Στη Βασιλεία, την πριγκίπισσα της τέχνης της Ευρώπης, ο βροχερός καιρός δεν φαίνεται να πτοεί του κατοίκους που περιδιαβαίνουν στο χριστουγεννιάτικο παζάρι, στην αγορά, στις γκαλερί και στα μουσεία της πόλης.
Στην άκρη της Βασιλείας, το Fondation Beyeler (Ίδρυμα Μπεγιελέ), ένα μουσείο-κόσμημα σε έναν ήσυχο, καταπράσινο χώρο είναι το έργο ενός ζευγαριού που αγάπησε με πάθος την τέχνη και ανέθεσε στον Ρένζο Πιάνο να σχεδιάσει ένα μουσείο για να στεγάσει την ιδιωτική συλλογή του.
Τίποτα περιττό, τίποτα επιδεικτικό, ένα μουσείο απόλυτα προσαρμοσμένο στο περιβάλλον, είναι το έργο ζωής των Ερνστ και Χιλντί Μπεγιελέ, εμπόρων τέχνης και συλλεκτών που έκαναν τη συλλογή τους μια από τις πιο ενδιαφέρουσες παγκοσμίως, η οποία σήμερα περιλαμβάνει περισσότερα από 400 κλασικά, μοντέρνα και σύγχρονα έργα και είναι μόνιμα προσβάσιμη στο κοινό και ένα κατάλογο στον οποίο φιγουράρουν καλλιτέχνες όπως οι Μονέ και Σεζάν, Πικάσο και Βαν Γκογκ, Άντι Γουόρχολ και Φράνσις Μπέικον, Τζακομέτι και Ρόι Λίχτενστάιν. Από το 1997 μέχρι σήμερα το Μπεγιελέ είναι διάσημο για τις μεγάλες περιοδικές εκθέσεις που διοργανώνει κάθε χρόνο.
Παρά την κρίση του κορωνοϊού, το 2020 περίπου 300.000 επισκέπτες πέρασαν τις πόρτες του και το ίδρυμα κατόρθωσε να οργανώσει τη μεγάλη περιοδική του έκθεση που είδαν 255.001 επισκέπτες, αφιερωμένη στον Έντουαρντ Χόπερ, του οποίου τα έργα απέκτησαν απροσδόκητα μια ισχυρή συνάφεια και σημασία με τον εγκλεισμό μας κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
275 χρόνια μετά τη γέννησή του, ένας από τους σημαντικότερους πρωτοπόρους της σύγχρονης τέχνης παρουσιάζεται σε όλη τη λαμπρότητα του έργου του, μέσα από 70 πίνακες ζωγραφικής και περισσότερα από 100 σχέδια και χαρακτικά.
Όταν φτάνουμε στην είσοδο του Μπεγιελέ, οι ουρές δείχνουν ότι η έκθεση για τον Γκόγια είναι από τα εικαστικά γεγονότα της χρονιάς, sold out πολλές ημέρες πριν από την επίσκεψή μας. Στον μεγάλο κήπο που το καλοκαίρι σφύζει από ζωή και παρέες που χαίρονται τις ζεστές ημέρες, το κατάλευκο αλουμινένιο «White Curves» του Έλγουορθ Κέλι και το «Sculptures» του Αλεξάντερ Κάλντερ υποδέχονται το κοινό που σταματά για να κοιτάξει έναν χιονάνθρωπο μέσα σε ένα ψυγείο, έργο του Ελβετού καλλιτέχνη Fischli/Weiss, πρόσφατο απόκτημα του μουσείου, που μοιάζει λίγο παράταιρο μέσα στην καταπράσινη ακόμα φύση. Υπομονή, αγαπητέ χιονάνθρωπε, σε λίγες ημέρες όλος ο κήπος θα είναι κατάλευκος και θα είσαι πρωταγωνιστής.
