Μια ιστορία μετ’ εμποδίων
Εδώ και χρόνια ακούγεται και γράφεται πως εκτός από την άνοδο και την πτώση, την άνθηση και το μαρασμό της σοσιαλδημοκρατίας σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, υπάρχει ένα ιδιαίτερο ελληνικό ζήτημα σε σχέση με τη σοσιαλδημοκρατική υπόθεση και την υποδοχή της. Ιστορικοί και κοινωνικοί λόγοι εμπόδισαν, αλλοίωσαν ή υπονόμευσαν εξαρχής την τύχη μιας αντίστοιχης κουλτούρας και πολιτικής.
Τώρα όμως το ηθικό, οικολογικό και κοινωνικό κόστος που έχει η απορρύθμιση του κόσμου μας με κρίσεις που εναλλάσσονται και διασταυρώνονται απειλητικά επιβάλλει να ξανασκεφτούμε το πρωτείο της πολιτικής. Και είναι αυτό το πρωτείο που, όπως έχει υποστηριχτεί βάσιμα από τη Σέρι Μπέρμαν και άλλους, στάθηκε το ειδοποιό χαρακτηριστικό της σοσιαλδημοκρατίας.
Κάποια από τα εμπόδια της σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα σχετίζονται με μια ιστορία ανώμαλων πολιτικών μεταβάσεων και αυταρχικών εκτροπών, ιστορία που σε μεγάλο μέρος του εικοστού αιώνα ευνόησε αντιδημοκρατικές κουλτούρες στην ελληνική δεξιά και αριστερά.
Ένα δεύτερο εμπόδιο είχε να κάνει με τη διάρθρωση του κόσμου της εργασίας και της παραγωγής, διάρθρωση με έντονα στοιχεία αποσυσπείρωσης και κατακερματισμού, χωρίς τη δημιουργία μεγάλων κοινωνικών και ταξικών συνόλων.
Τέλος, πώς μπορεί να παραβλέψει κανείς το γεγονός πως οι κλασικές σοσιαλδημοκρατικές αντιλήψεις ζυμώθηκαν με πρότυπα ορθολογικότητας και επιστημονισμού που δεν μπορούσαν να μεταβολιστούν εύκολα στην ελληνική πραγματικότητα; Ακόμα και ο λενινιστικός κομμουνισμός, για να αποκτήσει κάποιες λαϊκές ρίζες στη χώρα, έπρεπε να δανειστεί σχήματα της εθνικής ιδεολογίας, να γίνει περισσότερο ένας εθνισμός της αντίστασης σε ένα σχήμα εθνικολαϊκής και όχι ταξικής επανάστασης.
Σε μια κοινωνία με έντονη ισχύ εθνορομαντικών ονείρων και πολιτισμικών προτύπων, ήταν εξαιρετικά δύσκολο να ενσωματωθεί μια πιο «ψυχρή» εκδοχή αντιμετώπισης του κοινωνικού μας ζητήματος. Ο Γεώργιος Σκληρός θα είχε πάντα απέναντί του την ελκτική δύναμη ενός Ίωνος Δραγούμη και στη συνέχεια διαφόρων μορφών της δεξιάς και της αριστεράς που θα μιλούσαν στην «ελληνική ψυχή» με όρους λύτρωσης, αντίστασης και συναισθηματικής ανταρσίας.
Η πανδημία, οι αλλαγές στη ζωή της μεσαίας τάξης, οι επισφάλειες της σύγχρονης νεολαίας και οι αδυναμίες του τεχνοκρατικού φιλελευθερισμού και του αριστερού δημαγωγικού λόγου δημιουργούν ένα ζωτικό πεδίο για την πολιτική πράξη.
Το αποτέλεσμα ήταν πως για πολλές δεκαετίες η ελληνική αριστερά έγινε αντικείμενο σφετερισμού και μονοπώλησης από τον κομμουνισμό και τις οικογενειακές του διασπάσεις, ενώ το δημοκρατικό κέντρο δεν κατόρθωσε να βρει μια νεωτερική μαζική πολιτική έκφραση, πέρα από τη σύντομη δεκαετία του ’60, οπότε ανακόπηκε βίαια.
