Ο Δημήτρης Αναστασίου είναι ζωγράφος. Παραστατικός ζωγράφος, με έργα αφηγηματικά –κάτι που δύσκολα συναντάς πλέον στη σύγχρονη ζωγραφική. Παρότι έχει μία πολύ σημαντική πορεία ως εικαστικός, ο λόγος που συναντηθήκαμε ήταν ένα graphic novel που στην Ελλάδα πέρασε μάλλον απαρατήρητο, αλλά μόλις κυκλοφόρησε στις χώρες της Βρετανικής Kοινοπολιτείας (Αγγλία, Αυστραλία, Καναδά, Νέα Ζηλανδία…) από τον Jonathan Cape/Penguin, με εξαιρετική υποδοχή. Πρόσφατα το Wetransfer επέλεξε να παρουσιάσει τη δουλειά του (με ενθουσιώδη σχόλια).
Στο ατελιέ του η πρώτη εικόνα είναι εντυπωσιακή: στους τοίχους σελίδες με μολύβι από το κόμικ, αυτοπροσωπογραφίες και μέρος της νέας δουλειάς που ετοιμάζει – ένα πολύπτυχο με 19 διαφορετικούς πίνακες, έργα φτιαγμένα με διαφορετικές τεχνοτροπίες που σου δίνουν την εντύπωση ότι είναι ομαδική έκθεση από πολλούς ζωγράφους. Έτσι είναι και το graphic novel του, που ονομάζεται «Α=-Α» και έχει θέμα την αμφιβολία.
Ο Άλφα (που έχει τη μορφή του ίδιου του καλλιτέχνη) κάνει μια εναγώνια προσπάθεια να καταλάβει ποιος είναι ο ίδιος και τι είναι αυτός ο παράξενος κόσμος μέσα στον οποίο υπάρχει. Μέσα από μια παράξενη περιπλάνηση από την παιδική ηλικία μέχρι τα γεράματα, σε μέρη εκτός τόπου και εποχές εκτός χρόνου, ο Άλφα θα προσπαθήσει να κατανοήσει τι συμβαίνει, μόνο και μόνο για να βρεθεί αντιμέτωπος με ένα μυστήριο που τον ξεπερνά.
Το αρχικό ρεαλιστικό σχέδιο με μολύβι μετατρέπεται σε μελάνι με φιγούρες που θυμίζουν Julian Opie, και στη συνέχεια τα σχέδια του Van Dyke και τα χαρακτικά των Φλαμανδών ζωγράφων. Το τελευταίο μέρος της ιστορίας το εικονογραφούν πίνακες-ελαιογραφίες που είναι συγκλονιστικοί. Για να ολοκληρώσει την ιστορία έφτιαξε 164 διαφορετικά έργα με κάθε υλικό και στυλ.
Μου άρεσε πολύ η ιδέα να μεταμορφώνομαι σε διαφορετικό ζωγράφο σε κάθε κεφάλαιο. Και οι χαρακτήρες ξεκινούν με αυτόν που μοιάζει με μένα, τον Άλφα, ο οποίος στην πορεία χάνει το πρόσωπό του, γίνεται παιδί, γίνεται διάφορα πράγματα και καταλήγει γέρος, που μου μοιάζει επίσης πολύ, κάπως έτσι θα είμαι, αλλά το μοντέλο είναι ο πατέρας μου.
«Μεγάλωσα στο Παλαιό Φάληρο και μέχρι που τελείωσα την Καλών Τεχνών έμενα εκεί, στο πατρικό μου. Μετά πήγα στο Βερολίνο, με την προτροπή ενός καθηγητή μου, του Γιώργου του Χαρβαλιά» λέει. «Δεν ήξερα γερμανικά, οπότε δεν πήγα σε πανεπιστήμιο, πήγα σε μια ιδιωτική σχολή και ξημεροβραδιαζόμουν στα μουσεία της πόλης. Έζησα λίγο παράξενα, έπιασα έναν χώρο που ήταν το ατελιέ μου, εκεί έμενα, και ήταν η πρώτη φορά που βρέθηκα ουσιαστικά αντιμέτωπος με τον εαυτό μου, μες στη μοναξιά, όπως λέει κι ο Ράμφος, “που η σύγκρουση είναι μετωπική”.
