Το 1824 στο Salon de Paris εκτέθηκαν έργα του Άγγλου ζωγράφου Τζον Κόνσταμπλ. Οι αγροτικές σκηνές του επηρέασαν ορισμένους από τους νεότερους καλλιτέχνες της εποχής, ωθώντας τους να εγκαταλείψουν τον φορμαλισμό και να αντλήσουν έμπνευση απευθείας από τη φύση.
Το 1827, ο ζωγράφος Καμίλ Κορό έφτασε στον οικισμό Μπαρμπιζόν, για να ζωγραφίσει στο δάσος του Φοντενεμπλό, ενώ είχε ζωγραφίσει για πρώτη φορά στο δάσος στο Σαγί το 1822. Επέστρεψε στο Μπαρμπιζόν το φθινόπωρο του 1830 και το καλοκαίρι του 1831, όπου έκανε σχέδια και ελαιογραφίες, έργα που προορίζονταν για το Salon του 1830. Η κίνησή του αυτή, η μετακίνησή του νοτιοανατολικά του Παρισιού, άνοιξε τον δρόμο και σε άλλους ζωγράφους να φτάσουν εκεί. Μια ολόκληρη γενιά καλλιτεχνών αποφασίζει να ζωγραφίσει «στη φύση», αφήνοντας τα στούντιό της για να δουλέψει in situ, όπως οι δύο σπουδαίοι Άγγλοι πρόδρομοί της, Τζον Κόνσταμπλ και Τέρνερ, και να ακολουθήσει τις ιδέες τους, κάνοντας τη φύση θέμα των έργων της.
Ακόμα και σήμερα όσοι φτάνουν εκεί μπορούν να δουν το Μουσείο των Ζωγράφων του Μπαρμπιζόν και το σπίτι-στούντιο του Τεοντόρ Ρουσό, στο οποίο ο καλλιτέχνης έζησε τα είκοσι τελευταία χρόνια της ζωής του. Στην άκρη του δάσους του Φοντενεμπλό, το μικρό γαλλικό χωριό Μπαρμπιζόν έγινε το κέντρο μιας ήσυχης επανάστασης στη ζωγραφική τοπίου, που θα είχε καθοριστική επιρροή στους ιμπρεσιονιστές και τους διαδόχους τους.
Όταν ο ζωγράφος Καμίγ Κορό (1796-1875) έφτασε για πρώτη φορά στο δάσος του Φοντενεμπλό το 1822, αναζητούσε θέμα που θα πρόσφερε ένα αντίδοτο στα αστικά και βιομηχανικά δεινά της Γαλλίας. Απογοητευμένος από τους πολέμους του Ναπολέοντα και τον υλισμό της χώρας του, ήταν εξουθενωμένος από τα δεινά της ζωής. Μόλις 40 μίλια νοτιοανατολικά του Παρισιού, το Φοντενεμπλό ήταν ένα μέρος εξαιρετικής ομορφιάς όπου ο Κορό μπορούσε να ζωγραφίσει απευθείας από τη φύση. Ξεκινώντας κάθε πρωί, κατέγραφε τις μεταβαλλόμενες επιδράσεις του φωτός και του καιρού πριν επιστρέψει στο σπίτι του για να μεταγράψει αυτές τις παρατηρήσεις σε μελαγχολικά τοπία λουσμένα σε ένα χλωμό, ασημί φως. Στα τέλη της δεκαετίας του 1830 τον ακολούθησαν και άλλοι ζωγράφοι που ήθελαν να ξεφύγουν από τις απάνθρωπες συνέπειες του σύγχρονου πολιτισμού και έφτασαν σε αυτήν τη βουκολική φύση.
Ακόμα και σήμερα όσοι φτάνουν εκεί μπορούν να δουν το Μουσείο των Ζωγράφων του Μπαρμπιζόν και το σπίτι-στούντιο του Τεοντόρ Ρουσό, στο οποίο ο καλλιτέχνης έζησε τα είκοσι τελευταία χρόνια της ζωής του. Στην άκρη του δάσους του Φοντενεμπλό, το μικρό γαλλικό χωριό Μπαρμπιζόν έγινε το κέντρο μιας ήσυχης επανάστασης στη ζωγραφική τοπίου, που θα είχε καθοριστική επιρροή στους ιμπρεσιονιστές και τους διαδόχους τους.