Φυσικά, το ΠΑΣΟΚ, ως συγκεκριμένη και ανθεκτική εμπειρία των μεταπολιτευτικών καιρών, κατάφερε να δώσει μια απάντηση σε πολλές από τις δυστοκίες της σοσιαλδημοκρατικής υπόθεσης στην Ελλάδα. Υπήρξε ο χώρος ο οποίος, με σοβαρές αντιφάσεις και πισωγυρίσματα, ανταποκρίθηκε και σε αιτήματα πολιτικού εκσυγχρονισμού ή προοδευτικού αστισμού και σε ιδέες κοινωνικής προστασίας. Δεν μπόρεσε όμως να εμποδίσει σοβαρές στρεβλώσεις του κρατικού οργανισμού και του κοινωνικού μοντέλου. Είτε ανέχτηκε, είτε και φιλοξένησε αντίστοιχες λογικές.
Στην εμπειρία διαμόρφωσης του σύγχρονου κράτους και των συλλογικών οργανώσεων (συνδικάτα κ.λπ.) το πάνω χέρι πήρε ένας κρατικο-συντεχνιακός πόλος που, όταν ήρθε η χρεοκοπία το 2010, κατέρρευσε, απαξιώνοντας σε έναν βαθμό και την έννοια μιας περιεκτικής κοινωνικής πολιτικής.
Δεν πρέπει, λοιπόν, να υποτιμούμε τις δυσκολίες που συνάντησε η σοσιαλδημοκρατική σύνθεση, αναγκασμένη συχνά να μετρηθεί με τα όρια του προοδευτικού αστισμού και από την άλλη με μυθολογίες μιας αριστεράς που έβλεπε, και βλέπει, τον κόσμο μέσα από το πρίσμα του «πολέμου», της αντίστασης και της άρνησης. Και έπειτα, ήρθε η δημοσιονομική και κοινωνική αποσταθεροποίηση, που οδήγησε στις οικείες πολιτικές και κομματικές αλλαγές της δύσκολης δεκαετίας του 2010.
Και τώρα;
Ας κάνουμε, όμως, τώρα το άλμα στο παρόν για να δούμε, με βάση και την επικαιρότητα της εκλογής προέδρου στο ΚΙΝ.ΑΛ., τα ζητούμενα μιας σύγχρονης σοσιαλδημοκρατικής σύνθεσης. Η πανδημία έφερε ξανά στην επιφάνεια θέματα, ευαισθησίες και ιδέες που έχουν σοσιαλδημοκρατική χροιά. Μεμονωμένες εκφράσεις αυτών των ιδεών και κάποια πολιτικά τους ίχνη, όπως η ανάγκη για προστασία των πιο ευάλωτων στις περιόδους κρίσης ή η έμφαση σε μια αλληλέγγυα υπευθυνότητα, μπορεί να διεκδικούνται και από άλλους χώρους, λ.χ. τη φιλελεύθερη κεντροδεξιά, τις χριστιανοδημοκρατικές παρατάξεις, ακόμα και τη νέα λαϊκιστική και αντιφιλελεύθερη δεξιά. Είναι αυτό που λένε πολλοί αμφισβήτηση του «νεοφιλελευθερισμού», που στην πραγματικότητα είναι η επανάκαμψη διαθέσεων με κάποιο κρατικιστικό, προστατευτικό και παρεμβατικό χρώμα.
Αυτό μπορεί πια να το διεκδικούν και συντηρητικοί ή πολιτικό προσωπικό κάθε απόχρωσης, πράγμα που σε πολλές χώρες έχει επιτείνει τις συγχύσεις και το πολιτικό χάος. Μιλώ εδώ για την Ευρώπη και όχι για μόνο για την Ελλάδα.
Όμως, κακά τα ψέματα, μια πιο συνεκτική σύλληψη για τον ρόλο των δημόσιων εξουσιών –του κράτους και των συλλογικών οργανώσεων– είναι πολύ πιο κοντά στη σοσιαλδημοκρατική φιλοσοφία. Η κεντροδεξιά, όσο και αν υιοθετεί εκσυγχρονιστικές φιλοσοφίες ή αποδέχεται και ατζέντες θεσμικού προοδευτισμού, φαίνεται πως δεν μπορεί να ξεπεράσει ούτε τις εθνικο-συντηρητικές συμμαχίες της ούτε να πάει πέρα από το πρωτείο της αγοράς. Μπορεί να το κάνει προσωρινά ή στην έκτακτη περίσταση, αλλά είναι αδύνατο να αναγνωρίσει προγραμματικά τον θετικό ρόλο της δημόσιας προστασίας και την ανάγκη σύγκρουσης με κάποιες άλλες μορφές ανομίας: όχι μόνο με τη λούμπεν παραβατικότητα αλλά και με την ανομία μηχανισμών της ίδιας της αγοράς, της επιχειρηματικότητας ή δυνάμεων που εμφανίζονται στο παιχνίδι σήμερα.
