Στον νομό Κιλκίς, χτισμένη στους πρόποδες του Πάικου, η Γουμένισσα βγάζει κόκκινο κρασί εδώ κι αιώνες. Κάποια στιγμή διέθετε περισσότερα από χίλια πατητήρια, αφού μέχρι το 1918 καλλιεργούνταν περισσότερα από 11.000 στρέμματα αμπελώνων. Έπειτα ήρθε η φυλλοξήρα.
Στα μέσα της δεκαετίας του ‘20, οι πρόσφυγες της Aνατολικής Ρωμυλίας που κουβάλησαν μαζί τους τη λατρεία του Αγίου Τρύφωνα και την τεχνική του εμβολιασμού θα αναζωπυρώσουν την αμπελοκαλλιέργεια της περιοχής. Το 1979 θεσμοθετείται η ζώνη Ονομασίας Προέλευσης Γουμένισσα, που ήταν τότε η πιο μικρή ζώνη της Ελλάδας – αργότερα η αμπελουργία εξαπλώθηκε και στα γύρω χωριά.
H μεγαλύτερη έκταση των αμπελιών της αναπτύσσεται στον άξονα Κάρπη - Γουμένισσα - Φιλυριά. Οι αμπελώνες της πρέπει να βρίσκονται σε υψόμετρο τουλάχιστον 150 μέτρων. Οι ποικιλίες που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή ερυθρών ξηρών οίνων είναι το ξινόμαυρο και η νεγκόσκα (σε ποσοστό τουλάχιστον 20%). Το 2009 θεσμοθετήθηκε η ζώνη ΠΓΕ Πλαγιές Πάικο, συμπίπτοντας με αυτήν της ΠΟΠ Γουμένισσας.
Η κοιλάδα του Αξιού, που μετριάζει τους καλοκαιρινούς καύσωνες, ο Βαρδάρης, που πνέει ξηρός και ψυχρός όλο τον χρόνο, το έδαφος, η μακρά παράδοση, οι καλλιεργητικές πρακτικές και η προσωπικότητα των ανθρώπων που ασχολούνται με το κρασί στη Γουμένισσα καθορίζουν τον μοναδικό χαρακτήρα των κρασιών της.
Παλιά, μικρά και νέα μεγάλα αμπελοτόπια απλώνονται ανάμεσα σε κεράσια και καλλιέργειες σιτηρών. Σύμφωνα με στοιχεία από το αμπελουργικό μητρώο του φετινού Ιουνίου, η έκταση των αμπελώνων οινοποιήσιμων ποικιλιών του Κιλκίς φτάνει τα 6.000 στρέμματα, οι αμπελουργοί τους 766, οι οινοποιοί τους 14.
Πολυδυναμική ποικιλία, απαιτητική, δύσκολη, όψιμη, τανική, το ξινόμαυρο της Γουμένισσας καλλιεργείται κυρίως στις ανατολικές πλαγιές του όρους Πάικο, σε υψόμετρο 150 - 250 μέτρων, και κυριαρχεί με 1.183 στρέμματα δικά της. Το άρωμά της είναι ιδιαίτερο και δεν συναντάται εύκολα σε άλλα κρασιά, βγάζει φρέσκια ντομάτα στα φρέσκα κρασιά και λιαστή ντομάτα στα παλαιωμένα.
Με άρωμα κόκκινων φρούτων, η πιο ήπια σε οξύτητα και τανίνες νεγκόσκα κατέχει σημαντική θέση στην ιστορία και στην κληρονομιά του τόπου από τη στιγμή που χρησιμοποιείται στα ΠΟΠ κρασιά προκειμένου να ενισχύσει τον αρωματικό τους χαρακτήρα και να τιθασεύσει το ξινόμαυρο. Πρόκειται για σπάνια ποικιλία με 444 στρέμματα, που τελευταία πρωταγωνιστεί όλο και περισσότερο σε μονοποικιλιακά κρασιά.
