή έχουν μια ιστορία που τη βλέπεις. Βέβαια, μου αρέσουν και τα μοντέλα, έχουν όλον αυτόν τον «μηχανισμό» πίσω τους, κάποια είναι εκπληκτικά.
Με θλίβει η νέα κατάσταση γιατί, όταν ξεκίνησα, υπήρχε πάντα fashion editor στο περιοδικό, συνήθως κάποια μεγάλη προσωπικότητα, με τον οποίο δούλευα για να βγει ένα editorial. Όταν ξεκίνησα, μπορεί να δουλεύαμε και δύο εβδομάδες. Στη συνέχεια όλο αυτό έπρεπε να γίνει σε τρεις μέρες και τώρα έχεις μία μέρα για να κάνεις τα πάντα. Λυπάμαι τους νέους φωτογράφους γιατί δουλεύουν σε αυτές τις συνθήκες κι αυτό δεν θα αλλάξει.
Τα νέα παιδιά τραβάνε φωτογραφίες, κάνουν μαζί και βίντεο, αλλά οι συνθήκες δουλειάς δεν είναι οι καλύτερες. Ειδικά στη διαφήμιση, στα editorials, δεν υπάρχει χρόνος ούτε καν να σκεφτείς. Το ξέρω ότι χρειάζονται εμπειρία και ίσως να παίρνουν και καλά λεφτά, αλλά δεν είναι καλή εποχή για φωτογράφους.
— Τι θα παρουσιάσεις στην έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη;
Τον Μάιο που ήρθα συναντήθηκα με τον Νίκο Τριβουλίδη και μιλήσαμε για το πρότζεκτ. Είναι η πρώτη έκθεση που κάνω αυτή, με τα πορτρέτα μου στα social media, και χαίρομαι που θα γίνει σε ένα μουσείο. Θα βγει και ένα βιβλίο με αυτά τα πορτρέτα. Και όλα γίνονται στην Ελλάδα, από Έλληνες.
Terry Tsiolis: Portraits
Μουσείο Μπενάκη / Πειραιώς 138
Διάρκεια έκθεσης: 18 Νοεμβρίου – 5 Δεκεμβρίου 2021
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 17.10.2021