«Η μουσική, τα ποιήματα, το τοπίο και τα σκυλιά με κάνουν να θέλω να ζωγραφίσω. Και το να ζωγραφίζω μου επιτρέπει να επιβιώνω». Με τα λόγια αυτά η Τζόαν Μίτσελ, όρισε τις πηγές έμπνευσης των έργων της.
Η πιο αναγνωρίσιμη γυναίκα του αμερικανικού εξπρεσιονισμού, μπορεί στην εποχή της να μην είχε την ίδια θέση με τον Πόλοκ, τον Ντε Κούνινγκ και τον Ρόθκο, ωστόσο σήμερα αναγνωρίζεται για την τόλμη και το πρωτοποριακό στιλ των έργων της.
Τα έργα της, μεγάλης κλίμακας με τολμηρά, ζωηρά χρώματα και εκφραστικές πινελιές, κρύβουν λεπτές αποχρώσεις και αποκαλύπτουν τη σχέση της ίδιας της δημιουργού με τη ζωγραφική.
Μέσα στο έργο της Τζόαν Μίτσελ ένας θεατής «χάνεται». Είναι μια εμπειρία μέσα στην οποία ο πίνακας αλλάζει αναλόγως με το αν τον κοιτάζει κανείς από κοντά ή από μακριά. Είναι μια χειρονομία που επηρεάζει τις αισθήσεις σε ένα προσεκτικά κατασκευασμένο σύμπαν από μεμονωμένες πινελιές που ταιριάζουν σε όλες τις περιγραφές, ένα σύνολο από πινελιές, ένα τοπίο, ένας βιογραφικός καμβάς με απίστευτες λεπτομέρειες.
Μέσα στο έργο της Τζόαν Μίτσελ ένας θεατής «χάνεται». Είναι μια εμπειρία μέσα στην οποία ο πίνακας αλλάζει αναλόγως με το αν τον κοιτάζει κανείς από κοντά ή από μακριά. Είναι μια χειρονομία που επηρεάζει τις αισθήσεις σε ένα προσεκτικά κατασκευασμένο σύμπαν από μεμονωμένες πινελιές που ταιριάζουν σε όλες τις περιγραφές, ένα σύνολο από πινελιές, ένα τοπίο, ένας βιογραφικός καμβάς με απίστευτες λεπτομέρειες.
«Στην ίδια τη Μίτσελ άρεσε να κοιτάζει από απόσταση – εν μέρει λόγω της όρασής της και εν μέρει για να δει πώς συνδέεται ο πίνακας ως σύνολο. Όταν κάποιος οπισθοχωρήσει και κοιτάξει από μακριά, βλέπει να ξεδιπλώνεται ένα τοπίο, ένα ποτάμι που κυλάει ή τους κορμούς των δέντρων», λέει η επιμελήτρια του Μουσείου Τέχνης της Βαλτιμόρης Κέιτι Σίγκελ. «Όταν κάποιος πλησιάσει, βλέπει την πινελιά της, την κίνηση, το άγγιγμά της, το χρώμα που απλώνεται άλλοτε σε λεπτές και άλλοτε σε πιο πυκνές στρώσεις».