Είδαμε, για παράδειγμα, τη μη παρέμβαση του κράτους σε επικίνδυνες λειτουργίες της αγοράς «ιατρο-εναλλακτικών» υπηρεσιών μέσα στην πανδημία, την απροθυμία για επέκταση της εμβολιαστικής υποχρεωτικότητας, τη λογική των παρεμβάσεων της τελευταίας στιγμής. Όλα αυτά δεν είναι απλώς θέματα εκλογικού-πολιτικού κόστους, είναι και ιδεολογικές επιλογές που δείχνουν τους περιορισμούς που έχει ένας καλών προθέσεων τεχνοκρατικός εκσυγχρονισμός όταν καλείται να χειριστεί σκληρά διλήμματα αποφάσεων.
Η πανδημία αποκάλυψε επίσης κάτι άλλο: πως ο τυπικός φιλελεύθερος ορίζοντας της ατομικής ευθύνης δεν αρκεί. Ενώ προφανώς μια έννοια ατομικής ευθύνης αποτελεί ένα από τα στοιχεία μιας κόσμιας απάντησης σε ανερμάτιστες εκδοχές εγωισμού και βαρβαρότητας, η αντιμετώπιση επώδυνων καταστάσεων για τον κοινωνικό δεσμό χρειάζεται την ενθάρρυνση νέων και πιο ισχυρών μορφών ηθικοπολιτικής δέσμευσης.
Η ίδια ανάγκη φαίνεται και από τη δραματική κλιματική κατάσταση και τις ανθρωπογενείς «φυσικές» καταστροφές: δεν αρκεί πλέον η μινιμαλιστική προστατευτική και προληπτική προσέγγιση αλλά χρειάζονται πιο ολοκληρωμένες μορφές αντιμετώπισης της νέας φτώχειας, αφού η περιβαλλοντική υποβάθμιση αναπαράγει με τη σειρά της μια μορφή βιοτικής φτώχειας και άτυπης κοινωνικής χρεοκοπίας.
Η σφαίρα της εργασίας και των αναγκών σε καθεστώτα ευέλικτης ανασφάλειας χρειάζεται πιο αυστηρές ρυθμίσεις. Συγχρόνως, όμως, η κοινωνική υπευθυνότητα και η ηθική της μέριμνας περνάνε μέσα από μια ρεπουμπλικανική (πολιτειοκρατική) παιδεία που είναι αδύνατο να την εκφράσει η «ριζοσπαστική» αριστερά των δικαιωμάτων δίχως κανόνες ή η κεντροδεξιά των συμβιβασμών με παραδοσιακές εξουσίες και τοπικά φέουδα. Η αριστερή λατρεία του όχι και της αλλεργικής «αντίδρασης» στον νόμο και η δεξιά ταύτιση του νόμου με τα πρόστιμα ή με μια μεμονωμένη και επιδεικτική αστυνόμευση δεν μπορούν να εγγυηθούν μια κουλτούρα ασφάλειας και πολιτισμένης συμβίωσης.
Η κυβέρνηση, ας πούμε, έχει υποτιμήσει τα μαθήματα πολιτικής παιδείας και τις κοινωνικές επιστήμες στο σχολείο, ενώ η ριζοσπαστική αριστερά τα εργαλειοποιεί απλώς για ακτιβιστικούς σκοπούς, βλέποντας τα πανεπιστήμια ως ιδεολογικό όπλο στη φαρέτρα ‒ άλλο ένα παράδειγμα που σχετίζεται με το θέμα μας, ακόμα κι αν φαίνεται για πολλούς μια «πολυτέλεια» σε αυτήν τη συγκυρία του υγειονομικού κινδύνου.
