Η
Η Αλίκη Λευθεριώτη, όπως είναι το πραγματικό όνομα της Saber Rider, συνθέτει μουσική εδώ και αρκετό καιρό. Μπορεί να έχεις πετύχει δουλειά της μέσα από τηλεοπτικές σειρές ή παραγωγές κινηματογράφου και χορού.
Η μουσική υπήρχε από πάντα στη ζωή της και μπήκε κάπως τυχαία όταν στα πέντε της ο πατέρας της τής αγόρασε ένα αρμόνιο για να παίζει. «Η ρομαντική εκδοχή είναι ότι μου άρεσε να ακούω την κυρία που μας έπαιζε πιάνο στο μπαλέτο, αλλά δεν ισχύει», αναφέρει. Ευτυχώς οι γονείς της τη στήριξαν οικονομικά σε αυτό και κυρίως ψυχολογικά, όταν είδαν ότι τα καταφέρνει. «Μάλλον δεν θα γινόμουν κομπιουτεράς, αν και θα μου άρεσε!», αστειεύεται.
Έχει πτυχίο στο πιάνο και τη θεωρία, ενώ συνέχισε τις σπουδές της εδώ και στο Λονδίνο πάνω στη σύνθεση και τα βραζιλιάνικα κρουστά με ειδίκευση στη μουσική για εικόνα και την ηλεκτροακουστική σύνθεση. Έχει έναν αγχωτικό και εντυπωσιακό κατάλογο δραστηριοτήτων, που περιλαμβάνει από πιάνο για μπαλέτο, παραγωγή και σύνθεση για διάφορα media (σινεμά, χορό, διαφήμιση κ.λπ.) και μουσική επιμέλεια για τηλεόραση μέχρι μιξάζ, sound design, ραδιοφωνικές εκπομπές, DJing, μαθήματα, αυτοσχεδιασμό και πλήκτρα σε μπάντες.
Ως συνθέτρια και σχεδιάστρια ήχου έχει παρουσιάσει τη δουλειά της στην Εθνική Ελληνική Τηλεόραση, στο Διεθνές Φεστιβάλ Νέας Υόρκης και στα Athens Video Dance Project, London Graduate Fashion Week, Resonance FM, City University London και Goldsmiths University of London, μεταξύ άλλων. Η βάση της είναι η Αθήνα.
Ο καλλιτεχνικός χώρος είναι παραδοσιακά ανδροκρατούμενος, αλλά θα έλεγα ότι σε πολλούς κλάδους αυτό πια έχει ξεπεραστεί κάπως ως συνθήκη, κυρίως λόγω της τεχνολογίας και των τρόπων διάδοσης του καλλιτεχνικού έργου σήμερα, με κύριο παράδειγμα την ηλεκτρονική μουσική, στην οποία και κινούμαι περισσότερο.
Το «Heaps», που κυκλοφόρησε λίγο πριν από το τέλος του προηγούμενου χρόνου από τη Just Gazing Records, είναι η πρώτη της δισκογραφική δουλειά ως Saber Rider, ένα ψευδώνυμο που της έχει μείνει από το γυμνάσιο και δεν έχει να κάνει απαραίτητα με το πρότζεκτ ή τον ήχος της. Είναι από το διάσημο διαστημικό παιδικό γουέστερν της δεκαετίας του ’80.
Το άλμπουμ αποτελείται από έντεκα ηλεκτρονικές πειραματικές συνθέσεις. Σύμφωνα με την ίδια, θυμίζει περισσότερο ένα mixtape, μια και περιλαμβάνει κομμάτια που γράφτηκαν με μεγάλη χρονική απόκλιση μεταξύ τους και αυτό που τα συνδέει περισσότερο είναι ο εξοπλισμός και ο τρόπος γραφής τους. Μερικά από αυτά τα ανέβαζε στο Βandcamp πριν τα βάλει σε μια κανονική κυκλοφορία.