Κάπως έτσι έσπασα τα μούτρα μου, έφυγα νομίζοντας ότι είμαι κάποιος και γύρισα νομίζοντας ότι είμαι κάποιος άλλος, οι δυνατές ζυμώσεις όμως ξεκαθάρισαν το τοπίο για το τι θέλω να κάνω. Άφησα πίσω τον σπουδαστικό εαυτό μου και έπιασα τον πιο δημιουργικό, τον πιο προσωπικό. Όσο ήμουν στο Βερολίνο βρήκα συνεργασία με την γκαλερί Καπλανών, μέσω ενός καθηγητή μου, πήρα μέρος σε μια ομαδική έκθεση εκεί και μετά, όταν γύρισα, είχα έτοιμη την πρώτη μου έκθεση. Από τότε είχα μια ευθύγραμμη πορεία με τη ζωγραφική».
— Στην Καλών Τεχνών με τι ασχολήθηκες;
Ήμουν στο εργαστήριο του Χρόνη του Μπότσογλου κι έκανα ζωγραφική.
— Είχες διαμορφώσει καλλιτεχνική άποψη ή σε διαμόρφωσε η σχολή;
Από όσο μου λένε, πρώτα ζωγράφισα και μετά μίλησα. Είχα ένα μολύβι και μουτζούρωνα τα πάντα, αλλά κι η μαμά μου έφτιαχνε κούκλες, χειροποίητες, ζωγράφιζε τα πρόσωπά τους, είχαν μια βιοτεχνία με κούκλες οι γονείς μου, οπότε καθόμουν δίπλα της, την έβλεπα να ζωγραφίζει και έπαιρνα κι εγώ καμία κούκλα και τη χάλαγα.
Ήταν πάντα πολύ υποστηρικτικοί οι γονείς μου, επειδή από πολύ μικρός εκδήλωσα μια τάση καλλιτεχνική, σε βαθμό που όταν γύρω στα 16 αμφιταλαντευόμουν σε σχέση με το αν θα πρέπει να γίνω ζωγράφος ή ροκ σταρ, δέχτηκα πίεση. Όπως άλλοι πιέζονται για γίνουν δικηγόροι ή γιατροί, εμένα μου είπαν «όχι, θα πας στην Καλών Τεχνών, και μετά κάνε ό,τι άλλο θες». Από πολύ μικρός ταυτίστηκα με την ιδιότητα του ζωγράφου και δεν την αμφισβήτησα ποτέ, πάντα ήξερα ότι αυτό θα κάνω. Και μου τα έφερε έτσι η τύχη που όντως αυτό κάνω.
Δεν είχα μεγάλα δράματα στη ζωή μου. Γιατί σε αυτόν τον χώρο υπάρχουν δράματα, άνθρωποι που έχουν παλέψει πάρα πολύ για να επιβάλουν στην οικογένειά τους αυτό που ονειρεύονται και κάποιοι δεν το καταφέρνουν και ποτέ. Είμαι πολύ τυχερός γιατί αυτό που κάνω είναι η ξεκούρασή μου, είναι αυτό που μου δίνει νόημα.
— Τι σε διαμόρφωσε καλλιτεχνικά;
Το πρώτο και βασικό που είχα πάντα είναι ότι αγαπώ πολύ τη ζωγραφική ως διαδικασία, ως αποτέλεσμα, τη χειροποίητη εικόνα. Και επιμένω στη χειροποίητη εικόνα. Φυσικά μεταχειρίζομαι τεχνολογικά μέσα, αλλά το τελικό αποτέλεσμα είναι πάντα η χειροποίητη εικόνα. Οπότε μου αρέσει πάρα πολύ αυτό το πράγμα, το να ζωγραφίζω, οτιδήποτε σκέφτομαι τελικά να μεταμορφώνεται, να μεταποιείται σε ζωγραφισμένη εικόνα, και με αυτό είχα ένα θέμα...
Στη σχολή άρχισα να ψάχνω τι θέλω να κάνω, να βρω ποιος είμαι, ποια είναι η γραφή μου, ποια είναι η ταυτότητά μου, κι εκεί είχα ένα πρόβλημα εξαρχής, γιατί αισθανόμουν πολυδιασπασμένος, σαν να έχω πάρα πολλές ταυτότητες. Δεν μπορούσα να εντοπίσω τι είναι αυτό που θέλω να κάνω. Αν εξαιρέσεις ότι ήταν πάντα η ζωγραφική, δεν μπορούσα να εντοπίσω αν είμαι εξπρεσιονιστής, ιμπρεσιονιστής, αν έχω κάποιο ιδίωμα.
