Ο Άνσελμ Κίφερ είναι σήμερα 76 ετών. Από τους μεγαλύτερους εν ζωή μεταπολεμικούς εικαστικούς, γεννημένος το 1945, στα ερείπια του πολέμου, στη Γερμανία, στο Ντοναουεσίνγκεν. Εγκατεστημένος στη Γαλλία από τότε που ο Ζακ Λανγκ το 1992 του άνοιξε τις πόρτες της χώρας για να έχει άπλετο χώρο να δουλεύει απερίσπαστος, αυτοαποκαλείται Γάλλος και Γερμανός.
Το 2007, ήταν ο πρώτος καλλιτέχνης που εγκαινίασε τη σειρά «Monumenta» στο Grand Palais και σήμερα, 15 χρόνια αργότερα, είναι ο πρώτος καλλιτέχνης που εκθέτει στον χώρο του Grand Palais Ephémère –που λειτουργεί κατά τη διάρκεια της ανακαίνισης του Grand Palais– με την έκθεσή του αφιερωμένη στον ποιητή που έχει καθορίσει τον ίδιο και την τέχνη του, τον Πάουλ Τσέλαν.
Αυτός ο διάλογος με το έργο του Τσέλαν, στον οποίο ο Κίφερ αμφισβητεί τη μνήμη, τη λήθη, την εθνική ιστορία, δημιουργεί μια εγκατάσταση ενιαία μέσα στον αχανή χώρο του Εφήμερου Μεγάλου Παλατιού, βυθισμένη στα γκρίζα χρώματα, τις σταχτί αποχρώσεις του χρώματος του μπετόν που αγαπά να χρησιμοποιεί ο Κίφερ, και παραπέμπει στη σκοτεινή περίοδο του ναζισμού.
Εδώ, με τον άνθρωπο να στέκει σαν μινιατούρα μπροστά στις μνημειώδεις εγκαταστάσεις του, ο Κίφερ αμφισβητεί και μας προσκαλεί να περπατήσουμε ελεύθερα στον χώρο ανάμεσα στα έργα, με φυσικό ή νοητικό τρόπο, και να αφεθούμε να παρασυρθούμε από την ποίηση και το μυστήριο εικόνων και νημάτων που αποκωδικοποιούνται με μεγάλη δυσκολία, γιατί ακόμα και το πιο προφανές έχει το πιο κρυπτικό νόημα στην τέχνη του.
Τόσο ο Κίφερ όσο και ο Μπάζελιτς και ο Γκέρχαρντ Ρίχτερ είναι γεννημένοι ή μεγαλωμένοι στα ερείπια μιας χώρας, με τις μνήμες να στοιχειώνουν όλο το έργο τους, με τις εικόνες και την ανάμνηση του ζόφου του Ολοκαυτώματος να φτάνει και να διαπερνά το τώρα, με την τέχνη τους να είναι παλλόμενη, να δημιουργεί αναστάτωση σε όλες τις αισθήσεις, με την αφή της κρύας ύλης και τη μυρωδιά του καμένου κόσμου.
Στην έκθεση αυτή, γλυπτά, εγκαταστάσεις και 19 καμβάδες μεγάλης κλίμακας, 23 έργα συνολικά, αλληλεπιδρούν με την «άπιαστη» ποίηση του μεγάλου γερμανόφωνου ποιητή. Το έργο του Πάουλ Τσέλαν υπάρχει ως σταθερή παρουσία στους πίνακες του Κίφερ από την εφηβεία του, όταν ανακάλυψε το ποίημα «Todesfuge» («Φούγκα του θανάτου»).
….Μαύρο γάλα της αυγής σε πίνουμε τη νύχτα
σε πίνουμε μεσημέρι και πρωί σε πίνουμε το βράδυ
πίνουμε και πίνουμε
Στο σπίτι κατοικεί ένας άντρας παίζει με τα φίδια γράφει
γράφει όταν πέφτει σκοτάδι στη Γερμανία
τα χρυσά σου μαλλιά Μαργαρίτα
τα σταχτιά σου μαλλιά Σουλαμίθ….
Οι στίχοι αυτοί στοιχειώνουν τον Κίφερ. Η βιβλική Σουλαμίθ από το «Άσμα Ασμάτων» συναντά τη Μαργαρίτα του Γκαίτε και τα ερείπια της Γερμανίας, την απόγνωση του κόσμου, το τέλος και την αρχή, τα όρια και το σκότος. Ο Κίφερ έσκαψε στις λέξεις του Τσέλαν και τις μετουσίωσε με τα υλικά της γης, τον πηλό και τα λουλούδια και την τύρφη και τα ζωντανά στοιχεία και τα νεκρά κύτταρα ως ενιαία και αυτόνομη οντότητα.