Η μαλαγουζιά, ο ροδίτης, το λημνιό, το sauvignon blanc, το cabernet sauvignon, το merlot και το syrah είναι οι άλλες ποικιλίες που έχουν δοκιμαστεί στην περιοχή. Σήμερα ανερχόμενη είναι το ασύρτικο που εκτείνεται σε 434 στρέμματα. Η κοιλάδα του Αξιού που μετριάζει τους καλοκαιρινούς καύσωνες, ο Βαρδάρης που πνέει ξηρός και ψυχρός όλο τον χρόνο, το έδαφος, η μακρά παράδοση, οι καλλιεργητικές πρακτικές και η προσωπικότητα των ανθρώπων που ασχολούνται με το κρασί στη Γουμένισσα καθορίζουν τον μοναδικό χαρακτήρα των κρασιών της.
Μικρό Κτήμα Τίτου
Περιτριγυρισμένο από αιωνόβιες βελανιδιές, το Μικρό Κτήμα Τίτου βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Πάικου. Εκεί, πλάι στον ποταμό Σείριο, ο Τίτος Ευτυχίδης φύτεψε το 1972 έναν αμπελώνα σαράντα στρεμμάτων με ξινόμαυρο, νεγκόσκα, cabernet sauvignon και viognier.
Η μακρόχρονη φιλία του Βαγγέλη Γεροβασιλείου με τον Τίτο οδήγησε την Αγγελική Ευτυχίδη, μετά τον θάνατο του άνδρα της, να μεταβιβάσει το κτήμα στα χέρια που εμπιστευόταν περισσότερο, έτσι το 2018 πέρασε στην ιδιοκτησία του Κτήματος Βιβλία Χώρα. Τότε ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου και ο Βασίλης Τσακτσαρλής φτάνουν στην περιοχή με στόχο να δημιουργήσουν ερυθρούς οίνους υψηλής ποιότητας, ΠΟΠ Γουμένισσα.
Ο αμπελώνας αναβιώνει. Σήμερα καλλιεργούνται σαράντα πέντε στρέμματα με τις ποικιλίες ξινόμαυρο και νεγκόσκα, ενώ αποκτήθηκαν επιπλέον ενενήντα με τις ποικιλίες ξινόμαυρο, νεγκόσκα και cabernet sauvignon στη Γερακώνα, μία από τις καλύτερες περιοχές της ζώνης ΠΟΠ Γουμένισσα.
Οινοποιία Σακαλάκη
Ο Σοφοκλής Σακαλάκης έφτασε στα Πλάγια Παιονίας το 1922 με την οικογένειά του σε ηλικία 24 ετών, με λιγοστούς χωριανούς του από το Μπογαζκιοΐ της Πόλης. Πολλές μουριές, αμυγδαλιές και λίγα αμπέλια είχαν αφήσει πίσω τους πριν μετακινηθούν στην Τουρκία οι πρώην Τούρκοι κάτοικοι του χωριού. Οι νεοφερμένοι Πλαγιώτες ξεκίνησαν να καλλιεργούν πρώτα ό,τι είχε απομείνει από τους προηγούμενους κατοίκους μέχρι να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες.
Με σκληρή δουλειά και αγώνα πολλών χρόνων ο Σοφοκλής Σακαλάκης και ο γιος του Γιάννης βελτίωσαν και μεγάλωσαν το μικρό αμπέλι για να καλύψουν τις ανάγκες της οικογένειας. Βγάζοντας καλό κρασί και τσίπουρο, στα μέσα της δεκαετίας του ‘70 τη φροντίδα του αμπελιού την αναλαμβάνει ο πρωτότοκος γιος του Γιάννη Σακαλάκη, ο Σοφοκλής, μέχρι που μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη για σπουδές και δουλειά.