Η Μίτσελ έλεγε ότι «η ζωγραφική γίνεται με συναίσθημα» και οι επιμελητές της έκθεσης εργάστηκαν σκληρά για να δημιουργήσουν μια έκθεση που οδηγεί τους επισκέπτες μέσα από ένα ευρύ φάσμα συναισθηματικών, ψυχολογικών και σωματικών εμπειριών. Τα έργα της Μίτσελ, πληθωρικά και γεμάτα ενέργεια, ήσυχα και πιο μελαγχολικά, περιγράφουν τα ταξίδια και τη διαδρομή της στη ζωή, στη Μεσόγειο και την τέχνη. Η τέχνη της εκφράζει τον θυμό και την αποξένωση που σχετίζεται με τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό, το χιούμορ και τη χαρά, τη σύνδεσή της με τη φύση και την αναπαράστασή της σε συγκεκριμένες όψεις, σε δέντρα και λουλούδια. Η αίσθηση του τόπου διαποτίζει τους πίνακες της Μίτσελ, από τις αξέχαστες όψεις της γενέτειράς της, του Σικάγου, μέχρι τη Νέα Υόρκη, το Παρίσι και τις ακτές της Μεσογείου, τους ποιμενικούς λόφους του Vétheuil, του χωριού έξω από το Παρίσι που τελικά έγινε το σπίτι της. Η ίδια έλεγε ότι κουβαλούσε πάντα μαζί της τα τοπία και ανακαλούσε συναισθήματα μέσα από αυτά που τα μεταμόρφωνε στους καμβάδες της και ενέπνευσαν τις πληθωρικές χρωματικές της επιλογές.
Το ζωντανό, πλούσιο χρώμα ήταν η σύνδεση της Μίτσελ με τη φύση και τους ζωγράφους του δέκατου ένατου και των αρχών του εικοστού αιώνα που θαύμαζε περισσότερο. Η παλέτα της αντανακλά τη δέσμευσή της να αποτυπώσει με ζωγραφική το πλήρες φάσμα της ανθρώπινης εμπειρίας και τον πλούτο του φυσικού κόσμου. Ακόμα και στις ακουαρέλες που έκανε στη σχολή τέχνης, είχε μια εξαιρετική ευφυΐα και τολμηρή προσέγγιση με το χρώμα, που αυξήθηκε κατά τη διάρκεια της ζωής της. Είχε μια εξαιρετική ικανότητα να δημιουργεί εξαιρετικά πολύπλοκους χρωματικούς συνδυασμούς σε όλη την επιφάνεια, ελέγχοντας την τοποθέτηση, την αναλογία, το βάρος και τη διαφάνεια των χρωμάτων της. Έκανε ριψοκίνδυνους και περίεργους συνδυασμούς χρωμάτων, δημιουργώντας μερικούς από τους πιο εντυπωσιακούς καμβάδες στην ιστορία της τέχνης.
Η Τζόαν Μίτσελ πέθανε σε νοσοκομείο του Παρισιού από καρκίνο του πνεύμονα σε ηλικία 66 ετών. Στη Γαλλία ζούσε από το 1967 όταν μετά τον θάνατο της μητέρας της κληρονόμησε αρκετά χρήματα για να αγοράσει ένα κτήμα δύο στρεμμάτων πάνω από το Vetheuil, μια μικρή πόλη στον Σηκουάνα που είναι περισσότερο γνωστή για το σπίτι του Κλοντ Μονέ που βρίσκεται εκεί.
Γεννήθηκε στο Σικάγο στις 21 Φεβρουαρίου 1926. Ήταν κόρη του γιατρού Τζέιμς Χέρμπερτ Μίτσελ και της Μάριον Στρόμπελ, ποιήτριας και εκδότριας του περιοδικού «Ποίηση». Στο περιβάλλον του σπιτιού της γνώρισε ποιητές και συγγραφείς, τον Τ.Σ. Έλιοτ, τον Έζρα Πάουντ, τον Θόρντον Γουάιλντερ, τον Ντίλαν Τόμας. Ήταν αθλήτρια, ενώ ως νεαρή γνώρισε το έργο των Σεζάν και Ματίς. Παρακολουθούσε συχνά μαθήματα τέχνης στο Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγο και περνούσε τα καλοκαίρια της μεταγενέστερης εφηβείας της σε μια κατασκήνωση τέχνης του Ινστιτούτου Τέχνης του Σικάγο, το Ox-Bow.
Αποφοίτησε από το Smith College και αργότερα παρακολούθησε τη σχολή τέχνης του Ινστιτούτου Τέχνης του Σικάγο, ενώ στη συνέχεια πήγε στη Νέα Υόρκη.