«Η γλώσσα του Πάουλ Τσέλαν προέρχεται από τόσο μακριά, από έναν άλλο κόσμο που δεν έχουμε συναντήσει ακόμα, μας έρχεται σαν κάτι εξωγήινο. Δυσκολευόμαστε να το καταλάβουμε. Πού και πού πιάνουμε ένα θραύσμα. Προσκολλιόμαστε σε αυτό χωρίς ποτέ να μπορούμε να το καταγράψουμε ολόκληρο. Προσπάθησα ταπεινά, εξήντα χρόνια. Τώρα γράφω αυτήν τη γλώσσα σε καμβά, μια επιχείρηση στην οποία επιδιδόμαστε σαν σε τελετουργία».
Η περίοδος του λοκντάουν υπήρξε καταλυτική για τον Κίφερ. Ο διάλογος με τις λέξεις και τα νοήματα του Τσέλαν απέκτησε άλλη υπόσταση. Είναι προφανές ότι το μεγάλο αεροπλάνο, ερείπιο, θραύσμα, πολεμική μηχανή σε αχρηστία, οικοδόμημα ενός καταστροφικού πολιτισμού, στο κέντρο σχεδόν του εκθεσιακού χώρου, είναι σχεδόν ανατριχιαστικό. Οι θεατές είναι σαν δύτες, παρατηρητές ενός υπέργειου ναυαγίου του κόσμου, το οποίο με ένταση που κορυφώνεται όσο περνά ο χρόνος αποτυπώνει ο Κίφερ στα σκοτεινά αγωνιώδη έργα του, σαν σκεπτικιστής ποιητής της εποχής μας.
Για τον Κίφερ, ο Τσέλαν δεν συλλογίζεται απλώς το τίποτα, το έχει βιώσει, το έχει ζήσει. Το ίδιο επιχειρεί και ο ίδιος, μια ανάγνωση και διατύπωση των θεμελιωδών αλληλεπιδράσεων του σύμπαντος με την ύλη, του όντος με την ιστορία, σκυρόδεμα και τέφρα και ηλιοτρόπια και ηλιακές εκρήξεις και το ορατό τέλος του κόσμου στις πιο αποκαλυπτικές εικόνες του, μια βαβέλ γλωσσών, υλικών και αισθήσεων που στο τέλος δεν μπορεί πάρα να καταστραφεί.
Η μεθοδολογία του είναι σχεδόν επιστημονική, ένας φιλοσοφικός αναστοχασμός στον κόσμο της μυθολογίας, της ιστορίας, των παγκόσμιων ζητημάτων. Τα οργανικά υλικά που χρησιμοποιεί, ο μόλυβδος, ως ο ζόφος που πυκνώνει στο κέντρο της σύνθεσης, μας μεταφέρει ξανά και ξανά στη δημιουργία του κόσμου και της ύπαρξης, στα βάθη του χρόνου.
Ο Κίφερ συνδέει τον Τσέλαν και τον Γουίτεν και τη θεωρία των χορδών που συνδέει το τίποτα με το κάτι, το μικρό με το μεγάλο, τον χρόνο με τον χώρο. Το περιβάλλον που δημιουργεί στα μνημειακών διαστάσεων αυτά έργα που στηρίζονται σε παλέτες με ρουλεμάν, ακίνητα στον χρόνο για μια στιγμή, έτοιμα να αλλάξουν θέση, είναι διαρκώς ανησυχητικό, σαν το τοπίο της γέννησής του, τα ερείπια της πόλης του, τη μυρωδιά της αιθάλης από τα καμένα σπίτια, τους ανθρώπους εγκαταλελειμμένους σε βιβλική μοναξιά.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι μεγάλοι εν ζωή εικαστικοί της Γερμανίας έρχονται από αυτήν τη μήτρα. Τόσο ο Κίφερ όσο και ο Μπάζελιτς και ο Γκέρχαρντ Ρίχτερ είναι γεννημένοι ή μεγαλωμένοι στα ερείπια μιας χώρας, με τις μνήμες να στοιχειώνουν όλο το έργο τους, με τις εικόνες και την ανάμνηση του ζόφου του Ολοκαυτώματος να φτάνει και να διαπερνά το τώρα, με την τέχνη τους να είναι παλλόμενη, να δημιουργεί αναστάτωση σε όλες τις αισθήσεις, με την αφή της κρύας ύλης και τη μυρωδιά του καμένου κόσμου.
Ο Πάουλ Τσέλαν ήταν ένας ποιητής που, όπως ο Κίφερ, έχτισε πολιτιστικές γέφυρες ανάμεσα σε δυο χώρες. Και οι δύο άνδρες βρήκαν ένα δεύτερο σπίτι στη Γαλλία και αφιέρωσαν ένα μεγάλο μέρος του έργου τους στην υπενθύμιση των φρικαλεοτήτων του Τρίτου Ράιχ.