Αρχές της δεκαετίας του '90, η γεωργική υπηρεσία του Κιλκίς, βασισμένη τα εδαφολογικά και κλιματολογικά δεδομένα της περιοχής, προτρέπει τους κατοίκους να στραφούν στη συστηματική καλλιέργεια των αμπελιών για ποιοτική και ποσοτική αναβάθμιση της παραγωγής. Έτσι άρχισε μια νέα εποχή για το οινοποιείο. Ο Σοφοκλής Σακαλάκης πήρε τη μεγάλη απόφαση να κάνει έναν τεράστιο αμπελώνα, να βασιστεί σε αυτό που ξεκίνησε ο παππούς του και ονειρεύτηκε ο πατέρας του.
Οινοποιείο Σπανούδη
Λειτουργεί απο το 2020 στην Αξιούπολη του Κιλκίς, δεκαπέντε χιλιόμετρα βορειοανατολικά της αμπελουργικής ζώνης Γουμένισσας, όπου και βρίσκονται οι ιδιόκτητοι αμπελώνες του. Φροντίζει να ελαχιστοποιεί τις παρεμβάσεις στους αμπελώνες και να εφαρμόζει πρακτικές φιλικές προς το περιβάλλον στο πλαίσιο της ολοκληρωμένης διαχείρισης. Όντας κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος του Τμήματος Διασφάλισης Ποιότητας (ΕΑΠ), ο Δημήτρης Σπανούδης δίνει προσοχή σε όλα τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας, από το αμπέλι έως την εμφιάλωση.
Καλλιεργεί ξινόμαυρο και merlot, στοχεύοντας πάντα σε χαμηλές στρεμματικές αποδόσεις. Το ξινόμαυρο προέρχεται από ένα αμπέλι που μετράει 27 έτη, «είναι γοητευτικό, με την ιδιαίτερη φροντίδα που απαιτεί να του δείχνουμε, ανταμείβοντάς μας στο τέλος με τον καλύτερο δυνατό τρόπο», όπως λέει ο ίδιος. Η γαλλική ποικιλία προέρχεται από ένα αμπέλι δεκαεφτά ετών και καταφέρνει να αναδείξει τον χαρακτήρα της με ιδιαίτερο τρόπο στα εδάφη της Γουμένισσας.
Βγάζει δύο ετικέτες, πρόκειται για ένα πολύ ωραίο πρώτο δείγμα δουλειάς. Η «Ventum ξινόμαυρο» παράγεται με αυθόρμητη ζύμωση από το πρόρωγο των σταφυλιών και παλαιώνει σε γαλλικά δρύινα βαρέλια για μικρό διάστημα, όπως και η ετικέτα «Ventum merlot», στη συνέχεια μεταφέρονται σε δεξαμενές inox μέχρι και την εμφιάλωση. Οι παρεμβάσεις κατά την οινοποίηση είναι οι ελάχιστες που απαιτούνται «προκειμένου τα κρασιά να μπορούν να εξελίσσουν τον χαρακτήρα τους και να εκφράσουν τον αυθεντικό χαρακτήρα του terroir της Γουμένισσας».
Οινοποιείο Βαλτάρα
Σε αυτό το οινοποιείο το μεράκι και η πείρα για το αμπέλι και τους πολύτιμους καρπούς του πέρασε από τον παππού στον γιο και έπειτα στον εγγονό.
«Ο σπόρος της δημιουργίας ρίζωσε μέσα μας και απέδωσε καρπούς, με τα πενήντα στρέμματα αμπελώνων να απλώνονται στην περιοχή της πανέμορφης Γουμένισσας. Το νεανικό κέφι και μεράκι του Αλέξη προστέθηκε στην πείρα του πατέρα Νίκου και δημιούργησε ένα αποτέλεσμα εξαιρετικό», αφηγείται η οικογένεια. Έτσι, το 2010 δημιουργήθηκε το οινοποιείο Βαλτάρα, όπου συσσώρευσε την αγάπη για το κρασί, τη γνώση και την πολύτιμη εμπειρία, τη νεανική δημιουργικότητα και τον σύγχρονο εξοπλισμό. Η πολύτιμη σοδειά από τους αμπελώνες δημιούργησε τρία ξεχωριστά κρασιά. Ένα λευκό από μαλαγουζιά, ένα ερυθρό από merlot και cabernet sauvignon, ένα ροζέ από νεγκόσκα, ξινόμαυρο και μοσχάτο, «τρία αποκτήματα που αποτελούν μιια γευστική παλέτα, γεμάτη ξεχωριστές νότες βελούδινων αρωμάτων».
