Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ ΤΗΣ Χώρας Προέλευσης και του Θαύματος της Θάλασσας των Σαργασσών και ο ηθοποιός, σεναριογράφος, σκηνογράφος και σκηνοθέτης πολλών παραστάσεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό (για πρώτη φορά πίσω από την κάμερα) προσεγγίζουν μια τραγική, εγκληματική και επονείδιστη σελίδα της Ιστορίας χωρίς διδακτικές φιλοδοξίες ή κλισέ μελοδραματισμούς, πέρα από τα στενά όρια της κλασικής ταινίας τεκμηρίωσης, ακόμη και πέρα από την ολισθηρή φόρμουλα του δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ.
Θεσσαλονικείς και οι ίδιοι, ο Σύλλας Τζουμέρκας και ο Χρήστος Πασσαλής κινούνται από το ισχυρό και συχνά πηγαίο αίσθημα επανόρθωσης μιας μνήμης τραυματικής στο παρελθόν και τραυματισμένης από το παρόν: οι δυο πόλεις του τίτλου, η σημερινή Θεσσαλονίκη και το σταυροδρόμι των πολιτισμών του περασμένου αιώνα, όπου συνέβη μια σειρά δραματικών γεγονότων πριν από τον πόλεμο που κορυφώθηκε βίαια στην Κατοχή – το απομεινάρι της συνέχισε να αγνοεί ή να αποσιωπά, ένοχα και συνωμοτικά, την ύπαρξη ενός πάλαι ποτέ ζωτικού πληθυσμού.
Υπάρχουν πολλά τυφλά σημεία, σημαντικά κενά για καταστάσεις που δεν διδαχτήκαμε, δεν μας είπαν, απαξιώθηκαν και θάφτηκαν σαν αμαρτία που κανείς δεν ήθελε να συζητήσει. Το concept της ρευστής αφήγησης της ταινίας είναι η αόρατη έλξη που μας μεταφέρει σε μια αποσπασματική διαδρομή.
Με τις άγνωστες πληροφορίες που παραθέτει και τη σκληρή συγκίνηση που προκαλεί η Πόλη και η Πόλη, και οι δημιουργοί της, με το καλλιτεχνικό και προσωπικό τους έρεισμα, καταφέρνουν να αποτιμήσουν τις πολλαπλές ευθύνες της συντριβής της εβραϊκής κοινότητας αντί να εστιάσουν στην απλοποιημένη αιτία της συστηματικής εξόντωσής τους από τους ναζί, και να τη μετατρέψουν σε εμπειρία.
Το αγόρι που βλέπουμε στο ξεκίνημα θα μπορούσε να είναι ο Χρήστος ή ο Σύλλας σε μια φανταστική πρώτη τους ανάμνηση το 1983, ανήσυχο και εξαντλημένο από τον απόηχο μιας τραγικής δύναμης από τα παλιά. Περιπλανιέται στο δάσος, με πρασινισμένες εικόνες που παραπέμπουν στο Μπέργκχοφ από το Μολόχ του Σοκούροφ.
Με τη συνέχεια της σεκάνς κλείνει η ταινία σε διασκεδαστικά καλλιστεία θερινής ευμάρειας σε διπλανό κάμπινγκ, όταν τα ωραία '80s εξισώνονταν με την απόλυτη λήθη. Στο ίδιο έδαφος μαρτύρησαν άμαχοι από το 1931, στην κυρίως αφήγηση που αρχίζει και πάλι με δύο ανήλικα αγόρια και αναπτύσσεται με παράλληλες ιστορίες και διαφορετικές υφολογικές εκφράσεις, υλοποιημένες με τεχνική δεξιοτεχνία από τον διευθυντή φωτογραφίας Σίμο Σαρκετζή.
Η ταινία Η Πόλη και η Πόλη συνδυάζει αρχεία, έρευνες και μαρτυρίες χωρίς να κυνηγά την αλήθεια. Η δραματοποίηση μέσα από έξι κεφάλαια και ένα μεγάλο επιτελείο ηθοποιών, με την Αγγελική Παπούλια, τη Θέμιδα Μπαζάκα, τον Αργύρη Ξάφη, τη Νίκη Παπανδρέου, τη Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, τη Μαρία Φιλίνη και τον Λαέρτη Μαλκότση ανάμεσά τους, λειτουργεί σαν ψηφιδωτό χαρακτήρων που ενώνονται έντονα και αξεδιάλυτα, ταξιδεύουν στον χρόνο και μοιάζουν με κομμένα νήματα ενός συνόλου που οι δημιουργοί ανασυνθέτουν.
Είναι ανθρώπινα αποτυπώματα, υπαρκτά, αλλά ξεχασμένα, και η ταινία διασχίζει την πορεία από τον αποχωρισμό τους από την οικογένεια, την πόλη και την Ιστορία μέχρι το ξανασμίξιμό τους, την υπενθύμιση των στιγμών που έζησαν στον αέρα της σημερινής Θεσσαλονίκης.
Με τις άγνωστες πληροφορίες που παραθέτει και τη σκληρή συγκίνηση που προκαλεί η Πόλη και η Πόλη, και οι δημιουργοί της, με το καλλιτεχνικό και προσωπικό τους έρεισμα, καταφέρνουν να αποτιμήσουν τις πολλαπλές ευθύνες της συντριβής της εβραϊκής κοινότητας αντί να εστιάσουν στην απλοποιημένη αιτία της συστηματικής εξόντωσής τους από τους ναζί, και να τη μετατρέψουν σε εμπειρία, σαν μια ψυχή που επιτέλους βρίσκει γαλήνη, και μάλιστα εκφρασμένη πολυμορφικά: δοκιμιακά, ελεγειακά, φορτισμένα, ελλειπτικά, ποτέ πολεμικά.
Σε πολλά σημεία ο εναγκαλισμός των προσώπων με τον χρόνο φαντάζει αινιγματικός, ως και σκοτεινός. Το ίδιο αινιγματική δεν παραμένει ωστόσο η φύση της παράλογης θηριωδίας ή και του σκοτεινά αποσιωπημένου, παρατεταμένου αντισημιτισμού, ειδικά σε πόλεις με κοσμοπολίτικο παρελθόν;
«Η Πόλη και η Πόλη», σε σκηνοθεσία και σενάριο των Χρήστου Πασσαλή και Σύλλα Τζουμέρκα, παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και της Homemade Films και curation του Ορέστη Ανδρεαδάκη, προβλήθηκε στο διαγωνιστικό τμήμα Encounters της Berlinale του 2022.