Ένα ραγισμένο μπούνκερ μέσα σε μια γυάλινη προθήκη ανθίζει. Από τις ρωγμές του κλασικού καταφυγίου που υπήρχε στα γερμανικά σύνορα κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ξεφυτρώνουν παπαρούνες. «Παπαρούνες και μνήμη» ονομάζεται το έργο, ένα τελετουργικό αφιερωμένο στον χρόνο και στη ζωή που αναβλύζει και –γιατί όχι;– φέρθηκε πιο στοργικά στον Κίφερ. Θυμίζει τον τάφο από μαύρο γρανίτη του Τσέλαν στο Cimetière de Thiais κοντά στο Παρίσι. Από μια μεριά του, σε ένα κενό με χώμα, ξεφυτρώνουν αγριολούλουδα.
Τα μνημειώδη έργα του ο Κίφερ άρχισε να τα κατασκευάζει στη νότια Γαλλία το 1992, σε μια έκταση 250 στρεμμάτων, σε πρώην υφαντουργείο μεταξιού. Εκεί έχτισε τα εργαστήριά του, ενώ το 2007 μετακόμισε στις εγκαταλελειμμένες αποθήκες ενός πολυκαταστήματος στα περίχωρα του Παρισιού, σε 60.000 τετραγωνικά μέτρα. Σε αυτούς του χώρους δούλεψε τα έργα της έκθεσης «Pour Paul Celan», που έχουν διαστάσεις 4 επί 13 μέτρα και μετατρέπουν τον χώρο σε σκηνή αποκαλυπτικής, πολυσύνθετης τέχνης.
Ο Κίφερ γεννήθηκε τον Μάρτιο του 1945, λίγο πριν το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στον Μέλανα Δρυμό, στο καταφύγιο ενός νοσοκομείου. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια ανάμεσα στα ερείπια της χώρας του. Ο άνθρωπος που το περιοδικό «TIME» χαρακτήρισε το 1980 ως τον καλύτερο καλλιτέχνη της γενιάς του και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού, έγινε γνωστός από τους μουντούς υπερμεγέθεις πίνακές του, τα «κατακάθια της ιστορίας», όπως ο ίδιος τους ονομάζει.
Μεγάλωσε σε μια αυστηρή καθολική οικογένεια, όπου η αμαρτία και η εξιλέωση ήταν διαρκώς σημαντικό θέμα. Προσπάθησε να σπουδάσει νομικά αλλά δεν τα κατάφερε και διέκοψε τις σπουδές του. Αργότερα σπούδασε ζωγραφική με τον Χορτς Άντες. Από το 1970 ο Γιόζεφ Μπόις έγινε ο μέντοράς του.
Στη δεκαετία του 1990 ο Κίφερ προσπαθεί στο Όλντενβαλντ να φτιάξει ένα τεράστιο καλλιτεχνικό πάρκο με ατελιέ και αίθουσες εκθέσεων. Σκοντάφτει στη γερμανική γραφειοκρατία και απογοητευμένος φεύγει το 1992 για τη Γαλλία.
Μετά τη μετακόμισή του στη Γαλλία ο Κίφερ σταματά να εργάζεται για τρία χρόνια. Ταξιδεύει, φωτογραφίζει και γράφει. Ασχολείται με τον πολιτισμό της Αιγύπτου και της Μεσοποταμίας. Εμπνέεται για νέα έργα που εκτίθενται στο μουσείο Guggenheim στο Μπιλμπάο. Όπως ο Μπόις, έτσι και ο Κίφερ αγαπά την ποιητικότητα των αντικειμένων. Χρησιμοποιεί όμως και το χρώμα από τα τούβλα, τις πέτρες και το ξύλο της νότιας Γαλλίας. Βάζει χρώματα από το δάσος που έπαιζε πάντα ως παιδί και δημιουργεί νέες εικόνες.
Το 1997 του απονεμήθηκε το Βραβείο Κριτικών στην Μπιενάλε της Βενετίας, όπου εκπροσώπησε και τη Γερμανία. Το 1999 του απονεμήθηκε για το σύνολο του έργου του το Praemium Imperiale, το οποίο θεωρείται το Νομπέλ των Τεχνών, ενώ το 2008 τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης των Γερμανών Εκδοτών.
Από τα «Πεφταστέρια», την προηγούμενη έκθεσή του στο Grand Palais, ο Κίφερ σε μια αέναη ταλάντευση μεταξύ ποίησης και ζωγραφικής, σε μια διαδρομή που περνά από την Ίνγκεμποργκ Μπάκμαν, τον Σελίν, τη Βίβλο και την Καμπάλα, έρχεται για να μας βεβαιώσει ακόμα μια φορά για την πίστη του στην αέναη αλλαγή των πάντων, στην αδιάκοπη κίνηση που συμβολίζει στο έργο του με κάθε μικρό άνθος που επιμένει να φύεται σε ένα κομμάτι ξεραμένης λάσπης και να δίνει χρώμα στην ερημιά του κόσμου.