Κυρ-Γιάννη
Aπό το 1996 καλλιεργεί αμπελώνες και παράγει κρασιά από τις δύο πιο σημαντικές ζώνες του ξινόμαυρου. Ο Στέλιος Μπουτάρης περιγράφει: «Όταν ανέλαβα το Κτήμα Κυρ-Γιάννη το 2004, εστίασα στην ανάπτυξη των δύο αυτών ζωνών. Μεγαλώσαμε τους αμπελώνες μας σε Νάουσα και Αμύνταιο, ολοκληρώσαμε τα δύο οινοποιεία, φτιάξαμε έναν υπέροχο επισκέψιμο χώρο στη Νάουσα και δημιουργήσαμε κρασιά που αντιπροσωπεύουν τις δύο αυτές περιοχές.
Πάντα όμως κοιτούσα προς τα βορειοανατολικά. Στη Γουμένισσα έκανα τον πρώτο μου τρύγο, αδειάζοντας κλούβες στη σταφυλοδόχο, με παγωνιά και βροχή, με σόμπες στο οινοποιείο. Αλλά έχω μόνο καλές αναμνήσεις. Το αμπελοτόπι στη Γουμένισσα είναι μαγικό.
Ο πατέρας μου έβαζε το όνομα του αμπελουργού και του οινολόγου σε μια σειρά ετικετών που κυκλοφόρησαν ως τα “Πειραματικά Μπουτάρη”, μια δουλειά που έχει αφήσει ιστορία, και δεν διστάζω να πω ότι έβαλε τις βάσεις του ελληνικού κρασιού σε πολλές περιοχές εκείνη την εποχή, οι παλιότεροι θα θυμούνται. Εγώ, πάλι, ήθελα να βγάλω ένα κρασί και να το αφιερώσω στον Έλληνα αμπελουργό που τόσο πολύ νοιάζομαι και του έχω αδυναμία. Έτσι κι έγινε όταν βρήκαμε το Μπλε Τρακτέρ, που έχει στη βάση του σταφύλια από την ευρύτερη περιοχή της Γουμένισσας».
Το επόμενο βήμα του ήταν να κάνει ένα ξινόμαυρο/νεγκόσκα. Δοκίμασε δυο-τρεις χρονιές, όμως κατάφερε ένα επιθυμητό αποτέλεσμα το 2017. «Το αμπέλι του αμπελουργού κυρίου Θάνου στη θέση Μπίνταλμα ήταν και η βάση μας. Πολύ μικρή παραγωγή, λανσαρίστηκε κάτω από την ομπρέλα του Warehouse10, και ξεπούλησε άμεσα. Επόμενο βήμα μας είναι η αγορά ενός αμπελώνα και η δημιουργία ενός οινοποιείου στη Γουμένισσα».
Οινοποιείο Μπουτάρη
Η παραγωγή οίνων ΠΟΠ Γουμένισσας από την οινοποιία Μπουτάρη ξεκίνησε το 1974 με ειδική άδεια που της είχε παραχωρηθεί για την παραγωγή τους στο οινοποιείο της Νάουσας. Δέκα χρόνια αργότερα, το 1984, δημιουργεί το οινοποιείο στη Γουμένισσα, στην κοινότητα της Φιλυριάς, και για αρκετά χρόνια ήταν το μοναδικό της ευρύτερης περιοχής. Το 1991 φυτεύεται ο ιδιόκτητος αμπελώνας Μπουτάρη, σύμφωνα με τις αρχές της βιολογικής καλλιέργειας, και εκτότε παράγει single vineyard κρασιά. Η δράση της οινοποιίας Μπουτάρη όλα αυτά τα χρόνια συνέβαλε καθοριστικά στην ανάπτυξη της αμπελοκαλλιέργειας του τόπου.