Τελειώνοντας τη σχολή, ένιωθα εντελώς αποδιοργανωμένος. Εν τω μεταξύ, τότε που ήμουν μικρός και έπαιζα μουσική, είχα φτιάξει ένα συγκρότημα το οποίο έλεγα «Η πειραματική μπάντα του Μιχάλη» που εγώ υποτίθεται ότι ήμουν ο Μιχάλης, ένας ετερώνυμος α λα Πεσόα, και κάθε τραγούδι είχε και άλλο στυλ. Ήταν σκυλολαϊκό το ένα, μετά το άλλο ήταν πανκ, το άλλο χέβι μέταλ, το άλλο δήθεν έντεχνο, της πλάκας τραγουδάκια, αλλά έπαιζα με τα στυλ.
Χωρίς να το πολυκαταλάβω, η πρώτη μου ατομική έκθεση, όπου ήθελα να αντιμετωπίσω τις εκκρεμότητές μου σε σχέση με την ιστορία της τέχνης, λεγόταν «Πίνακες που αναπαριστούν πίνακες», και ήταν ουσιαστικά ένα παιχνίδι με τα στυλ. Είχα πίνακες που όλοι ήταν ζωγραφισμένοι με άλλο στυλ, αρκετά εννοιολογική δουλειά. Είχα ζωγραφίσει έναν πίνακα του ηλεκτρικού που ένας ηλεκτρολόγος τον πέρασε για αληθινό και πήγε να αλλάξει την ασφάλεια!
Τότε συνειδητοποίησα ότι έκανα το ίδιο που έκανα με τη μουσική, οπότε αντί να το πολεμάω αυτό μονίμως και να προσπαθώ να βρω ποιος είναι ο δρόμος μου, σκέφτηκα ότι ίσως ο δρόμος μου είναι να στέκομαι στο σταυροδρόμι και να δείχνω ότι υπάρχει ένα σημείο που συναντιούνται οι δρόμοι. Οπότε, κατά κάποιον τρόπο κατάλαβα ότι ποτέ δεν θα ικανοποιηθώ με το να πάρω μια απόλυτη ταυτότητα, να ταυτιστώ με ένα πράγμα και να πω «αυτό κάνω».
Παράλληλα με αυτό λειτουργούσε ένα άλλο πράγμα, η αφηγηματικότητα στη ζωγραφική μου, το οποίο είναι κάτι που στη Σχολή Καλών Τεχνών το πολεμούσαν πάρα πολύ.
— Στη σύγχρονη τέχνη θεωρούν ότι η ρεαλιστική αναπαράσταση δεν έχει πλέον νόημα.
Στη σχολή, από αυτό που βίωσα εγώ τουλάχιστον, δεν επιτρεπόταν να είσαι φιλολογικός. Υπάρχει μια απέχθεια για τον σουρεαλισμό και η αφήγηση μέσα στη ζωγραφική θεωρείται κάτι που αρρωσταίνει την ίδια τη ζωγραφική, η οποία είναι πιο φορμαλιστική. Πρέπει να ασχολείσαι με τις αξίες της ίδιας της ζωγραφικής, έτσι η αφήγηση δεν θεωρείται αξία ενδοζωγραφική.
Θαυμάζοντας πολύ τους δασκάλους μου, λιγάκι αυτοευνουχίστηκα, δηλαδή απαγόρευα στον εαυτό μου να κάνει ρεαλιστικά σχέδια, παρόλο που μου έβγαιναν, και όλο μου τα κόβανε. Γι’ αυτό ήταν σημαντικός για μένα ο Χαρβαλιάς, γιατί με βοήθησε προς αυτή την κατεύθυνση. Πήρε τα έργα μου, τα οποία άρχισαν να έχουν μια υπόγεια αφήγηση, και μου είπε «αυτά είναι πάρα πολύ ωραία», και τα εκθέσαμε αμέσως, πριν καν τελειώσω τη σχολή. Εκεί σκέφτηκα ότι δεν απαγορεύεται απολύτως, αρκεί να το κάνεις σωστά.
Την πτυχιακή μου, αρκετά ενοχικά, προσπάθησα να την κάνω ουσιαστικά με άλλα πράγματα, πολύ φορμαλιστικές σπουδές, μοντέρνες, με τα οποία δεν αισθανόμουν να έχω επαφή. Ζωγράφιζα με πολλή όρεξη, αλλά δινόμουν σε κάτι που ήταν καινούργιο και δεν ταυτιζόμουν και είχα αρχίσει να σκέφτομαι μήπως δεν είναι για μένα η ζωγραφική.
