Ο τύπος που οργανώνει τη μεγάλη κομπίνα στους Παίκτες του Νικολάι Γκόγκολ σε σκηνοθεσία Γιώργου Κουτλή. Εκείνος που προσπάθησε να μας εξηγήσει «τι θα πει Έλληνας» στο βαριετέ που έστησαν το καλοκαίρι ο Δημήτρης Καραντζάς και Φοίβος Δεληβοριάς με το 1821: Η επιθεώρηση». Ο νεαρός Αμαντέους που ακονίζει τα μαχαίρια του για την ανηλεή σύγκρουση με τον αρχιμουσικό της αυλής του αυτοκράτορα, τον Αντόνιο Σαλιέρι, όπως ακριβώς το οραματίστηκε στο θεατρικό αφήγημα του μύθου ο Πίτερ Σάφερ. Εκείνος που εδώ και μερικούς μήνες χάνεται μέσα σε ατελείωτη χαρτούρα, προσπαθώντας να ταιριάξει μπινελίκια με νότες, γιατί, παρέα με τον Γιάννη Οικονομίδη, ετοιμάζει τη μιούζικαλ εκδοχή του Σπιρτόκουτου. Aν προσθέσει κανείς και τη συμμετοχή σε κάποιες ταινίες, ακόμα και εν μέσω πανδημίας, το συμπέρασμα είναι σαφές και η απορία εύλογη: το 2021 ήταν η χρονιά του Γιάννη Νιάρρου. Αλλά μήπως έχουμε πολλά ακόμα να δούμε από αυτό το χαρισματικό, ιδιοσυγκρασιακό πλάσμα;
Φοβερά αστείος και ταλαντούχος, έξυπνος πολύ για να απαντά με ειλικρίνεια, αμήχανος αλλά και ετοιμόλογος, μανιακός με την τζαζ, αυτοαναφορικός, γεννημένος καλλιτέχνης. Ο Γιάννης Νιάρρος, σε αντίθεση με τους σκοτεινούς, ιδεοληπτικούς, χαμένους ψυχάκηδες ήρωες που έχει υποδυθεί δεν έχει καμία διάθεση να πάρει θέση στην αιώνια μάχη του Καλού με το Κακό. Υπήρξε κακός μαθητής στο σχολείο γιατί βαριόταν φρικτά και, όπως έλεγαν οι καθηγητές του στο Κολέγιο Αθηνών: «Ο Γιαννάκης είναι έξυπνος, αλλά βαριέται πολύ, είναι καραγκιόζης». Έγινε ένας μάλλον μέτριος κλόουν (ναι, στα Δελφινάκια, μια εταιρεία που διοργάνωνε παιδικά events, όπου έκοψε τα πρώτα του ένσημα) που τα Σαββατοκύριακα ήταν συνέχεια μουτζουρωμένος, με χέρια κατεστραμμένα από τα μπαλόνια. Και σήμερα, που αλλάζει κοστούμια με την άνεση και την ανεπιτήδευτη χαλαρότητά του αποδεικνύει ότι ίσως βρήκαμε τον πιο πλήρη και ταλαντούχο περφόρμερ της γενιάς του. Αυτόν που χαλαρώνει και αφήνεται στα χέρια των σκηνοθετών, απολαμβάνοντας εντολές και δραματουργία, αλλά πάντα προσθέτει το κάτι παραπάνω στη συλλογική προσπάθεια και, εν τέλει, με έναν μαγικό τρόπο, καταφέρνει και μας κάνει όλους να μιλάμε για εκείνον.
Με ύφος που ισορροπεί ανάμεσα σε κάτι πολύ μπλαζέ και βαρεμάρα. Με βλέμμα που στέκεται μόνο σε ό,τι τον ιντριγκάρει και συγχρόνως είναι διερευνητικό με τον δικό του τρόπο, ο Γιάννης Νιάρρος δεν είναι μόνο ένα γερό εργαλείο στα χέρια των σκηνοθετών. Ξέρει και να σκηνοθετεί τον εαυτό του και τη ζωή του.
Εδώ και λίγο καιρό αράζει σε ένα φτηνό πανδοχείο της επαρχιακής Ρωσίας, με όση στερεοτυπική ντέκα μπορεί να κουβαλά ο χώρος, και ως γνήσιος και δεινός κομπιναδόρος αναζητά αθώα και «λαχταριστά» θύματα, δημιουργεί συμμαχίες, στριφογυρίζει γύρω από ένα γαϊτανάκι γεμάτο μπλόφες, ρίσκο, ανταγωνισμούς, συμμαχίες, ανατροπές και ενοίκους. Του αρέσει η αδρεναλίνη της κομπίνας, η αρρώστια του τζόγου, το ασίγαστο πάθος της ανθρώπινης φύσης για επικράτηση που κυρίευσαν κάπου το 1836 την πένα του Νικολάι Βασίλιεβιτς Γκόγκολ ώστε να γράψει μια δαιμονισμένη μυστήρια κωμωδία, τους Παίκτες, που σκίζει στο Θέατρο Κιβωτός.