Τα εδάφη του αμπελώνα, ασβεστολιθικά, ξηρικά, καλά αποστραγγιζόμενα, εμφανίζουν αρκετές παραλλαγές ως προς το βάθος και τη σύνθεσή τους. Το μεγαλύτερο μέρος του είναι φυτεμένο με ξινόμαυρο και νεγκόσκα, ενώ υπάρχουν κι άλλες, υπό πειραματισμό ποικιλίες, όπως chardonnay, syrah, merlot και cabernet sauvignon.
Κεχρής
Η ιστορία του οινοποιείου ξεκινάει στις αρχές του προηγούμενου αιώνα από την οικογενειακή ταβέρνα «Κόκορας» στην παλιά πόλη της Θεσσαλονίκης. Χάρη στην ποιότητα του κρασιού, το οποίο παράγεται με μούστο που ταξιδεύει σε πλοία από τη νότια Ελλάδα, η καλή φήμη του εξαπλώνεται γρήγορα και η ζήτηση αυξάνεται με γοργούς ρυθμούς. Το πρώτο οικογενειακό οινοποιείο ιδρύεται το 1954 στο Καλοχώρι.
Σήμερα, έχοντας εισέλθει σε μια νέα φάση ανάπτυξης, το οινοποιείο Κεχρής της Θεσσαλονίκης διεξάγει συστηματική έρευνα και πειραματισμούς σχετικά με την παραγωγή της ρετσίνας, συχνά σε συνεργασία με φορείς όπως το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Η έρευνα αυτή, σε συνδυασμό με την πολύχρονη εμπειρία στην οινοποίηση του παραδοσιακού ελληνικού κρασιού, έχει οδηγήσει στη δημιουργία τεσσάρων διαφορετικών κρασιών που ανήκουν στην κατηγορία ρετσίνα «Ονομασία κατά παράδοση». Όλα τα κρασιά του οινοποιείου παράγονται από σταφύλια που προέρχονται από επιλεγμένα σημεία της Μακεδονίας. Στα 120 στρέμματα του ιδιόκτητου αμπελώνα στη Γουμένισσα και στο μεγαλύτερο τμήμα των εκτάσεων των συνεργαζόμενων παραγωγών, η καλλιέργεια ακολουθεί τις αρχές της ολοκληρωμένης διαχείρισης.
Το «Δάκρυ του πεύκου» είναι η ρετσίνα του οινοποιείου που άλλαξε τα δεδομένα στην κατηγορία της, τοποθετώντας το παραδοσιακό ελληνικό κρασί πλάι στα εκλεκτότερα προϊόντα του παγκόσμιου αμπελώνα. Είναι η πρώτη ρετσίνα με μεγάλο δυναμικό παλαίωσης, ένα κρασί με εντυπωσιακά γευστικά και αρωματικά χαρακτηριστικά που πρέπει να δοκιμάσετε.
Οινοποιείο Αϊδαρίνη
Η οικογένεια Αϊδαρίνη ζει, δραστηριοποιείται και παράγει εκλεκτά κρασιά και τσίπουρο στη Γουμένισσα από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα. Αποτελεί πλέον ζωντανό κομμάτι της οινικής παράδοσης της περιοχής.
Η επιχείρηση της οποίας ηγείται ο Χρήστος Αϊδαρίνης διαθέτει ενενήντα στρέμματα ιδιόκτητων αμπελώνων, ενώ συγχρόνως διατηρεί σταθερές συνεργασίες με αμπελουργούς της ζώνης ονομασίας προέλευσης. Καλλιεργεί τις ποικιλίες ξινόμαυρο και νεγκόσκα, από τη συνοινοποίηση των οποίων παράγεται ο ερυθρός οίνος ΠΟΠ Γουμένισσα, καθώς επίσης ασύρτικο, sauvignon blanc, chardonnay και merlot για την παραγωγή κρασιών με Προστατευόμενη Γεωγραφική Ένδειξη Πλαγιές Παΐκου.