Τότε έκανα δύο ταξίδια στο Βερολίνο και στο Παρίσι, όπου πήγα στα μουσεία και είδα ότι υπάρχει ζωγραφική –πιο παλιά, αλλά που θεωρείται πολύ σπουδαία– που έχει αφήγηση. Είδα τους Φλαμανδούς και είπα «δεν πειράζει να κάνεις και λεπτομέρεια». Γιατί να πρέπει να κάνω και λίγο Σεζάν και λίγο μορφοπλαστικές έρευνες οι οποίες δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να θυμίζουν αφήγηση; Και στο Βερολίνο, όπου βρέθηκα μόνος μου και ζορίστηκα πολύ ψυχολογικά, πήρα έναν λευκό καμβά και ήταν πλέον ζήτημα ψυχικής υγείας το αν θα βρω κάτι να κρατηθώ, γιατί δεν είχα τίποτα άλλο να κρατηθώ, κι εκεί έκανα το πρώτο καθαρά αφηγηματικό τελάρο.
Έκανα δυο εαυτούς μου, που ο ένας κατέβαινε μια σκάλα σαν αυτοκράτορας κρατώντας μια ομπρέλα, και ο άλλος ήταν κρυμμένος πίσω από τη σκάλα, φοβισμένος, και σκεφτόμουν ότι αν το έβλεπαν αυτό στη σχολή θα μου κοπανούσαν τον πίνακα στο κεφάλι. Αλλά αν δεν το έκανα, θα τρελαινόμουν. Αυτή η σειρά αυτοβιογραφικών και αφηγηματικών έργων βγήκε ένας δεκάλογος, για τα οποία ντρεπόμουν, αλλά όχι τόσο ώστε να μην τα δείξω.
— Πόσο συμβολικό μπορεί να γίνει ένα αναπαραστατικό έργο;
Ένα αναπαραστατικό έργο είναι πολύ δύσκολο να μη γίνει συμβολικό. Οτιδήποτε μπαίνει στον χώρο της τέχνης μετουσιώνεται σε σύμβολο. Όχι τα πάντα, αλλά είναι ένας χώρος συμβολοποίησης η τέχνη. Μια σούπα Campbell στο ράφι της κουζίνας μου είναι σούπα Campbell, αλλά άμα τη βάλω σε μια γκαλερί είναι κάτι άλλο.
Αυτή η μετάθεση που γίνεται προκαλεί και μια μετουσίωση, οπότε, στον χώρο του καμβά, οτιδήποτε μπαίνει, μπαίνει για κάποιο λόγο. «Ενώ η ζωή μας είναι αγρίως απίθανη», που έλεγε και η Μαργαρίτα Καραπάνου, η τέχνη δεν είναι αγρίως απίθανη, γιατί για να βάζω κάτι στον μουσαμά μου, κάτι σημαίνει, και αν κάτι σημαίνει, λειτουργεί σαν σύμβολο. Διαφέρει πολύ, δηλαδή, η ζωή από την τέχνη, παρ’ όλες τις προγραμματικές διακηρύξεις των πρωτοποριών που ήθελαν να άρουν τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ ζωής και τέχνης. Άλλο ζωή και άλλο τέχνη. Είναι εντελώς διαφορετική λειτουργία, η τέχνη πάντα γειτνιάζει με το νόημα, ενώ η ζωή πάρα πολύ συχνά είναι ανόητη.
— Πες μου για το Α=-Α.
Αυτή ήταν η τρίτη μου ατομική έκθεση. Ήθελα να είναι μια ζωγραφική εγκατάσταση χωρίς λόγια, μια ιστορία που θα την παρακολουθείς, θα μπαίνεις σε ένα κουκούλι αφηγηματικό και θα βλέπεις μια ιστορία, και ο κατάλογος της έκθεσης δεν θα είναι ο κλασικός κατάλογος, θα έχει τη μορφή graphic novel. Σκέφτηκα ότι θα έχει πλάκα να βάλω και μπαλονάκια να μιλάνε, θα έχει πολύ ενδιαφέρον, και αν με κράξουν δεν πειράζει, θα το πάω στα άκρα για το πόσο αφηγηματικό μπορεί να είναι.