Με το έργο «Wrapped Trees», ο Κρίστο και η Ζαν Κλοντ τύλιξαν 178 δέντρα γύρω από το Ίδρυμα Μπεγιελέ και το παρακείμενο πάρκο Berower το 1998, ενώ το περασμένο καλοκαίρι ο Όλαφουρ Ελίασον έκανε μια εγκατάσταση αφήνοντας τα νερά και τη φύση να εισβάλουν κυριολεκτικά σε όλους τους χώρους του μουσείου με την έκθεση του «Life», δημιουργώντας έναν βιότοπο που συνδέει τον πολιτισμό και τη φύση, ενώ παράλληλα μέσα σε αυτό το περιβάλλον αναπτύσσονταν διάφοροι μικροοργανισμοί, έντομα και φυτά και το κοινό μπορούσε να τον δει σε όλη τη διάρκεια του 24ωρου.
Με τα πιστοποιητικά εμβολιασμού και τις ταυτότητες ανά χείρας, αποκτάμε ένα μικρό γκρίζο υφασμάτινο βραχιολάκι, το πάσο μας για την έκθεση, και φτάνουμε στον πρώτο μεγάλο χώρο, το φουαγιέ του μουσείου που χωρίζει τις δυο πλευρές των περιοδικών εκθέσεων, με ένα απίθανο πωλητήριο ανοιχτής δομής που διαθέτει χιλιάδες αντικείμενα τέχνης, χειροτεχνίας και αναμνηστικά των εκθέσεων, για κάθε γούστο.
Τέσσερα μεγάλα έργα του Πικάσο μάς υποδέχονται στους τοίχους του artshop ως υπενθύμιση της σχέσης και της φιλίας των ιδρυτών του μουσείουμε τον Ισπανό ζωγράφο. Στην πρώτη τους έκθεση το 1997 στη Βασιλεία παρουσίασαν 140 έργα σύγχρονων κλασικών, συμπεριλαμβανομένων 23 έργων του Πικάσο. Ο ισόγειος χώρος του Μπεγιελέ αποτελεί το ένα τρίτο του συνολικού χώρου του ιδρύματος και προορίζεται για τις περιοδικές εκθέσεις που διοργανώνονται για να συμπληρώσουν τη μόνιμη συλλογή.
Στον τοίχο η υπογραφή «Goya» με κόκκινα γράμματα μας οδηγεί στην έκθεση, η οποία θεωρείται η καλύτερη που έχει οργανωθεί τα τελευταία χρόνια για τον Ισπανό ζωγράφο και χαράκτη. Το μουσείο έχει πολύ θερμή σχέση με την Ισπανία, αφού η συλλογή των Μπεγιελέ εκτέθηκε για πρώτη φορά στο σύνολό της στο Centro de Arte Reina Sofía στη Μαδρίτη το 1989, ενώ η έκθεση διοργανώνεται σε συνεργασία με το Museo Nacional del Prado στη Μαδρίτη και φυσικά εγκαινιάστηκε «με δόξα και τιμή» από τη βασίλισσα της Ισπανίας.
Μαζί με τα δάνεια από μεγάλα μουσεία του κόσμου, πλην των ισπανικών, στην έκθεση υπάρχουν πίνακες από ισπανικές ιδιωτικές συλλογές, ορισμένοι από τους οποίους δεν έχουν αλλάξει χέρια από την εποχή που έζησε ο Γκόγια.
275 χρόνια μετά τη γέννησή του, ένας από τους σημαντικότερους πρωτοπόρους της σύγχρονης τέχνης παρουσιάζεται σε όλη τη λαμπρότητα του έργου του, μέσα από 70 πίνακες ζωγραφικής και περισσότερα από 100 σχέδια και χαρακτικά.
