ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ είναι η μετεωρική, όπως λένε, άνοδος του Ερίκ Ζεμούρ. Άνθρωπος της έντυπης δημοσιογραφίας, στη συνέχεια περσόνα με εξαιρετικές τηλεθεάσεις και συγγραφέας μαχητικών βιβλίων πολιτικής κριτικής, εμφανίζεται εδώ και καιρό ως σημαντικός παίκτης της δημόσιας σκηνής. Ο Ζεμούρ περιοδεύει, υπογράφει τα βιβλία του, χτυπάει αλύπητα τους εχθρούς του και οι πάντες περιμένουν την επίσημη αναγγελία της υποψηφιότητάς του για τις προεδρικές εκλογές του προσεχούς Απριλίου.
Ο Ζεμούρ είναι Γαλλοεβραίος με καταγωγή από την Αλγερία, παθιασμένος αναγνώστης και ικανότατος «περφόρμερ» του δημόσιου βήματος. Αυτό όμως που έχει σημασία και για μας εδώ –όπως για πολλούς άλλους Ευρωπαίους– είναι ότι ο Ζεμούρ αναδύθηκε στη Γαλλία, σε αυτήν τη χώρα που ο Μαρξ αποκαλούσε «πολιτικό έθνος». Η ανάδυσή του και το μερίδιο της δημοφιλίας του δεν έχει σχέση, λοιπόν, με τον παράδειγμα Τραμπ που στηρίχτηκε στη φαντασίωση του μεγιστάνα-καπιταλιστή και σε έναν ρηχό αντιδιανοουμενισμό. Ο Ζεμούρ, αντιθέτως, επιδιώκει να είναι και δημόσιος διανοούμενος, να γράφει βιβλία για την παρακμή της Γαλλίας, να ενσωματώνει παραθέματα και ρήσεις σπουδαίων ανθρώπων του πνεύματος.
Με άλλα λόγια, ο Ζεμούρ ακουμπάει στην παλιά γαλλική παράδοση που θέλει την πολιτική πεδίο ιδεών και εγγραμματοσύνης με λόγιες αναφορές. Η παμφλέτα, ο λίβελος, το δημόσιο κατηγορώ είναι συστατικά στοιχεία αυτής της παράδοσης. Η δική του πορεία στον λαό και το δικό του κάλεσμα στα πλήθη περιφρονεί την πολιτική των τεχνοκρατικών λύσεων ή τη λογική της φιλελεύθερης αισιοδοξίας των αριθμών. Δηλαδή έχει καταλάβει ότι το μοναδικό πράγμα που έχει ζήτηση στις μέρες μας είναι αφενός μια ηθική απόρριψη του «συστήματος» και αφετέρου η υπόσχεση για ανάκτηση της εθνικής ισχύος και της προσωπικής αξιοπρέπειας.
Ο Ζεμούρ ενορχηστρώνει, λοιπόν, την υπαρκτή δυσφορία και αξιοποιεί το θηριώδες έλλειμμα εμπιστοσύνης που χαρακτηρίζει τη σχέση των συγχρόνων με τους παραδοσιακούς θεσμούς. Ως προς αυτό θα έλεγε κανείς πως δοκιμάζει κάτι ανάλογο με τον Μακρόν: είναι και αυτός ένα μοναχικό άστρο που θέλει να εκφράσει μια κοινωνική δυναμική, υπερβαίνοντας τους κομματικούς σχηματισμούς και τις συμβατικές τομές δεξιάς και αριστεράς.
Ο Ζεμούρ ενορχηστρώνει, λοιπόν, την υπαρκτή δυσφορία και αξιοποιεί το θηριώδες έλλειμμα εμπιστοσύνης που χαρακτηρίζει τη σχέση των συγχρόνων με τους παραδοσιακούς θεσμούς. Ως προς αυτό θα έλεγε κανείς πως δοκιμάζει κάτι ανάλογο με τον Μακρόν: είναι και αυτός ένα μοναχικό άστρο που θέλει να εκφράσει μια κοινωνική δυναμική, υπερβαίνοντας τους κομματικούς σχηματισμούς και τις συμβατικές τομές δεξιάς και αριστεράς.
Αν, εν τέλει, κατέλθει στην αρένα και καταφέρει να παραμερίσει τη Λεπέν για να γίνει αυτός ο στρατηγικός αντίπαλος του Μακρόν, θα έχουμε μια φαντασμαγορική τροπή της γαλλικής πολιτικής: δύο υποψήφιους Προέδρους αποδεσμευμένους από παραταξιακά κειμήλια και κομματικές μηχανές, δυο διαφορετικά πολιτιστικά «προϊόντα» των μεγάλων μεταβολών που έφερε η εποχή της επικοινωνίας.
Ο Μακρόν προσπάθησε να ενσαρκώσει τη σύνθεση και έναν ευφυή υβριδισμό. Σύνθεση του καπιταλιστικού δυναμισμού και του προοδευτισμού στην αρχή, κι έπειτα, μετά την κρίση των Κίτρινων Γιλέκων και την πανδημία, σύνθεση της φιλελεύθερης με μια προστατευτική και ρεπουμπλικανική ατζέντα με άξονα μεταρρυθμίσεις στην Ευρώπη και στη Γαλλία.
Το ιδεολογικό μείγμα του Ζεμούρ διαφέρει αισθητά. Κανένα από τα επιμέρους στοιχεία του δεν έχει πρωτοτυπία, όχι τουλάχιστον για όσους γνωρίζουν κάπως τη γαλλική Ιστορία. Το άθροισμα όμως των διαφορετικών συστατικών του και ιδίως το συγκεκριμένο πρόσωπο που τα επωμίζεται κάνουν όλη τη διαφορά.