Η φουλ 16λεπτη εκδοχή του «Heaps», του ομώνυμου κομματιού του δίσκου (που μπορείς να ακούσεις στο Βandcamp), ήταν παραγγελία του μουσείου τέχνης West Den Haag. Στο άλμπουμ υπάρχει μια 8λεπτη βερσιόν. Είναι ένας αυτοσχεδιασμός όπου κάπου στο βάθος ακούγεται ένας φίλος της, ο Jonas Neldner, να διαβάζει το «Neverending Story» του Michael Ende στα γερμανικά.
Ο Νelder έχει επίσης σκηνοθετήσει το βίντεό της για το κομμάτι «Vivian». Το συγκεκριμένο κομμάτι, του οποίου ο τίτλος είναι μια αναφορά στον Βρετανό μουσικό παραγωγό Bibio, ακούστηκε πέρσι σε μια παραγωγή του BBC.
Η 8λεπτη βερσιόν του «Heaps»
Άλλοτε παιχνιδιάρικες και άλλοτε κινηματογραφικές, οι συνθέσεις του «Heaps», αν και βασίζονται στον πειραματισμό με διάφορα αναλογικά όργανα και ενίοτε στον αυτοσχεδιασμό, δεν ακούγονται ποτέ ακαδημαϊκές ή «δύσκολες».
Το συναίσθημα, η ατμόσφαιρα, μια παιδική αθωότητα –χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υστερεί σε ωριμότητα– χαρακτηρίζουν απόλυτα τα περιπετειώδη κομμάτια της, όπως το «Oshiro», που κλείνει τον δίσκο και ο τίτλος του είναι ενός από τους χαρακτήρες «του υπέροχου παιχνιδιού Celeste, που μάλλον με βασάνιζε εκείνο το διάστημα, όντας πανδύσκολο», αναφέρει.
Το καταπληκτικό «Momo» το έχει γράψει για τον «εύσωμο –όχι παχύ– γάτο της». Ένα κομμάτι που προέκυψε από ένα τζαμάρισμα με τον Foken –που το 2020 κυκλοφόρησε ένα από τα καλύτερα indie rock ελληνικά άλμπουμ της χρονιάς, το «Delfon»– και το σαμπλάρισμα της κιθάρας του μαζί με άλλα στοιχεία. Όταν το άκουσε, αποφάσισε ότι είναι το OST του Μόμο όταν εξερευνά τον κήπο.
Τo πιο προσωπικό «Transmission», το οποίο παίζει πάνω από «πετσοκομμένα» samples ενός άλλου τζαμαρίσματος που είχε κάνει παρέα με τον Fred Afraid, γράφτηκε ένα ξημέρωμα που αισθανόταν στενοχωρημένη επειδή ένας πολύ αγαπημένος της άνθρωπος βίωνε μια δύσκολη κατάσταση. Το «Merry Go» γράφτηκε για την ταινία μικρού μήκους «Pathologies of everyday life» του φίλου της Αλέξανδρου Παπαθανασόπουλου– μάλλον άκουγε πολύ τον Αμερικανό πολυοργανίστα Jefre Cantu Ledesma εκείνο το διάστημα.
«Μοmo»
Το «Tails», που ανοίγει τον δίσκο, και ο τρόπος που χτίζεται σταδιακά μέσα στον χώρο και στον χρόνο ξεπερνάει κατά πολύ ανάλογες προσπάθειες από σύγχρονούς της μουσικούς στο εξωτερικό. Και η αλήθεια είναι ότι τελευταία η ambient έχει ανέβει πολύ έξω, με αναρίθμητες κυκλοφορίες να ξεπροβάλλουν καθημερινά στο Βandcamp. Δεν συναντάς συχνά, όμως, vaporwave κομμάτια όπως το «4ΑM», που με τον χαλαρωτικό και μαγικό '80s ρομαντισμό του στα περίπου 3 λεπτά που διαρκεί σου φέρνει στο μυαλό διάσημες φιλμικές στιγμές από το παρελθόν.