Τελικά μου πήρε έξι χρόνια να ολοκληρωθεί, γιατί γιγαντώθηκε πολύ το κομμάτι του graphic novel και το αποτέλεσμα δεν ήταν κατάλογος που μοιάζει με graphic novel, έγινε ένα κανονικό graphic novel, το οποίο όσοι το έβλεπαν μού έλεγαν ότι πρέπει να βγει στο εξωτερικό. Οπότε βρήκα μια ατζέντισσα, την Κατερίνα Φράγκου, και εκείνη άρχισε να το δείχνει σε ξένους εκδοτικούς.
Στην Ελλάδα βγήκε το 2018 και την ίδια χρονιά ο Dan Franklin, ο οποίος είναι διευθυντής του Jonathan Cape, που ανήκει στην Penguin, είπε ότι του αρέσει πάρα πολύ και θέλει να το βγάλει. Απλά ο προγραμματισμός που είχαν ήταν τέτοιος που έπρεπε να περιμένω τρία χρόνια. Έτσι, μόλις τώρα κυκλοφόρησε σε όλες τις χώρες της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, Αγγλία, Αυστραλία, Καναδά, Νέα Ζηλανδία, Πακιστάν. Στις ΗΠΑ δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμα.
Στην Ελλάδα δεν το πήραν και πολλοί είδηση, δεν μαθεύτηκε, αγαπήθηκε πολύ, αλλά από λίγους. Περίμενα τρία χρόνια μήπως γίνει κάποιο θαύμα και αναγεννηθεί, γιατί οι ζωγράφοι το είδαν σαν κόμικ και οι κομίστες σαν ζωγραφική, είχε αυτό το πρόβλημα. Ούτε και στο Comic Dom δεν πήρε κάποια διάκριση, παρότι το πήγε ο εκδοτικός.
— Μου είπες ότι είναι μια ολόκληρη έκθεση μέσα στο κόμικ, εννοείς ότι κάθε καρέ είναι και ένα διαφορετικό έργο;
Κάθε καρέ είναι ένα σχέδιο ξεχωριστό και στο τρίτο κεφάλαιο κάθε καρέ είναι και μία ελαιογραφία, ένας πίνακας ξεχωριστός. Μόνο το δεύτερο κεφάλαιο είναι σχεδιασμένο σαν σελίδες κόμικ. Συνολικά είναι 164 διαφορετικά έργα. Έχει βαθιές ρίζες αυτό το παιχνίδι με τα στυλ, αλλά αφηγηματικά, όσο αλλάζει η ψυχοδιανοητική κατάσταση του πρωταγωνιστή, του Άλφα, αλλάζει και ο κόσμος γύρω του.
Όπως είναι στα όνειρα, που μπορεί να αλλάξει εντελώς κάτι και να γίνει πιο σκοτεινό, πιο παράξενο, οπότε όσο βυθίζεται στο υποσυνείδητό του, όσο περισσότερο καταλαβαίνει ότι είναι μέσα σε ένα όνειρο –μπορεί να είναι ένα όνειρο μέσα στο όνειρο κ.λπ.– τόσο αλλάζουν τα πάντα. Αλλάζει ο ίδιος, αποπροσωποποιείται και από πολύ συγκεκριμένος που είναι, Άλφα που θα μπορούσε να είναι Αναστασίου, γίνεται Άλφα άνθρωπος. Οπότε χάνει το πρόσωπό του, γίνεται ένα πολύ πιο ουδέτερο πρόσωπο, περνάει μια εγχείρηση κομιξοποίησης και αλλάζει και υλικό. Από εκεί που είναι ζωγραφισμένος με μολύβι γίνεται με μελάνι, γίνεται χαρακτήρας κόμικ. Και γίνεται συλλογικό υποκείμενο, ο Άλφα, που είναι ο οποιοσδήποτε, απλά ένας άνθρωπος. Κι όσο προχωράει η ιστορία και βαθαίνει, αλλάζουν και οι τεχνοτροπίες.