Αφού μετακόμισε στο Μανχάταν το 1947, ήθελε να σπουδάσει στη σχολή του Χανς Χόφμαν στη Νέα Υόρκη, αλλά, σύμφωνα με την επιμελήτρια Τζέιν Λίβινγκστον, παρακολούθησε μόνο ένα μάθημα και δήλωσε: «Δεν μπορούσα να καταλάβω ούτε μια λέξη που είπε και έφυγα τρομαγμένη».
Με μια υποτροφία ταξίδεψε στο Παρίσι και την Προβηγκία το 1948-49, στην Ισπανία και την Ιταλία. Τότε άρχισε να κάνει τα πρώτα της αφηρημένα έργα.
Το 1948, στο Παρίσι, ήταν μια 23χρονη καλλιτέχνης που ζούσε σε ένα μικρό σκοτεινό διαμέρισμα. Είχε φτάσει στη Γαλλία στον απόηχο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, σε ένα έθνος που εξακολουθούσε ζει με συσσίτια, ενώ οι μεταπολεμικές ταραχές δεν είχαν κοπάσει. Δεν μπορούσε να συμμετάσχει στην πολύβουη κοινωνική ζωή της πόλης και περνούσε τις νύχτες της ξύπνια, προσπαθώντας πυρετωδώς να βελτιώσει την τέχνη της, δίπλα από τη σόμπα για να μπορεί να ζεσταθεί. Τα σκίτσα και ένας πίνακας από εκείνη την εποχή δείχνουν ότι είχε επηρεαστεί από τον κυβισμό και τον Πικάσο, αλλά συγχρόνως μελετούσε τη μορφή, το χρώμα, τη γραμμή και τον χώρο – τα δομικά στοιχεία όλης της της ζωγραφικής για το υπόλοιπο της ζωής της.
Όταν επέστρεψε, παρά το γεγονός ότι σιχαινόταν τις ετικέτες, η Μίτσελ ήταν ενεργή στη Σχολή Καλλιτεχνών και Ποιητών της Νέας Υόρκης και συνδέθηκε με το αμερικανικό αφηρημένο εξπρεσιονιστικό κίνημα τη δεκαετία του '50. Ήταν φίλη με τους ζωγράφους της Σχολής της Νέας Υόρκης, τον Φίλιπ Γκάστον, τον Βίλεμ ντε Κούνινγκ, τον Φραντζ Κλάιν, το έργο των οποίων θαύμαζε.
Η Μίτσελ πήρε μέρος στην ιστορική έκθεση που οργάνωσε ο θρυλικός αρτ ντίλερ της Νέα Υόρκης Λίο Καστέλι το 1951 με τα μέλη του «Artists' Club», με έργα των Πόλοκ και Χανς Χόφμαν ανάμεσα σε άλλα. Έναν χρόνο αργότερα έκανε την πρώτη ατομική της έκθεση. Ήταν η χρονιά που ο γάμος της με τον Αμερικανό εκδότη Μπάρνι Ρόσετ, που είχε εκδώσει τον Τροπικό του Καρκίνου του Χένρι Μίλερ, διαλύθηκε.
Ενώ οι ομότεχνοί της εκτιμούσαν το έργο της, εκείνη ένιωθε ασφυξία στο περιβάλλον της Νέας Υόρκης. Αν και ήταν ενεργή στην αναπτυσσόμενη καλλιτεχνική σκηνή της Νέας Υόρκης, στα μέσα της δεκαετίας του 1950 άρχισε να περνά όλο και περισσότερο χρόνο ταξιδεύοντας και εργαζόμενη στη Γαλλία.
Ήταν γυναίκα στον χώρο της ζωγραφικής και μάλιστα του εξπρεσιονισμού και αυτό δεν της επέτρεπε να έχει την ίδια αναγνώριση με τους άντρες. Στα μέσα της δεκαετίας του 50 γνώρισε και τον Καναδό ζωγράφο Ζαν-Πολ Ριοπέλ, που εισήγαγε τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό στο Παρίσι, με τον οποίο έζησε μια μακρά και ταραχώδη σχέση μέχρι το 1979. Ζούσαν χωριστά και ο καθένας είχε το δικό του στούντιο, αλλά δειπνούσαν, έπιναν, ταξίδευαν μαζί.