«Υποδύομαι τον κακό της ιστορίας, τον εγκέφαλο της κομπίνας και μιας μεγάλης ομάδας απατεώνων. Είμαι αυτός που, προκειμένου να κατακτήσει τον στόχο του, τάζει στον άλλον ό,τι θέλει να ακούσει. Είμαι ο ηγέτης, στου οποίου τα μάτια όλοι βλέπουν αυτόν που μπορούν να εμπιστευτούν», λέει για το ρόλο στον οποίο τον καθοδήγησε ο Γιώργος Κουτλής.
Με ύφος που ισορροπεί ανάμεσα σε κάτι πολύ μπλαζέ και βαρεμάρα. Με βλέμμα που στέκεται μόνο σε ό,τι τον ιντριγκάρει και συγχρόνως είναι διερευνητικό με τον δικό του τρόπο, ο Γιάννης Νιάρρος δεν είναι μόνο ένα γερό εργαλείο στα χέρια των σκηνοθετών. Ξέρει και να σκηνοθετεί τον εαυτό του και τη ζωή του. Αυτό που έχει καταφέρει αυτός ο ηθοποιός ήδη από τις μέρες που ως Γιωργάκης, λιωμένος από τους μπάφους, έτρωγε απαθής την μπανάνα του και γύρω το σύμπαν γκρεμιζόταν στο Στέλλα Κοιμήσου, είναι σήμερα να αποτελεί μέλος μιας αντροπαρέας που σκοτώνει τον χρόνο της και σπαταλά τη ζωή της πάνω από χαρτιά, αλκοόλ και άπατες. Φαίνεται πως αυτός ο κόσμος των παραβατικών, των ακραίων, που είναι λίγο τσογλανάκια και πολύ ονειροπόλοι, του ασκεί μια ιδιαίτερη γοητεία. «Μου είναι γνώριμος ο ανταγωνισμός που σου γεννούν αυτοί οι εθισμοί. Σε μια πιο ρεαλιστική αναλογία αναγνωρίζω και μπορώ να καταλάβω τον ανταγωνισμό του ανδρικού φύλου, του άντρα κόκορα, του ανθρώπου που ζει για την επικράτηση σε οποιονδήποτε, ακόμα και του ηθοποιού που, χωρίς κάποιον ιδιαίτερο λόγο, ποθεί αυτή την επικράτηση. Είναι ένας πολύ πεζός ανταγωνισμός που μοιράζονται άντρες και γυναίκες, ο οποίος βγάζει στην επιφάνεια τον κακό μας εαυτό, τα πιο ταπεινά μας ένστικτα. Είναι σαν κάποιος να μας έχει πείσει ότι, παρότι είμαστε όλοι στοιβαγμένοι στο ίδιο τσουβάλι, ένας απ’ όλους πρέπει να είναι ο πρώτος του τσουβαλιού. Είναι ενστικτώδες, σχεδόν παιδικό θα έλεγα. Ένας στίβος που στην αρχή σε ντοπάρει με χαρά, αλλά, εν τέλει, σε οδηγεί σε φαιδρότητες».
Μικροί εθισμοί, λοιπόν, πανταχού παρόντες στη ζωή και στην καθημερινότητα, ο τρόπος που ο ίδιος θεωρεί ότι επιστρατεύουμε για να αντιμετωπίσουμε την καθημερινότητα. Ο ίδιος βρήκε στο θέατρο αυτή την ανάγκη για έκφραση που αναζητούσε από την εφηβεία. Σήμερα, μάλιστα, ελπίζει πως αυτός ο αγώνας όχι μόνο δεν θα βγάλει ποτέ νικητή αλλά θα παραμείνει μια φλόγα άσβεστη για πάντα. «Τι νόημα έχει η ταύτιση με θεατρικούς ήρωες αν παραδεχτούμε ότι κατακτήσαμε τη γνώση ή αν παραπλανηθούμε και αγνοήσουμε την ματαιότητα του πράγματος;» αναρωτιέται.