Ωστόσο, ήθελα να είναι μία ιστορία, graphic novel, όχι συλλογή ιστοριών, που θα αλλάζει όμως στυλ ζωγραφικό. Κάτι ανάλογο με αυτό που κάνει ο James Joyce, που κάθε κεφάλαιο είναι διαφορετικό. Μου άρεσε πολύ η ιδέα να μεταμορφώνομαι σε διαφορετικό ζωγράφο σε κάθε κεφάλαιο. Κι οι χαρακτήρες ξεκινούν με αυτόν που μοιάζει με μένα τον Άλφα, ο οποίος στην πορεία χάνει το πρόσωπό του, γίνεται παιδί, γίνεται διάφορα πράγματα και καταλήγει γέρος, που μου μοιάζει επίσης πολύ, κάπως έτσι θα είμαι, αλλά το μοντέλο είναι ο πατέρας μου. Μοιάζουμε πολύ, ούτως ή άλλως. Αυτό είναι το όλο πλαίσιο, οπότε μου φάνηκε ως λογική συνέπεια αυτή η δουλειά. Ό,τι προηγούμενο είχα κάνει μπήκε εδώ μέσα και βρήκε απλά μια νέα μορφή.
— Έκανες πάντα αυτοπροσωπογραφίες;
Ναι, αυτή είναι η κληρονομιά από τον Μπότσογλου. Δεν ξέρω όλους τους λόγους, αλλά ο ένας σίγουρα είναι η ευκολία. Δεν γκρινιάζω ποτέ για το πώς με ζωγραφίζω, είμαι πάντα πρόθυμος να ποζάρω, άρα είναι το πιο εύκολο. Δεν είμαι πάντα και περιτριγυρισμένος από ανθρώπους, επειδή η δουλειά αυτή με κάνει αρκετά μοναχικό, οπότε είναι η εύκολη λύση και γενικά αυτοί που ζωγραφίζω είναι κατά 90% οι πολύ κοντινοί μου άνθρωποι, έχω ζωγραφίσει τη γυναίκα μου άπειρες φορές.
— Θα συνεχίσεις να φτιάχνεις graphic novel;
Το σκέφτομαι αυτό από το 2018, μόλις έκανα την έκθεση. Έχω ξεκινήσει να δουλεύω μια έκθεση εικαστική κι ελπίζω σε κανέναν χρόνο να την έχω έτοιμη και να την εκθέσω, η οποία είναι ζωγραφική, κανονική ζωγραφική. Μια έκθεση με πολύπτυχα, το graphic novel θέλει πάρα πολλή δουλειά.
— Πόσο δύσκολες εποχές είναι για καλλιτέχνες;
Πολύ δύσκολες. Ούτως ή άλλως οι εποχές είναι δύσκολες για καλλιτέχνες, και όταν δεν είναι δύσκολες γενικά. Πρώτα από όλα, το να ζεις ως καλλιτέχνης, από την τέχνη σου, είναι σχεδόν αδύνατο. Υπάρχουν κάποιες χρονιές που πάνε πολύ καλά και κάποιες χρονιές που πάνε άθλια. Αν ήμουν πολύ σοφός και έκανα πολύ καλή διαχείριση των καλών χρόνων, θα ήμουν πολύ πιο άνετος τις χρονιές που πάνε άθλια.
Αλλά εγώ έχω και το εξής: η μία μου έκθεση ήταν το 2012, κι η επόμενη το 2018. Δεν μπορώ να κάνω κάθε τόσο, είναι η δουλειά μου τέτοια που δεν μπορώ να εκθέτω συχνά. Έχω ανθρώπους που με στηρίζουν, που αγοράζουν έργα μου, αλλά γενικά είναι δύσκολο να είσαι καλλιτέχνης για πολλούς λόγους. Γιατί δεν υπάρχει κοινό, δεν υπάρχει αγάπη για την τέχνη.
Στο Βερολίνο που ήμουν, μια πόλη 3,5 εκατομμυρίων ανθρώπων, είχαν 400 γκαλερί. Εμείς είμαστε 5 εκατομμύρια και έχουμε 40 γκαλερί. Αυτό δείχνει τη διαφορά που υπάρχει. Είναι 5.000 οι εγγεγραμμένοι εικαστικοί στο εικαστικό επιμελητήριο και πρέπει να μοιραστούν σε 40 γκαλερί της Αθήνας. Είναι ανθρωποφαγικό, μένει πολύ λίγο σε κάθε έναν. Από την άλλη, αν περάσεις το πρώτο επίπεδο, επειδή είμαστε λίγο χωριό, είναι πολύ εύκολο να επιβιώσεις. Ανθρωποφαγικό γίνεται έξω, που ο ανταγωνισμός είναι αδιανόητος…
Το «Α=-Α» του Δημήτρη Αναστασίου κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.