Η κίνησή τους δεν είχε τίποτα το ρομαντικό, και τίποτα μελοδραματικό δεν υπήρξε στις προθέσεις τους. Είχαν μια ισχυρή πίστη στο να ζωγραφίζουν τα πράγματα όπως τα έβλεπαν. Στο Μπαρμπιζόν, ανάμεσα στο δάσος και τον κάμπο μπροστά τους, ανέπτυξαν την τέχνη τους. Με την εξέλιξη στην κατασκευή χρωμάτων δεν είχαν ανάγκη πλέον να κάνουν αναμείξεις στο στούντιο, αλλά μπορούσαν απλώς να παίρνουν τα χρώματα μαζί τους. Ήταν οι πρώτοι καλλιτέχνες που ζωγράφισαν στη φύση και σήμερα ο Κορό θεωρείται ο πρόδρομος του κινήματος Μπαρμπιζόν –που μερικές φορές αποκαλείται «το όμορφο σχολείο του 1830»–, το οποίο έπαιξε σημαντικό ρόλο στην καθιέρωση του νατουραλισμού στη γαλλική ζωγραφική τοπίου. Άλλοι καλλιτέχνες που συνδέονται με αυτό το ρεύμα είναι ο Τεοντόρ Ρουσό, ο Ζαν Φρανσουά Μιλέ, ο Σαρλ Φρανσουά Ντομπινί, ο Ζιλ Ντιπρέ, ο Λεόν Ρισέ και ο Ονορέ Ντομιέ.
Οι ζωγράφοι ανέπτυξαν μεταξύ τους μια φιλική σχέση και οργάνωσαν μια πρώιμη συλλογικότητα. Μοιράζονταν καταλύματα και ενίσχυαν με υλικά ή χρήματα ο ένας τον άλλο, σε ένα καλλιτεχνικό δίκτυο με δημιουργική ενέργεια. Ο Ρουσό περνούσε τις μέρες του στο δάσος προσπαθώντας να «διεισδύσει στην καρδιά των ανακαλύψεων». Ο Ντομπινί έχτισε ένα πλωτό στούντιο από το οποίο παρατηρούσε την όχθη του ποταμού και το καθρέφτισμά του στο νερό. Ο ένας αγόραζε πίνακες του άλλου, μάλιστα ο Κορό αγόρασε και ένα σπίτι για τον Ντομιέ, ενώ ο Ντομπινί έφερε τον Κλοντ Μονέ στο Λονδίνο σε επαφή με έναν έμπορο έργων τέχνης. Αυτού του είδους οι κινήσεις ήταν σημαντικές εκείνη την εποχή, που η τοπιογραφία δεν ήταν επίσημα αναγνωρισμένη μορφή τέχνης. Οι πίνακες ζωγραφικής με τοπία ήταν της μόδας αλλά μια άμεση μελέτη της φύσης ήταν αδιανόητη. Οι καλλιτέχνες του Μπαρμπιζόν αισθάνονταν ανασφάλεια και είχαν ανάγκη την υποστήριξη του Paris Salon για να μπορούν να πωλούν τα έργα τους. Απορρίφθηκαν αλλά βρήκαν υποστήριξη στο πρόσωπο του Μποντλέρ, που περιέγραψε το Salon σαν ένα μέρος «όπου οι περιποιήσεις και οι υπερβολές της αστικής βλακείας παρελαύνουν κάθε χρόνο σαν στις ταράτσες του Tuileries».
Ένας καλλιτέχνης ο οποίος αποδοκιμαζόταν σταθερά από το Salon – και που έγινε γνωστός ως le grand refusé– ήταν ο χαρισματικός Τεοντόρ Ρουσό. Ο Μποντλέρ, που θεωρούσε τον Ρουσό τον καλύτερο από τους ζωγράφους του Μπαρμπιζόν, υπερασπίστηκε την ανήσυχη πρωτοτυπία του και την άμεση παρατήρηση της φύσης. Ο Ρουσό, που δεν πουλούσε έργα, έμενε στο Ganne Inn, του οποίου ο αγενής ιδιοκτήτης ήταν γενναιόδωρος και του έκανε πίστωση. Ο Ρουσό ήταν επίσης τεχνικά καινοτόμος και ένας από τους πρώτους καλλιτέχνες που χρησιμοποίησαν τις πρόσφατα τότε εφευρεθείσες πράσινες και κίτρινες χρωστικές ουσίες. Αυτά τα φρέσκα χρώματα ήταν πολύ μοντέρνα, όπως πειραματικός ήταν και ο τρόπος που τα εφάρμοζε στον καμβά του.
Ο Ζαν Φρανσουά Μιλέ ήταν το στήριγμα του μικρού χωριού μέχρι το τέλος της ζωής του. Γιος αφοσιωμένων καθολικών αγροτών της Νορμανδίας, ο Μιλέ είδε στο Μπαρμπιζόν ένα μέρος όπου μπορούσε να μεταφέρει την πνευματική σχέση μεταξύ ανθρώπου και φύσης. Στους πίνακές του ο Μιλέ ανέλαβε να γιορτάσει τους σπορείς, τις γαλατούδες και τους εργάτες της φάρμας, υποστηρίζοντας ότι η ομορφιά του τοπίου δεν μπορούσε να θεωρηθεί απομονωμένη από αυτούς που δούλευαν τη γη.