Είτε πρόκειται για τη «Ντυμένη Μάχα», για τη ρομαντική «Ομπρέλα» ή τον «Χαρταετό», τη «Νεκρή φύση με τις τσιπούρες», το πορτρέτο της νεαρής «María Amalia de Aguirre y Acedo, μαρκησίας του Montehermoso», τα έργα που έκανε στο Μπορντό με τις ταυρομαχίες, θρησκευτικές εικόνες όπως ο «Εσταυρωμένος» και πορτρέτα εστεμμένων, έργα παγανιστικά και έργα σκληρά για τα δεινά του πολέμου, το χρώμα και η ένταση ξεχειλίζουν από τους γκρίζους τοίχους της έκθεσης, στα μεγάλα λάδια αλλά και στα μικρά χαρακτικά και σχέδια.
Η έκθεση είναι μια μεγαλειώδης παρέλαση και αποτύπωση των προσώπων και των γεγονότων της Ισπανίας γύρω στο 1800, σε εποχές ταραγμένες – κοινωνικά, πολιτικά και θρησκευτικά. Η Δούκισσα της Άλμπα, βασιλείς και ζητιάνοι, περιοδεύοντες θεατρίνοι και ληστές, μάγισσες που γιορτάζουν το Σάββατο με έναν φαινομενικά αθώο Πάνα ή δαίμονα, πριν του προσφέρουν τα παιδιά τους, μαρκησίες και μαστροποί και κανίβαλοι που ετοιμάζουν τα θύματά τους, δικαστήρια της Ιεράς Εξέτασης και το σπίτι των τρελών και ο ίδιος ο Γκόγια να δέχεται τις περιποιήσεις του γιατρού του, μια πομπή αυτομαστιγούμενων και λίγο πιο πέρα ιπτάμενες μάγισσες και ο θάνατος της λογικής.
Ο Γκόγια έζησε 83 χρόνια και ήταν ακαταπόνητος, άφησε περισσότερους από 700 πίνακες ζωγραφικής, 900 σχέδια και σχεδόν 300 χαρακτικά. Πειραματίστηκε με μέσα, στιλ και τεχνικές και αυτή η διαρκής του έρευνα, η αναζήτηση, δημιουργεί μια μοναδική αισθητηριακή και πνευματική εμπειρία.
Γιατί το έργο του είναι ένα ορόσημο, περίπλοκο, διφορούμενο. Μπορεί να το δει κάποιος μέσα σε κάθε αίθουσα με τα έργα του, που σχεδόν σε υπνωτίζουν με τη δύναμή τους και σε προσκαλούν να τα κοιτάξεις από όσο πιο κοντά μπορείς· μάλιστα, δεν μου φαίνεται καθόλου τυχαίο ότι οι συναγερμοί των έργων χτυπούσαν κάθε τόσο λόγω των φιλοπερίεργων θεατών που πλησίαζαν πιο κοντά από όσο έπρεπε για να θαυμάσουν κάθε λεπτομέρεια.
Πολλά από τα έργα απαγορευόταν να φωτογραφηθούν, όπως απαγορευμένα ήταν και τα σακίδια και τα στιλό, μόνο ένα μολύβι και ένα μικρό μπλοκ μπορούσε να κρατά κάποιος. Δεν ξέρω αν είναι τα έργα ή το στήσιμο της έκθεσης που σου δημιουργεί μια διαρκή ευχαρίστηση, την ανακάλυψη ενός εφευρέτη αινιγματικών και ανησυχητικών εικόνων, που σε βυθίζει στον απίστευτο θεματικό πλούτο του ζωγραφικού, σχεδιαστικού και έντυπου έργου του.
Στην έκθεση και η ίδια η προσωπικότητα του Γκόγια αποκτά άλλες διαστάσεις, εξίσου αινιγματικές. Δίπλα σε πίνακες που παραγγέλθηκαν από τη βασιλική οικογένεια, την αριστοκρατία και την αστική τάξη, υπάρχουν έργα που δημιούργησε ο Γκόγια με απόλυτη καλλιτεχνική ελευθερία και συχνά προορίζονταν μόνο για άκρως ιδιωτική προβολή.