Στοχεύοντας στη συνεχή ποιοτική αναβάθμιση των προϊόντων της, το 1998 δημιούργησε ένα άρτια εξοπλισμένο οινοποιείο στην είσοδο της κωμόπολης, όπου υποδέχεται τους επισκέπτες για ξενάγηση και γευστικές δοκιμές. Παραμένει επίσης επισκέψιμο το παραδοσιακό γραφικό κελάρι, το οποίο αποτελεί σημαντικό πόλο έλξης για τους επισκέπτες. Τα κρασιά του διατίθενται στην εγχώρια αγορά, ενώ γίνονται και εξαγωγές σε Γερμανία, Γαλλία, Αυστρία, Ελβετία.
Οινοποιείο Τάτση
Η ενασχόληση της οικογένειας Τάτση με το αμπέλι και το κρασί που κατάγεται από το Άνω Βοδενό της Ανατολικής Ρωμυλίας, περιοχή από αιώνες αμπελουργική, πάει πολύ πίσω στον χρόνο. Το 1924 οι πρόσφυγες παππούδες επέλεξαν ως τόπο εγκατάστασης την επίσης αμπελουργική Γουμένισσα.
Η οικογένεια Τάτση, από το 1924 και μετά, απέκτησε αμπέλια στο ύψωμα Λιμπάσκεριτ και Γερακώνα, συνολικής έκτασης 150 στρεμμάτων, θέσεις ιδανικές για αμπελοκαλλιέργεια σε ασβεστολιθικά εδάφη που δεν αρδεύονται και τα δουλεύουν οικογενειακά πρώτα ο παππούς, μετά ο γιος Χρήστος, μαζί με τους γιους του Περικλή και Στέργιο. Από το 1998 η καλλιέργεια των αμπελιών είναι πιστοποιημένη βιολογικά και από το 2002 καλλιεργούνται με τη μέθοδο της βιοδυναμικής καλλιέργειας.
Τα κρασιά που παράγονται στο κτήμα είναι όλα φυσικά, «πράγμα που σημαίνει πως δεν χρησιμοποιείται κανένα, μα κανένα οινολογικό πρόσθετο και βελτιωτικό, όπως ζύμες, ένζυμα, κόλλες κ.λπ. Αυτό όμως προϋποθέτει και έναν αμόλυντο χώρο από τα παραπάνω υλικά. Η οινοποίηση από το 2007 πραγματοποιείται στο νέο οικογενειακό οινοποιείο και στην παραγωγική διαδικασία δεν έχει χρησιμοποιηθεί κανένα οινολογικό πρόσθετο, ενώ η παλαίωση των κρασιών γίνεται σε διαφορετικού μεγέθους δρύινα γαλλικά και αμερικάνικα βαρέλια».
Από τη μονοποικιλιακή ροζέ νεγκόσκα και τη δική τους Γουμένισσα μέχρι τον ροδίτη orange και τη συνεργασία τους με το εμβληματικό οινοποιείο του Κεφαλονίτη Σκλάβου, τα κρασιά των αδερφών Τάτση έχουν τη δική τους φιλοσοφία, είναι ένας μοναδικός κόσμος που πρέπει να εξερευνήσετε δοκιμάζοντας.