Η νέα πολιτική προσφορά
Αν, λοιπόν, η συνολική περίσταση είναι ευνοϊκή για μια σοσιαλδημοκρατική πολιτική προσφορά, η συγκεκριμένη προσφορά δεν έχει και πολύ νόημα ως επίκληση κομματικών κειμηλίων μιας άλλης εποχής ή μόνο ως συνετή αντίθεση στα πεπραγμένα των άλλων πολιτικών χώρων.
Η σοσιαλδημοκρατία θα μπορούσε να αναδιαμορφωθεί πραγματικά ως μια πολιτικά έγκυρη εκδοχή ενός ευρύτερου ρεύματος κοινωνικού ρεπουμπλικανισμού, συνειδητοποιώντας και μετατρέποντας σε αιχμηρή πολιτική πρόταση τα μεγάλα προβλήματα της εποχής, όπως το θέμα της διαγενεακής δικαιοσύνης, της οικολογικής μετάβασης και της ιδεολογικής μάχης με τον ανορθολογισμό και τον κατακερματισμό της κοινωνίας σε «ομάδες-φυλές» που δεν υπολογίζουν κάποιο υπέρτερο αγαθό. Και σε αυτήν τη συνομιλία με τα προβλήματα της εποχής μπορεί να κριθεί και το πρόσωπο μιας ηγεσίας, η καλή ή αποτελεσματική πολιτική και κομματική διεύθυνση.
Μια πολιτική ταυτότητα δεν χτίζεται ως δήλωση ευγενών προθέσεων και ευχολογίων αλλά τοποθετώντας τους άξονες μιας πολιτικής, τους οδοδείκτες μιας συγκεκριμένης μεταρρυθμιστικής πορείας. Η πανδημία, οι αλλαγές στη ζωή της μεσαίας τάξης, οι επισφάλειες της σύγχρονης νεολαίας και οι αδυναμίες του τεχνοκρατικού φιλελευθερισμού και του αριστερού δημαγωγικού λόγου δημιουργούν ένα ζωτικό πεδίο για την πολιτική πράξη.
Αν από τις προσεχείς εξελίξεις στο ΚΙΝ.ΑΛ. έλθει πιο κοντά μια δημιουργική πολιτική στιγμή, αυτό θα είναι όφελος για όλη τη δημοκρατική πολιτική κοινότητα και όσους φυσικά ενδιαφέρονται για τη μοίρα της. Αν και πολλές εκδοχές σοσιαλδημοκρατικής ή σοσιαλίζουσας εμπειρίας είχαν ευθύνες για σοβαρά φαινόμενα κρατισμού-συντεχνιασμού και αδιέξοδων προοδευτικών απλουστεύσεων (στις εποχές της ευημερίας), η διάταξη των σημερινών προβλημάτων έχει ανάγκη από μια σοσιαλδημοκρατία ρεπουμπλικανική και οικολογική, πρόθυμη να αντιταχθεί σε όλες τις σύγχρονες μορφές υλικής και ηθικής φτώχειας, ικανή να κατονομάσει όλες τις μορφές βίας και ανομίας και όχι μόνο εκείνες που συμφέρουν το «αφήγημα».
Το αιτούμενο είναι, εν τέλει, οι όροι της καλής ζωής για όλες/-ους στις συνθήκες όπου δεν είναι πια αυτονόητο το τι αποτελεί προοδευτικό και όπου νέες μορφές κοινωνικής αντίδρασης σφετερίζονται αιτήματα ελευθερίας και αυτονομίας των ατόμων.
Ακόμα, λοιπόν, και αν η σοσιαλδημοκρατική υπόσχεση ως αντιφατική κληρονομιά έχει υποστεί σοβαρά τραύματα (και στην Ελλάδα και αλλού), οι πολιτικές της ευκαιρίες δεν είναι αξιοκαταφρόνητες. Γιατί; Γιατί όλες οι κρίσεις του τελευταίου διαστήματος, από την οικονομία και την υγεία ως την ενέργεια και το περιβάλλον, δείχνουν ένα σοβαρό πρόβλημα ρύθμισης και δικαιοσύνης. Με άλλα λόγια, αυτό που έχει «πεθάνει» πολλές φορές, εμφανίζεται ως ανάγκη, επομένως καλείται να υπάρξει ξανά με καλύτερους όρους στην πολιτική και κοινωνική μας ζωή.