Έχοντας γλυτώσει τον αποκεφαλισμό επειδή ήταν αναγνωρισμένα σπουδαίος ζωγράφος, καταγγέλλει με μια σειρά έργων του τις αγριότητες του πολέμου – θα αποφασίσει όμως να κρύψει τα χαρακτικά, τα οποία θα γίνουν γνωστά 35 χρόνια μετά τον θάνατό του. Για τον Γκόγια δεν υπήρχαν κανόνες και δόγματα, το αποδεικνύει στα «Caprichos» αλλά και στις απεικονίσεις μαγισσών, ένα άλλο βασικό του μοτίβο, που χρησιμοποίησε για να αποκαλύψει τη δεισιδαιμονία της εποχής του.
Η χρονολογική έκθεση ξεκινά με μεγαλοπρεπείς πίνακες ζωγραφικής μεγάλης κλίμακας για να φτάσει σε σελίδες βιβλίων με σκίτσα, εστιάζοντας στο όψιμο έργο του Γκόγια και σε μια περίοδο που εκτείνεται από το ύστερο ροκοκό έως τον ρομαντισμό.
Ο Γκόγια παρουσιάζεται ως καθιερωμένος ζωγράφος της αυλής αλλά και ως κοσμικός ζωγράφος με επαναστατική αποφασιστικότητα και ανεξιχνίαστους εικονογραφικούς κόσμους. Καθόλου τυχαία, οι μεγάλοι καλλιτέχνες του 20ού αιώνα, όπως ο Πάμπλο Πικάσο και ο Χοάν Μιρό, ο Φράνσις Μπέικον και οι σουρεαλιστές, έβλεπαν τον Γκόγια ως συγγενικό πνεύμα. Εκείνοι έδρασαν κυρίως σε καθεστώτα καλλιτεχνικής ελευθερίας, ωστόσο αναγνώρισαν και επηρεάστηκαν από τον κρυπτικό όσο και ελεύθερο χαρακτήρα του έργου του.
Εδώ, σε αυτά τα έργα, συνδέεται το γκροτέσκο και το φανταστικό, η νεότητα και ο θάνατος, η ευνομία και η παραβατικότητα, το σώμα που υποκύπτει στον πειρασμό της ύλης και το αδάμαστο υψηλό πνεύμα. Σε μια έκθεση υπερπαραγωγή, κάθε έργο μοιάζει υπερπαραγωγή, κάθε συνομιλία ταιριαστή και απροσδόκητη.
Η αισθησιακή «Ντυμένη Μάχα» με το μεταξωτό φόρεμα να διαγράφει κάθε καμπύλη του σώματός της, κοιτάζει με την άκρη του ματιού της τον πίνακα με τον στρατηγό Manuel Godoy, αποκαμωμένο, να κάθεται σε ένα σωρό από βράχια μετά από μια μάχη. Είναι αυτός που, όπως λένε, παρήγγειλε στον Γκόγια και τη «Γυμνή Μάχα», ένα από τα σημαντικότερα γυμνά στην ιστορία της ισπανικής ζωγραφικής.
Έχοντας στην κατοχή του και τα δυο έργα, εμφάνιζε στους καλεσμένους του έναν από τους δύο πίνακες, ανάλογα με την ηθική τους. Εξαιτίας της «Γυμνής Μάχα» ο Γκόγια αναγκάστηκε να απολογηθεί στην Ιερά Εξέταση το 1815 για το «άσεμνο» περιεχόμενο των έργων του και γλύτωσε ως εκ θαύματος τη θανατική ποινή.
Η αίθουσα με τις νεκρές φύσεις του Γκόγια είναι αποκαλυπτικά ρεαλιστική, τα έργα επανενώνονται για πρώτη φορά, ένα αρνί κομμένο, με το κεφάλι σαν να κοιτάζει με περιέργεια τα κομμάτια του σώματός του, ένας σωρός από τσιπούρες με εξεταστικά κατακίτρινα μάτια, φέτες σολωμού ασυνήθιστα κόκκινες, σαν πληγές.