Το 1957 πήρε μέρος στην έκθεση «Artists of the New York School: Second Generation», που διοργανώθηκε στο Εβραϊκό Μουσείο από τον Meyer Schapiro και παρουσίασε ο Leo Steinberg.
Όταν το 1950 ολοκλήρωσε το «Figure and City», έναν πίνακα στον οποίο μια αφηρημένη φιγούρα αναδύεται από τον καμβά ανάμεσα σε κυβοειδείς μορφές, ήξερε, όπως είπε, ότι ήταν η τελευταία φιγούρα που θα ζωγράφιζε ποτέ. Οι επόμενοι πίνακές της διαθέτουν εκθαμβωτικές σειρές από πινελιές που συναρμολογούνται σε έντονα λευκό φόντο. Ο ιμπρεσιονισμός και η ποίηση, καθώς και η φύση και οι μεγάλοι εκπρόσωποι του κόσμου της τέχνης που την περιέβαλαν στοιχειώνουν τα έργα της – αν και το θέμα τους συχνά αποκαλύπτεται μόνο από τους τίτλους τους.
Οι αποχρώσεις που χρησιμοποιούσε γίνονταν όλο και πιο ζεστές καθώς προχωρούσε η καριέρα της και οι χειρονομίες της μερικές φορές συνενώνονταν για να σχηματίσουν σχήματα που φαίνονται να συγκεντρώνονται στο κέντρο των καμβάδων της.
Η Μίτσελ θεωρήθηκε ένα από τα σημαντικότερα μέλη του μεταπολεμικού κινήματος του αφηρημένου εξπρεσιονισμού. Αυτό συνέβαινε ακόμη και στην εποχή της, όταν οι γυναίκες καλλιτέχνες σπάνια πέτυχαν ευρεία φήμη. Το 1972, ο κριτικός Peter Schjeldahl αποκάλεσε τη Μίτσελ «μια δεξιοτέχνη που φαίνεται πάντα να ωθεί τη δεξιοτεχνία της στα άκρα». Οι μεγαλύτεροι υπερασπιστές του αφηρημένου εξπρεσιονισμού προτίμησαν ένα στιλ που έχει ονομαστεί παντελής αφαίρεση – όπως οι τεράστιοι πίνακες του Τζάκσον Πόλοκ ή οι επικοί, ελεγειακοί ασπρόμαυροι καμβάδες του Φραντς Κλάιν. Αρκετοί καμβάδες της Μίτσελ ξεχωρίζουν από αυτό το στιλ, με τον πυρήνα τους να έχει μάζες χρώματος που στροβιλίζονται και φαίνεται να δονούνται από ζωή. Η Μίτσελ θέλησε να έχουν οι πίνακές της μια κεντρική εικόνα, πράγμα που ο εξπρεσιονισμός απέρριπτε στις συνθέσεις, κάτι που άλλαζε διαρκώς και αντικατόπτριζε την τοποθεσία της, τη διάθεσή της και την παρέα της.
Η Μίτσελ ζωγράφισε με τον δικό της τρόπο δέντρα που λειτουργούσαν ως σύμβολα θνητότητας, αλλά την εποχή του αφηρημένου εξπρεσιονισμού αυτό το περιεχόμενο θεωρούνταν ανάθεμα. Η δική της καλλιτεχνική δήλωση έδινε προτεραιότητα και στην οπτική απόλαυση. Επέστρεφε συχνά σε δύο μεγάλα θέματα καθ' όλη τη διάρκεια της καριέρας της: την ποίηση και τη φύση. Η ίδια έγραφε ποιήματα από πολύ μικρή, ενώ δεν σταμάτησε να βλέπει τα πάντα ως φύση. Είτε ζωγράφιζε γέφυρες που διακρίνονταν από το παράθυρο του διαμερίσματός της στη Νέα Υόρκη είτε το ζωντανό τοπίο που έβλεπε στη βόρεια Γαλλία, η Μίτσελ πάντα έριχνε ένα βλέμμα θαυμασμού προς το περιβάλλον της.