Μέχρι τη δεκαετία του 1860, ο Κορό ήταν τόσο διάσημος που ζωγράφοι ταξίδεψαν στο Μπαρμπιζόν από όλη την Ευρώπη, τη Ρωσία και τις Ηνωμένες Πολιτείες για να συναντήσουν αυτόν και τους συναδέλφους του «γιους του φωτός». Σε έναν χρόνο, το Ganne Inn φιλοξένησε 28 επίδοξους καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο. Η άτυπη «σχολή» που δημιουργήθηκε εκεί συνδέθηκε επίσης με το ευρύτερο καλλιτεχνικό κίνημα που αποκαλείτο «ρεαλισμός», το οποίο περιλάμβανε τον Γκουστάβ Κουρμπέ και τον Ζιλ Μπρετόν, ζωγράφους που προσπάθησαν να καταγράψουν τη σύγχρονη ζωή με σχολαστικές λεπτομέρειες.
Ωστόσο, η μεγαλύτερη επιρροή της σχολής Μπαρμπιζόν ήταν στους ιμπρεσιονιστές και στους μετα-ιμπρεσιονιστές. Στα τέλη της δεκαετίας του 1860, οι ζωγράφοι του Μπαρμπιζόν τράβηξαν την προσοχή μιας νεότερης γενιάς Γάλλων καλλιτεχνών που σπούδαζαν στο Παρίσι. Αρκετοί από αυτούς τους καλλιτέχνες επισκέφτηκαν το δάσος του Φοντενεμπλό για να ζωγραφίσουν το τοπίο και οι πρώιμες, λεπτές προσπάθειες αποτύπωσης του φευγαλέου παιχνιδιού του φωτός στη φύση ενέπνευσαν τους Κλοντ Μονέ, Μπερθ Μοριζό, Καμίγ Πισαρό και Ογκίστ Ρενουάρ να έρθουν στο Μπαρμπιζόν, ενώ ο θαυμασμός του Βαν Γκογκ για τον Μιλέ ήταν τόσο έντονος που έκανε αμέτρητες μελέτες για το έργο του καλλιτέχνη. Σε μια επιστολή του προς τον αδελφό του Τεό το 1884, έγραψε: «Για μένα, ο Μιλέ είναι αυτός ο ουσιαστικός σύγχρονος ζωγράφος που άνοιξε τον ορίζοντα σε πολλούς».
Ενώ η γαλλική αγορά τέχνης άργησε να αγκαλιάσει τον φυσικό ρεαλισμό, η ζήτηση από το εξωτερικό ήταν σημαντική. Χάρη στον Αμερικανό καλλιτέχνη και μαθητή του Μπαρμπιζόν Γουίλιαμ Μόρις Χαντ, που είχε πολλές διασυνδέσεις, ο Κορό κατακλύζεται από παραγγελίες από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τελικά ίδρυσε ένα ατελιέ και χρησιμοποίησε τους συναδέλφους του καλλιτέχνες στο Μπαρμπιζόν για να τον βοηθήσουν. Φυσικά έγινε κάτι αναμενόμενο, με την Αμερική να πλημμυρίζει με πολλούς πλαστούς πίνακες ή αντιγραφές έργων του Κορό, περισσότερων από όσα θα μπορούσε να είχε ζωγραφίσει στη ζωή του.
Η κοινότητα του Μπαρμπιζόν έδωσε και τη μάχη της να σωθεί το δάσος του Φοντενεμπλό από την καταστροφή, με τον Ρουσό να κάνει έκκληση στον Ναπολέοντα Γ'. Ωστόσο μέχρι το τέλος του 1870 η σιωπή του δάσους είχε αντικατασταθεί από τον θόρυβο των μηχανών, ο ποταμός του Ντομπινί είχε εκτραπεί για βιομηχανική γεωργία και οι ανοιχτοί ουρανοί του Μιλέ ήταν θολωμένοι με καπνό εργοστασίων. Όμως πάντα η σχολή του Μπαρμπιζόν έπαιξε σημαντικό ρόλο στο να υπενθυμίζει στην κοινωνία ότι η πιο ταπεινή ζωή ήταν δυνατή για όσους ήταν έτοιμοι να αφοσιωθούν σε αυτήν. Όπως έγραψε ο Μιλέ, «η φύση υποχωρεί σε αυτούς που ποθούν να την εξερευνήσουν, αλλά απαιτεί την αποκλειστική τους αγάπη».