Κτήμα Χατζηβαρύτης
Η ιδέα για τη δημιουργία του κτήματος προέκυψε πριν από σαράντα χρόνια, όταν ο Βαγγέλης Χατζηβαρύτης και η Όλγα Ιακωβίδου μάζευαν τους φίλους τους στη Γουμένισσα για να εμφιαλώσουν το κρασί της χρονιάς και να γλεντήσουν με τους ήχους των χάλκινων. Οι συζητήσεις εκείνες αλλά και η αγάπη τους για το κρασί έδωσαν την ιδέα για τη δημιουργία του Κτήματος Χατζηβαρύτη, το οποίο ξεκίνησε το 1994 με τη φύτευση των πρώτων πενήντα στρεμμάτων στην περιοχή Μπίνταμπλα. Η επέκταση του αμπελώνα σε άλλα 70 στρέμματα ακολούθησε σταδιακά στην περιοχή της Φιλυριάς.
Δίνοντας έμφαση στην ποιότητα των σταφυλιών, στη γονιμότητα του εδάφους, στη βιοποικιλότητα και στην προστασία του περιβάλλοντος, η οικογένεια Χατζηβαρύτη επέλεξε τη βιολογική καλλιέργεια, εστιάζοντας την προσοχή στις ελληνικές ποικιλίες ξινόμαυρο, νεγκόσκα, ροδίτη και ασύρτικο, ενώ σε μικρότερες εκτάσεις καλλιεργούνται και οι διεθνείς sauvignon blanc, cabernet sauvignon και merlot.
Από το 2017, η Χλόη Χατζηβαρύτη, με σπουδές στην αμπελουργία και την οινολογία σε Ελλάδα και Γαλλία και πολύτιμη εμπειρία σε οινοποιεία στη Γαλλία, τη Νέα Ζηλανδία, την Αργεντινή και τη Χιλή, έδωσε νέα πνοή στο κτήμα με την παραγωγή μιας σειράς κρασιών ελάχιστης παρέμβασης. Αυτό επέβαλε την επέκταση του αμπελώνα σε ακόμη ογδόντα στρέμματα με τις ποικιλίες ξινόμαυρο, νεγκόσκα, μαλαγουζιά και μοσχάτο στην περιοχή της Γερακώνας. Σήμερα ο ιδιόκτητος αμπελώνας του Κτήματος Χατζηβαρύτη αριθμεί 200 στρέμματα και μεγαλώνει μέσα σε ένα κλίμα ηπειρωτικό, με αρκετές βροχοπτώσεις τον χειμώνα και ζεστό, ξηρό καλοκαίρι, με δροσερές νύχτες.
Το Κτήμα Χατζηβαρύτης παράγει δύο σειρές κρασιών, μία με εφτά ετικέτες βιολογικών κρασιών και μία με οκτώ κρασιά ελάχιστης παρέμβασης. Η δημιουργική Χλόη Χατζηβαρύτη δείχνει πως ήρθε για να συμβάλει δυναμικά στην αλλαγή του ελληνικού οινικού χάρτη, τα κρασιά της ελαχίστων παρεμβάσεων είναι καλοδουλέμενα και πραγματικά απολαυστικά, πρέπει να τα γνωρίσετε.
Η Γουμένισσα πέρα από το κρασί
Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 η παραγωγή συνθετικού μεταξιού ανάγκασε πολλούς σηροτρόφους της Γουμένισσας να στραφούν σε άλλες εργασίες. Το 1984 η παραγωγή μεταξιού σταμάτησε, εκεί που κάποτε λειτουργούσαν τρία μεταξουργεία, τα οποία απασχολούσαν 450 εργάτες. Το μεταξουργείο «Χρυσαλλίς», που φτιάχτηκε την περίοδο 1927-1930, είναι πλέον ό,τι απέμεινε από αυτό το κομμάτι του παρελθόντος της περιοχής.
Ο «χάλκινος» ήχος της Γουμένισσας πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές του εικοστού αιώνα με κλαρίνα, νταούλια, τρομπέτες και τρομπόνια. Με περίπου 200 ενεργούς μουσικούς σήμερα, οι μπάντες της περιοχής συνήθως προέρχονται από άτομα της ίδιας οικογένειας, καθώς η μουσική παράδοση περνάει από γενιά σε γενιά.