Η κοινωνική βρομιά και η τσαλακωμένη εικόνα έχουν για εκείνον πολύ ζουμί. Ιδανικός, λοιπόν, ο κόσμος στον οποίο βουτά εδώ και μήνες, γράφοντας, ενορχηστρώνοντας και προσθέτοντας μουσικές στα λόγια του Γιάννη Οικονομίδη, καθώς ετοιμάζεται να μεταφέρει την ατμόσφαιρα του Σπιρτόκουτου στο πλαίσιο ενός μιούζικαλ (θα κάνει πρεμιέρα τον Νοέμβριο του 2022 στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση). Οι δυο τους συνεργάστηκαν για πολλές σεζόν στο Στέλλα Κοιμήσου και όσο η παράσταση έσπαγε ταμεία, τόσο εκείνοι μάθαιναν να συνεννοούνται σε μια κοινή γλώσσα. «Οι κόσμοι μας μπορούν ακόμα να συνομιλήσουν. Δεν θα έλεγα ότι έχουν γίνει ένα. Ευτυχώς, έχουμε πολλά ακόμα να ανταλλάξουμε. Μπορώ ακόμα να εμπνέομαι από τη δύναμη αυτού του κόσμου που εκφράζει ο Γιάννης. Έτσι, μετά με τη σειρά μου προσθέτω την εξωστρέφεια του θεατρικού κώδικα. Η σκληρότητα του Σπιρτόκουτου θα παραμείνει στο μιούζικαλ, όμως όλα θα είναι δοσμένα μέσα από τον κόσμο της μουσικής. Υποθέτω πως θα είναι πολύ αστείο να βλέπεις ανθρώπους να τραγουδάνε όλα αυτά τα μπινελίκια και συγχρόνως τραγικό να ακούς μουσικές που θα αναπαριστούν το σκοτάδι».
Μπορεί, τελικά, να λείπει ο ρομαντισμός από αυτήν τη ζόρικη συνταγή; «Όχι, βέβαια. Πιστεύω ακόμα πως και με τους τρεις φετινούς μου σκηνοθέτες, από το Δημήτρη Καραντζά μέχρι τον Γιώργο Κουτλή και τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο, πάμε να αλλάξουμε κάτι στο θέατρο. Όχι εκδικούμενοι τους πατεράδες μας, αλλά μέσω της χειραφέτησης. Είναι τόσο ανακουφιστικό να πηγαίνεις στην πρόβα και να αισθάνεσαι ότι δεν έχεις μεγάλη απόσταση να διανύσεις για να δουλεύεις επί ίσοις όροις με τους συνεργάτες σου. Δεν είναι χάσμα γενναίων, είναι απλώς η ευτυχία να εκπέμπεις στο ίδιο μήκος κύματος».
Για τη συνάντησή του με τους δύο πρώτους σκηνοθέτες μπορούμε να προσθέσουμε πολλά. Για τον Αμαντέους, που πρώτη φορά στην Ελλάδα ανεβαίνει στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά αρχές Φεβρουαρίου, θα κρατήσουμε αυτήν τη λαχτάρα που στολίζει τη φωνή του για την αναμέτρηση με έναν ακόμα ήρωα που θα παλεύει με την ευθραυστότητα της ύπαρξής του. «Όλοι έχουμε νιώσει και Σαλιέρι και Μότσαρτ. Και τελειωμένοι και μεγαλοφυείς. Και στο φως και στο σκοτάδι. Και με τον Θεό και με τον διάβολο. Είναι η αναμέτρηση του ανθρώπου με τη βαθύτερη συνείδησή του. Δεν βλέπω την ώρα...»
Οι «Παίκτες» του Νικολάι Γκόγκολ σε σκηνοθεσία Γιώργου Κουτλή θα παίζονται στο θέατρο Κιβωτός μέχρι τις 26/1/22. Το «Σπιρτόκουτο» ως μιούζικαλ θα ανέβει στη σκηνή της Στέγης το φθινόπωρο. Τον Ιανούριο παίζει τον Αμαντέους στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.
Χαρούλα Αλεξίου
«Δεν θέλω τίποτε άλλο από το να υπάρχω απλώς»
Ελένη Καραΐνδρου
«Σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο φρόντιζα να επιβάλλομαι με τη δουλειά μου»
Νίκος Σταμπολίδης
«Χωρίς την επιστημονική λεπτομέρεια δεν μπορείς να πας πουθενά»
Ευριπίδης Λασκαρίδης
«Η ρευστότητα του φύλου των χαρακτήρων μου συμβαίνει χωρίς να τη σκέφτομαι»
Γιάννης Νιάρρος
«Αναγνωρίζω τον ανταγωνισμό του ανδρικού φύλου, του άντρα κόκορα»
Σοφία Κόκκαλη
«Μου αρέσει η ισορροπία μεταξύ σινεμά και θεάτρου, δεν θα ήθελα να αλλάξει ποτέ»
Μιχαήλ Μαρμαρινός
«Δεν με ενδιαφέρει το θέατρο ακριβώς, με συναρπάζει η θεατρικότητα των πραγμάτων»
Μαρίνα Σάττι
«Με αυτή την εποχή, που η πληροφορία ταξιδεύει τόσο γρήγορα, δεν πολυταυτίζομαι»
Λουκία Αλαβάνου
«Προτιμώ να κάνω λιγότερα έργα, θέλω να με αγγίζει βαθιά το κάθε θέμα»