Πολλοί έχουν παρομοιάσει το έργο της Μίτσελ με τον ιμπρεσιονισμό – μια ταιριαστή σύγκριση, δεδομένου ότι πέρασε σημαντικό χρόνο στους ιστορικούς χώρους των κορυφαίων ονομάτων αυτού του κινήματος. Οι μεγάλης κλίμακας πίνακες της Μίτσελ, σε πολλούς καμβάδες, συχνά επικοινωνούσαν την επίδραση του χρόνου στη φύση, όπως συνέβαινε στους καθεδρικούς ναούς και τους κήπους του Μονέ, όπως διακρίνεται και η επιρροή του Βίνσεντ βαν Γκογκ τόσο στον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούσε το χρώμα, όσο και στο πώς έβαζε τα ηλιοτρόπια που επαναλαμβάνονται σε όλο το έργο της, αν και με αφηρημένο τρόπο.
Η Τζόαν Μίτσελ, περισσότερο από άλλες γυναίκες του αμερικανικού εξπρεσιονισμού, όπως η Γκρέις Χάριγκαν, η Ιλέιν ντε Κούνινγκ, η Λι Κράσνερ, αναγνωρίστηκε στη διάρκεια της ζωής της.
Πριν κλείσει τα 40, είχε εμφανιστεί στην Μπιενάλε της Βενετίας στην Ιταλία και στην Ντοκουμέντα στο Κάσελ της Γερμανίας, καθώς και σε πολλές ατομικές εκθέσεις στην περίφημη Stable Gallery της Νέας Υόρκης.
Η ίδια σιχαινόταν να την αποκαλούν «γυναίκα καλλιτέχνη», το θεωρούσε υποστηρικτική ετικέτα και δεν την ήθελε. Μια φορά σε ένα πάρτι ένας άντρας τη χαρακτήρισε γυναίκα καλλιτέχνη και εκείνη πήρε έξαλλη από χέρι τη φίλη της ζωγράφο Ιλέιν ντε Κούνινγκ και έφυγαν, στέλνοντάς τον στο διάολο. Η ίδια απεχθανόταν την ιδέα ότι θα έπρεπε να θεωρείται ξεχωριστή από τους άνδρες συναδέλφους της ή να χρησιμοποιεί την ιδέα του φεμινισμού για να διακριθεί για την τέχνη της.
Λίγα χρόνια αργότερα άρχισε να στηρίζει εκκολαπτόμενες γυναίκες καλλιτέχνες, ενώ η ίδια και το έργο της επανεξετάζονται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια. Η ξαφνική αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για το έργο της Μίτσελ θεωρείται παράδειγμα των τρόπων με τους οποίους αλλάζει η ιστορία της τέχνης.
Τα έργα της πωλούνται σε δημοπρασίες για εκατομμύρια, κάτι αδιανόητο για μια γυναίκα εξπρεσιονίστρια ακόμη και μια δεκαετία νωρίτερα. Περισσότερο όμως από όλα, αυτοί που κοιτάζουν το έργο της μπορούν και πέρα από τις δεσμεύσεις της εποχής και των καλλιτεχνικών ρευμάτων να αναγνωρίσουν την ποιότητα του έργου της, ενός έργου που επεκτείνει τα όρια του αφηρημένου εξπρεσιονισμού και συνδυάζεται με την ατίθαση αισθητική της και με μια ακραία, εύθραυστη προσωπικότητα που μας οδηγεί σε βάθη που είχε ανακαλύψει σε όλη τη διάρκεια της ζωής της.