Είναι δύσκολο να μαντέψεις ακριβώς τις επιρροές της, που είναι αρκετά πράγματα ασύνδετα μεταξύ τους, από τους Animal Collective και τον Burial μέχρι την Kate Bush και τους Iron Maiden. Θεωρεί, όμως, κύρια επιρροή της το gaming. Ξενυχτούσε παίζοντας βιντεοπαιχνίδια όπως τα «Zelda: Ocarina of Time», όλα τα «Mario», «Kingdom Hearts», «Dark Chronicle», «FF» και άλλα ελαφρολαϊκά RPG, όπως μου λέει. «Υπάρχουν πραγματικά συνθετικά διαμάντια εκεί μέσα εκεί. Λόγω εποχής υπήρχαν περιορισμένες δυνατότητες να ακούσεις αυτήν τη μουσική, αλλά αυτό με έκανε να δρω μουσικά με παρόμοιο τρόπο».
Της ζητάω να μου σχολιάσει τι σημαίνει να είσαι γυναίκα παραγωγός στην Ελλάδα.
«Ο καλλιτεχνικός χώρος είναι παραδοσιακά ανδροκρατούμενος, αλλά θα έλεγα ότι σε πολλούς κλάδους αυτό έχει πια κάπως ξεπεραστεί ως συνθήκη, κυρίως λόγω της τεχνολογίας και των τρόπων διάδοσης του καλλιτεχνικού έργου σήμερα, με κύριο παράδειγμα την ηλεκτρονική μουσική, στην οποία και κινούμαι περισσότερο.
Προσωπικά, δεν έχω βιώσει αξιοσημείωτο σεξισμό ως παραγωγός, αλλά σίγουρα τον έχω βιώσει ως περφόρμερ και bandmember της ελληνικής σκηνής συγκεκριμένα. Τα πράγματα είναι χειρότερα στον χώρο της ηχοληψίας και των τεχνικών (φωτιστές, μηχανικοί, location sound κ.λπ.). Δυστυχώς, εκεί υπάρχει μεγάλο πρόβλημα, ειδικά στην Ελλάδα, που αποτελείται από επαγγελματίες παλαιότερης κοπής και ιδιοσυγκρασίας.
Βέβαια, αν το εννοείς αμιγώς οικονομικά, η εποχή είναι απίστευτα δύσκολη για τους μουσικούς γενικότερα, αφού πρακτικά δεν μπορούν να παίξουν live εξαιτίας της καταστροφικής διαχείρισης της κυβέρνησης όσον αφορά τις τέχνες τα τελευταία δύο χρόνια. Ταυτόχρονα, είναι περιορισμένοι τόσο οι αξιόλογοι αισθητικά και ηχητικά χώροι όσο και η χρηματοδότηση για την πραγματοποίηση ολοκληρωμένων οπτικοακουστικών πρότζεκτ.
Είναι χαρακτηριστικό το ότι τα γνωστά 2-3 μεγάλα ιδρύματα της χώρας ουσιαστικά κατευθύνουν τις εγχώριες τέχνες ως σχεδόν αποκλειστικοί στεγαστικοί και οικονομικοί φορείς των μεσαίων και μεγάλων καλλιτεχνικών παραγωγών.
Κάτι άλλο που μου έχει συμβεί αρκετές φορές πρόσφατα είναι ένα μαγαζί να μου αρνηθεί το ημερήσιο ένσημο και την ασφάλισή μου (ακόμα και μεγάλοι χώροι που δεν θα έπρεπε να τσιγκουνεύονται ούτε για πλάκα), πράγμα εξευτελιστικό. Είναι ένα φαινόμενο το οποίο έχει γιγαντωθεί με πρόσχημα την πανδημία. Οι πενιχρές αμοιβές των δασκάλων μουσικής (και γενικότερα των δασκάλων) είναι ένα εξίσου τεράστιο θέμα, υπάρχουν άνθρωποι που διδάσκουν και με 5 ευρώ την ώρα, σαν ανειδίκευτοι. Με βάση τα παραπάνω, θεωρώ ότι έχω υπάρξει απίστευτα τυχερή τα τέσσερα τελευταία χρόνια, καθώς ζω αποκλειστικά από τη μουσική και τον ήχο, γνωρίζοντας ότι κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά σπάνιο».