Ο Ζεμούρ υπόσχεται έξοδο από την «παρακμή της Γαλλίας». Αφού πρώτα βομβαρδίζει το κοινό του πως ζει ένα πολιτισμικό και κοινωνικό χάος σε έναν ανάξιο ζωής βούρκο, κηρύσσει τον πόλεμο στην παρακμή. Και αυτή η παρακμή εικονογραφείται με εντυπωσιακό τρόπο και ρητορικά αστραποβολήματα: δημογραφική στασιμότητα, ισλαμιστική επέκταση, βασίλειο της αμάθειας, διάλυση των ριζωμάτων και του κόσμου της μικροαστικής Γαλλίας.
Ο Ζεμούρ επιχειρεί συγχρόνως να εκφράσει την αντίθεση στην πολιτική ορθότητα, συνηγορώντας για τις παραδοσιακές ιδέες περί ανδρικής τιμής απέναντι σε μια κοινωνία που ισχυρίζεται πως έγινε «θηλυκή», απροσδιόριστη και εξαιρετικά ανασφαλής. Αυτό το μοτίβο μιας κοινωνίας που βυθίζεται στην κρίση ταυτότητας είναι ουσιαστικά η ουσία του «ζεμουρισμού».
Οι ιδέες αυτές έχουν, φυσικά, παρελθόν σε ποικίλες εκδοχές της βαθιάς, αντιφιλελεύθερης και κοινοτικής δεξιάς. Ένα μέρος τους άλλωστε εκφράστηκε και ακόμα εκφράζεται από το κόμμα της Μαρίν Λεπέν.
Όμως ο Ζεμούρ είναι πιο ευέλικτος και τολμηρός στο patchwork που προτείνει. Ακριβώς γιατί δεν λογοδοτεί σε έναν οργανωμένο πολιτικό χώρο με τοπικές εξαρτήσεις, με διαρθρωμένα συμφέροντα και ιστορία. Η Μαρίν Λεπέν, όσες ανακαινίσεις και τομές και αν έχει φέρει στο οικοδόμημα του πρώην Εθνικού Μετώπου, είναι δεσμευμένη σε κάποια κληρονομιά. Ο Ζεμούρ, ως ελεύθερο ηλεκτρόνιο της δημόσιας πολεμικής, ως μια φωνή δίχως κόμμα, διαθέτει την ελευθερία του αντικομφορμιστή: μπορεί, λοιπόν, να παίζει με διάφορα όργανα –την αντιπάθεια στον νεοφιλελευθερισμό αλλά και στον φεμινισμό, την καταγγελία του ανομικού Κεφαλαίου αλλά και την περιφρόνηση για τη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα– και συγχρόνως να σφετερίζεται και αυτός τις μνήμες του γκολισμού: την παρακαταθήκη μιας γαλλικής ανεξαρτησίας από τον αμερικανισμό, μιας γαλλικής ιδιαιτερότητας που διεκδικεί ηγεμονικό ρόλο στον κόσμο.
Είναι ο Ζεμούρ διάττοντας αστέρας; Θα αντέξει στο σκληρό μέταλλο της πολιτικής μάχης, από τη στιγμή που από ενδεχόμενο γίνει πραγματικότητα; Ή θα συρρικνωθεί, αφού πρώτα πλουτίσει ακόμα περισσότερο από την πώληση των βιβλίων του και την υπερεπένδυση γύρω από την ίδια του την περσόνα;
Ο Ζεμούρ ως πρόσωπο μπορεί προφανώς να έχει τη μία ή άλλη εξέλιξη. Όμως το άθροισμα των ιδεών και κυρίως η χειρονομία που φέρνει μαζί του έχουν ζήτηση και στη Γαλλία και αλλού. Εκατομμύρια άνθρωποι αναζητούν να εναντιωθούν σε χίλια δυο πράγματα και συγχρόνως γυρεύουν προστασία από τις θύελλες της εποχής. Το «κόντρα σε όλους» παράγει μια δική του δόνηση, ικανή να διεγείρει το ενδιαφέρον διαφορετικών κοινών. Και ο Ζεμούρ αρέσκεται στο πνεύμα αντιλογίας, στο να γίνεται το «κακό παιδί» που λοξοδρομεί από τη διαχειριστική δεξιά και την ενάρετη, δικαιωματική αριστερά.
Με τις πρωτοβουλίες και την ενορχήστρωσή τους πλέκεται ο μύθος της εξαίρεσης στον κανόνα, της ελευθεροφροσύνης του πατριώτη που δεν στοιχίζεται, δεν μπαίνει στα σχήματα της παραδοσιακής πολιτικής. Εδώ δηλαδή εκφράζεται κάτι που το έχουμε διαπιστώσει πολλάκις: η μετατροπή της αίρεσης και του αιρετικού σε cult μορφή και στη συνέχεια σε «εναλλακτική» πρόταση που μπαίνουν στην αρένα των σύγχρονων δημοκρατιών.
Γι’ αυτό η απάντηση στη συγκεκριμένη πρόκληση είναι πάντα δύσκολη και απαιτητική. Κυρίως γιατί δεν μπορείς να προσεγγίσεις αυτό το πεδίο με τα όπλα του αριστερού αντιφασισμού ή με τις πόζες του φιλελεύθερου αντιλαϊκισμού. Ο Ζεμούρ και ιδίως ο «ζεμουρισμός» βάζουν δύσκολα όχι μόνο στον Μακρόν αλλά και σε όλες πια τις δυνάμεις της μετριοπαθούς δεξιάς και της δημοκρατικής αριστεράς που αναζητούν σχέδια εξόδου από τις δυστοκίες της περιόδου.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.