Ένας από τους πιο σημαντικούς καλλιτέχνες της εποχής μας, ο Ντέιβιντ Χόκνεϊ, παρουσιάζει αυτή την άνοιξη και το καλοκαίρι, από τις 15 Μαρτίου, νέα έργα του στο Μουσείο Fitzwilliam και την γκαλερί Heong στο Downing College, στην έκθεση «Hockney’s Eye: The Art and Technology of Depiction» που εξερευνά τους τρόπους με τους οποίους ο διάσημος Βρετανός καλλιτέχνης βλέπει και απεικονίζει την τέχνη.
Ο γεννημένος το 1937 Βρετανός εικαστικός ήταν από αυτούς που τον καιρό της πανδημίας δεν σιώπησαν, τόσο με τα αισιόδοξα έργα που έφτιαχνε από το σπίτι του στη Νορμανδία όσο και με τα μηνύματα που έστελνε μέσα από το λογαριασμό του στο Ίνσταγκραμ, προσφέροντας ελπίδα σε έναν λαβωμένο κόσμο.
Η έκθεση αυτή διερευνά την εμμονή του Χόκνεϊ με το πώς βλέπουμε τον κόσμο και πώς ο κόσμος του χρόνου και του χώρου μας μπορεί να αποτυπωθεί στην επιφάνεια μιας επίπεδης οθόνης. Ο Χόκνεϊ δεν σταμάτησε ποτέ να πειραματίζεται με τη χρήση καμερών, ψηφιακού σχεδίου, iPad και ακολουθεί μια παράδοση στη χρήση της κάμερας από τη lucida του Ένγκρ έως την camera obscura του Καναλέτο και τη γέννηση του αναγεννησιακού νατουραλισμού τον 15ο αιώνα.
Μια επίσκεψη σε έκθεση του ζωγράφου και σχεδιαστή Ζαν Ογκίστ Ντομινίκ Ένγκρ στην Εθνική Πινακοθήκη το 1999 πυροδότησε το ενδιαφέρον του Χόκνεϊ για τη χρήση οπτικών εργαλείων από καλλιτέχνες πριν από την έλευση της φωτογραφίας το 1839.
Η έκθεση αυτή διερευνά την εμμονή του Χόκνεϊ με το πώς βλέπουμε τον κόσμο και πώς ο κόσμος του χρόνου και του χώρου μας μπορεί να αποτυπωθεί στην επιφάνεια μιας επίπεδης οθόνης. Ο Χόκνεϊ δεν σταμάτησε ποτέ να πειραματίζεται με τη χρήση καμερών, ψηφιακού σχεδίου, iPad και ακολουθεί μια παράδοση στη χρήση της κάμερας από τη lucida του Ένγκρ έως την camera obscura του Καναλέτο και τη γέννηση του αναγεννησιακού νατουραλισμού τον 15ο αιώνα.
Στην έκθεση του Μουσείου Fitzwilliam, τα σχέδια, οι πίνακες και τα ψηφιακά έργα τέχνης του Χοκνεϊ παρουσιάζονται σε μια σειρά προκλητικών συναντήσεων με έργα καλλιτεχνών όπως οι Βαν Γκογκ, Μονέ, Κόνσταμπλ και Γουόρχολ.
Η έκθεση στο The Heong Gallery απεικονίζει τα πρωτοποριακά σύγχρονα πειράματα του Χόκνεϊ από τη δεκαετία του 1960 έως τις μέρες μας, με το εμβληματικό «Grand Canyon I» (2017) ανάμεσα στα πολλά δημοφιλή και τολμηρά έργα που εκτίθενται.
Χαρτογραφεί τις πρωτοποριακές προσεγγίσεις του Χόκνεϊ για την αποτύπωση του χώρου, ξεκινώντας με ένα σχέδιο που έγινε ενώ ήταν στο Βασιλικό Κολλέγιο Τέχνης το 1959 αλλά και τα κολάζ φωτογραφιών από τη δεκαετία του '80 και ένα πρώιμο ψηφιακό σχέδιο. Κορυφώνεται με ένα ψηφιακό έργο, μια τοιχογραφία, στην οποία παρουσιάζει τα πρόσφατα πειράματα του καλλιτέχνη με την ψηφιακή φωτογραφία.
Ο Χόκνεϊ γεννήθηκε το 1937 στο βιομηχανικό Μπράντφορντ και μεγάλωσε στην αστική ρύπανση της μεταπολεμικής Βρετανίας, κάτι που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη ζωηρόχρωμη τέχνη του. Η έκθεση «διερευνά τις απόψεις του Χόκνεϊ για το πώς δημιουργήθηκε η τέχνη του παρελθόντος, τι έμαθε από αυτήν και πώς τη μεταμόρφωσε».
«Προέκυψε από τους Μονέ, Ματίς και Πικάσο. Το Μπράντφορντ ήταν μια πολύ, πολύ σκοτεινή πόλη τότε. Τα κτίρια ήταν κυριολεκτικά μαύρα από το κάρβουνο. Και αυτό ακριβώς ζωγράφιζα: δεν μπορούσες να δεις πολύ χρώμα. Όμως, θυμάμαι να πηγαίνω σε μια έκθεση του Βαν Γκογκ στο Μάντσεστερ το 1954. Νόμιζα πως ο Βαν Γκογκ ήταν ένας αρκετά πλούσιος καλλιτέχνης γιατί μπορούσε να χρησιμοποιεί δυο σωληνάρια μπλε για να ζωγραφίζει τον ουρανό. Πάντα θυμάμαι εκείνη την έκθεση. Ήταν κάτι το εξαίσιο για μένα», είχε δηλώσει όταν έκανε την έκθεση «The Arrival of Spring», το 2021, στη Royal Academy του Λονδίνου.
Στην έκθεση παρουσιάζεται και η τελευταία αυτοπροσωπογραφία του Ντέιβιντ Χόκνεϊ, ζωγραφισμένη στη Νορμανδία τον περασμένο Νοέμβριο. Σε αυτή ποζάρει γελαστός, με ροδαλά μάγουλα, κρατώντας το αιώνιο τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλα του δεξιού του χεριού, το πινέλο στο αριστερό χέρι, μπροστά σε έναν αόρατο ή λευκό καμβά, φορώντας ένα καρό κοστούμι και την αγαπημένη του τραγιάσκα. Εκτός από την αυτοπροσωπογραφία, η έκθεση παρουσιάζει μια σειρά από άλλα έργα που δεν είχαν εκτεθεί ποτέ στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Είναι γνωστό ότι επικρίνει τόσο τη φωτογραφία όσο και τη γραμμική προοπτική της «Αναγέννησης» για τις γραμμές της που υποχωρούν σε ένα μόνο σημείο, λέγοντας ότι δεν είναι αληθινές και δεν συγχρονίζονται με την πραγματική μας εμπειρία από το οπτικό περιβάλλον.
«Ο κόσμος είναι μεγάλος», γράφει. «Το μάτι είναι συνδεδεμένο με το μυαλό… βλέπουμε με τη μνήμη… Μια φωτογραφία τα βλέπει όλα ταυτόχρονα –με ένα κλικ του φακού από μία μόνο οπτική γωνία– αλλά εμείς δεν το κάνουμε». Η έκθεση αυτή γίνεται σε έναν χώρο όπου οι τέχνες και οι επιστήμες συναντώνται επί ίσοις όροις, όπως λένε οι επιμελητές του Fitzwilliam.