Ο Γκόγια συνειδητοποίησε μελαγχολικά πώς ούτε ο λόγος, ούτε η ειρωνεία και ο σαρκασμός μπορούν να καταπολεμήσουν τον παραλογισμό. Το έργο του από τα «Caprichos» του 1799, η περίφημη εικόνα αρ. 43 με τίτλο «The Sleep of Reason Produces Monsters» («Ο ύπνος της λογικής γεννάει τέρατα»), είναι το πιο διάσημο από αυτή τη σειρά των 80 χαρακτικών του, αυτό που αναγνωρίζουν αμέσως οι επισκέπτες και σκύβουν προσεκτικά σε κάθε του λεπτομέρεια.
Η συνειδητοποίηση αυτή, η παραίτησή του, φαίνεται σε αυτοπροσωπογραφίες του που υπάρχουν σε διαφορετικές αίθουσες και περιόδους του έργου του. Σε μια του 1790 ο Γκόγια, ντυμένος ταυρομάχος, κρατά μια παλέτα και φορά κεντημένο με κόκκινη τρέσα σακάκι και μεγάλο καπέλο με αγκράφα. Κοιτάζει με χαμόγελο, στην ακμή του, άφοβος.
Τριάντα χρόνια αργότερα, στο έργο «Αυτοπροσωπογραφία με τον γιατρό Αριέτα», είναι γέρος, κουρασμένος, χωρίς ψευδαισθήσεις. Είναι κουφός πλέον και σοβαρά άρρωστος, περιμένει να πεθάνει, πίσω του υπάρχουν φαντάσματα που αιωρούνται σαν τα τέρατα στον «Ύπνο της λογικής». Ο γιατρός Αριέτα τον φρόντισε με στοργή και ο Γκόγια σε ένδειξη ευγνωμοσύνης του χάρισε αυτό τον πίνακα. Ο Αριέτα κράτησε τον πίνακα αλλά όταν έφυγε για την Αφρική, προκειμένου να μελετήσει τη βουβωνική πανώλη, ο πίνακας έμεινε στη Μαδρίτη, πέρασε από πολλά χέρια, έφτασε σε αυτή την έκθεση ταξιδεύοντας από το Ινστιτούτο Τέχνης της Μινεάπολης και επανενώθηκε με τις υπόλοιπες αυτοπροσωπογραφίες του Γκόγια.
Μετά από αρκετές ώρες μέσα στις αίθουσες βγαίνουμε στο artshop. Σε ένα καθρεφτάκι τσέπης στο πωλητήριο ποζάρει η Δούκισσα της Άλμπα, πιθανώς ερωμένη του Γκόγια, η «Λευκή Δούκισσα», με το λευκό της φόρεμα, τα κόκκινα κορδελάκια και το ασορτί κόκκινο φιογκάκι στο πόδι του σκύλου της. Ο Γκόγια τη ζωγράφισε και αργότερα στα 35 της σαν «Μαύρη Δούκισσα», να φορά δυο δαχτυλίδια που γράφουν «Alba» και «Goya» και να δείχνει στην άμμο χαραγμένες τις λέξεις «Solo Goya» («Μόνο ο Γκόγια»).
Η Δούκισσα πέθανε κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες στα 40 της, από φυματίωση και πυρετό. Άλλες θεωρίες, πιο μυθιστορηματικές, λένε ότι δηλητηριάστηκε.
Η επιγραφή στην άμμο είναι προφητική και για εκείνη και για όλους όσους υπάρχουν στα έργα της έκθεσης στο Μπεγιελέ. Μόνο ο Γκόγια θα μπορούσε να τους περάσει με τέτοιον αριστουργηματικό τρόπο στην αθανασία.