Με τίποτα δεν μπορείς να κάνεις πια πλάκα στις μέρες μας… Έλεος, παραέχουμε γίνει όλο υπερευαίσθητοι πια… Ζούμε με τον φόβο της δαμόκλειου σπάθης της πολιτικής ορθότητας πάνω από το κεφάλι μας… Κι αν πεις και μια κουβέντα παραπάνω, κινδυνεύεις να σε σταυρώσουν στο ίντερνετ, να σε σβήσουν, να σε ακυρώσουν κ.λπ. κ.λπ.
ΔΕΝ ΕΚΦΡΑΖΕΙ ΑΚΡΙΒΩΣ μια τέτοια συλλογιστική, που είναι πολύ δημοφιλής στις μέρες μας, ο Dave Chapelle στο νέο του comedy special –που έκανε πρεμιέρα στο Netflix μόλις πριν από μερικές μέρες, έχει προλάβει όμως να προκαλέσει «θύελλα αντιδράσεων» από τη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα και όχι μόνο– μοιάζει όμως σίγουρα να εκδηλώνει μια μανία καταδιώξεως και να υιοθετεί μια εμμονική στάση απέναντι στις τρανς «διώκτριές» του που θέλουν να τον εξοντώσουν, φλερτάροντας επικίνδυνα με τη ρητορική μίσους.
Κι αυτό όχι μόνο δεν έχει πλάκα αλλά είναι σα να αδικεί το τεράστιο και αναμφισβήτητο χάρισμα και ταλέντο του. Την περισσότερη ώρα διαμαρτύρεται εντόνως για την στάμπα του τρανσοφοβικού που του έχουν κολλήσει, δηλώνοντας ότι απλά τον απασχολεί «η σύμβαση του φύλου». «Η ενσυναίσθηση είναι αμφισεξουαλική και αμφίδρομη», λέει κάποια στιγμή στο The Closer – ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.
Σπαταλάει ένα ολόκληρο σχεδόν comedy special γκρινιάζοντας και μεμψιμοιρώντας, την ώρα που θα έπρεπε να κάνει τη δουλειά του, που την έχει κάνει τόσο καλά στο παρελθόν – καλύτερα από όλους ίσως.
Έχει ανάγκη ένας από τους σημαντικότερους και δημοφιλέστερους εκπροσώπους του είδους να αναλώνεται σε πικρόχολο ξεκαθάρισμα λογαριασμών (και σε στεγνό, άχαρο κήρυγμα ώρες-ώρες) με μια συγκεκριμένη μειονότητα, επειδή αυτή αντιδρά έντονα σε κάποιες από τις «παρατηρήσεις» του εις βάρος της; Έχει νόημα να τα θέλει όλα δικά του και να ενδύεται ο ίδιος τον ρόλο του θύματος;
Κατά τη γνώμη μου, το μέγα αμάρτημα αυτής της εμφάνισης που έγινε στο Ντιτρόιτ πριν από λίγο καιρό και μαγνητοσκοπήθηκε στο πλαίσιο του πλουσιοπάροχου για τον ίδιο deal που έκανε πριν από μερικά χρόνια με την πλατφόρμα, δεν είναι η χολή που βγάζει στοχοποιώντας την τρανς κοινότητα, ως απόκριση υποτίθεται στην δική του στοχοποίηση εκ μέρους κάποιας σκιώδους queer μαφίας.
Είναι ότι σπαταλάει ένα ολόκληρο σχεδόν comedy special γκρινιάζοντας και μεμψιμοιρώντας, την ώρα που θα έπρεπε να κάνει τη δουλειά του, που την έχει κάνει τόσο καλά στο παρελθόν – καλύτερα από όλους ίσως.
Ακόμα κι εκείνο το χαμόγελο επιτηδευμένης έκπληξης (σα να λέει, «ουπς, τι είπα, μου ξέφυγε, αλλά είναι αργά, το είπα») και αιδημοσύνης που συνόδευε τους πιο αιρετικούς και αμφιλεγόμενους στοχασμούς του περί φύλου, φυλής και κοινωνικής τάξης, μοιάζει να έχει ξεθωριάσει.
Κι αν εσύ, ο θεατής, παθαίνεις μια αμηχανία μ΄ αυτά που λέει (αλλά κυρίως με τον τόνο και το σοβαροφανές ύφος του), πρόβλημά σου. Είναι σα να τον δικαιώνεις, αφού είσαι τόσο δυσκοίλιος και δεν αντέχεις ένα αστείο. Τράβα να εκφράσεις την ένστασή σου στα social media, τα οποία ο ίδιος θεωρεί «μη πραγματικό μέρος», παρότι επιτρέπει σ’ αυτά τα μέσα να του χαλάνε τη διάθεση (αλλά και το χιούμορ, εν τέλει) με τις επικρίσεις που φιλοξενούν εναντίον του.
Σε άβολη θέση τοποθετεί επίσης τον θεατή ο τρόπος που αντιπαραθέτει τις διαβαθμίσεις καταπίεσης ανάμεσα σε ιστορικές μειονότητες, υποβαθμίζοντας και χλευάζοντας οτιδήποτε σχεδόν έχει να κάνει με ζητήματα γκέι δικαιωμάτων και έμφυλων ταυτοτήτων: «Στη χώρα μας νομιμοποιείσαι να σκοτώσεις έναν μαύρο αλλά απαγορεύεται να πληγώσεις τα συναισθήματα των γκέι», λέει σε κάποια φάση. Και σε κάποια άλλη αναρωτιέται: «Πώς γίνεται να είναι τόσο πολύ πιο εύκολο να "αλλάξει" το φύλο του ο Μπρους Τζένερ από το να αλλάξει το όνομά του ο Κάσιους Κλέι; Η Κέιτλιν Τζένερ ανακηρύχθηκε "γυναίκα της χρονιάς" την πρώτη της μόλις χρονιά ως γυναίκα. Είναι σα να είχε ανακηρυχθεί "μαύρος της χρονιάς" ο Eminem, μετά τον πρώτο του δίσκο…».
Και άλλα τέτοια, που ακόμα κι αν έχουν κάποια εύλογη βάση, μοιάζουν προορισμένα να προκαλέσουν συγκεκριμένες ευαισθησίες και να κολακέψουν αντιδραστικές τάσεις. Λες και δεν υπάρχουν τόσα ζητήματα και τόσα κέντρα εξουσίας πολύ πιο ισχυρά από το «κατεστημένο» της τρανς κοινότητας, που μπορεί ένας ιδιοφυής κωμικός, όπως ο ίδιος, να θίξει σ’ αυτούς τους περίεργους και βίαιους καιρούς που ζούμε.
Κανένα cancel, απογοήτευση μόνο.