Γεννήθηκα στη Ρωσία, στην Τασκένδη, που σήμερα ανήκει στο Ουζμπεκιστάν. Οι γονείς μου, μαζί με περίπου 20.000 νέους, βρέθηκαν εκεί ως πολιτικοί πρόσφυγες, ήταν στον Δημοκρατικό Στρατό, από παιδιά στο βουνό, και έφυγαν μετά την ήττα των αριστερών. Όλα αυτά σήμερα φαίνονται και μακρινά και κοντινά, είναι ένα παράξενο συναίσθημα, γιατί οι ιστορίες επαναλαμβάνονται. Εκεί μεγαλώσαμε και εγώ και ο αδερφός μου με το όνειρο της επιστροφής στην Ελλάδα.
• Ο πατέρας μας, που καταγόταν από το Μικρό Χωριό της Ρούμελης, δεν σταματούσε να μιλά για την Ελλάδα και η μητέρα μας επέμενε να μάθουμε ελληνικά, να διαβάζουμε και να μιλάμε στο σπίτι ελληνικά. Όλο το σκηνικό ήταν «μην ξεχνάτε ότι η πατρίδα μας είναι αλλού και θα επιστρέψουμε μια μέρα». Ποτέ δεν τέθηκε ζήτημα να μείνουμε για πάντα εκεί.
• Οι γονείς μου ήταν πολύ φίλοι με τον Μίκη και κάθε φορά που ερχόταν στη Ρωσία επίσκεψη, ερχόταν και στο σπίτι μας. Το Μίκη τον ήξερα από παιδάκι. Το θυμάμαι να μπαίνει στο σπίτι μας, αλλά με άκουσε να τραγουδάω όταν ήμουν δεκαεφτά χρονών. Η μητέρα μου ήταν ηθοποιός και τραγουδούσε, και είχε φτιάξει ένα συγκρότημα, τη Ρωμιοσύνη, με το οποίο τραγουδούσαν μόνο ελληνικά σε συναυλιακούς χώρους και αίθουσες πολύ ωραίες, θεατρικές. Δίπλα σε αυτό το συγκρότημα μεγάλωνα κι εγώ και στα δεκατέσσερα βγήκα κι εγώ στη σκηνή. Εκεί δεν υπήρχαν μουσικές σκηνές, δεν συνηθιζόταν να τραγουδάς και να τρώει κόσμος. Αυτό το συνάντησα εδώ και μου έκανε μεγάλη εντύπωση όταν το είδα πρώτη φορά.
Σίγουρα δεν ήταν ο χώρος μου οι πίστες, αλλά σκληραγωγήθηκα εκεί, γιατί αναγκάστηκα να βάλω δύναμη και ενέργεια, δεδομένου ότι το μάτι και το αυτί του κόσμου «φεύγουν», ασχολούνται με άλλα πράγματα, κι εγώ έβαζα πάντα στοίχημα «θα σας κάνω να με κοιτάζετε».
• Ο Μίκης με άκουσε στο σπίτι μου το πατρικό, σε μια οικογενειακή σύναξη, και μου είπε «δεν τραγουδάει μόνο η μαμά σε αυτό το σπίτι, τραγουδάει και η κόρη». Είχα μάθει ένα τραγούδι του Μίκη, έπιασα το ακορντεόν στα χέρια μου και είπα «Το τρένο φεύγει στις οκτώ». Αυτό ήταν το διαβατήριο, μια άτυπη οντισιόν, γιατί μόλις τελείωσα μου είπε «έχω έναν κύκλο τραγουδιών, έψαχνα για μια γυναικεία φωνή εδώ και καιρό και σήμερα τη βρήκα. Θα πεις τις μπαλάντες σε ποίηση Μανόλη Αναγνωστάκη». Εγώ δεν πίστεψα τίποτα, γιατί ήμασταν εκεί, δεν είχαμε ούτε χαρτιά να επιστρέψουμε, απαγορευόταν να γυρίσουμε τότε. Λύθηκαν αυτά πολύ γρήγορα, πρώτα επέστρεψαν οι γονείς μου και μετά ήρθαμε εγώ με τον αδελφό μου. Συναντηθήκαμε στο Βραχάτι με τον Μίκη ‒ήταν η πρώτη συνάντηση‒ και κάναμε και πρόβα το 1975.
• Η μουσική του Θεοδωράκη, που η δική μου γενιά την άκουσε στην Ελλάδα κυρίως στη Μεταπολίτευση, για εμάς ήταν το μουσικό περιβάλλον στο οποίο μεγαλώσαμε. Στο σπίτι ακούγαμε κυρίως Θεοδωράκη και λίγο Χατζιδάκι και Ξαρχάκο. Μάλιστα μας έστελνε παρτιτούρες με τραγούδια του που μάθαινε το συγκρότημα της μητέρας μου, το οποίο είχε Ρώσους μουσικούς που έπαιζαν τα ελληνικά τραγούδια και γύριζαν όλη τη Σοβιετική Ένωση με αυτά ‒ ήταν δικτατορία στην Ελλάδα τότε και υπήρχε το πνεύμα του αντιδικτατορικού αγώνα.
• Θυμάμαι πως όταν φτάσαμε στην Αθήνα, η εικόνα της δεν ήταν πολύ ωραία. Ανεβήκαμε από την παλιά Συγγρού, που ήταν χάλια, σαν χωματόδρομος, έκαναν απεργία οι οδοκαθαριστές και ήταν βουνά τα σκουπίδια. Ακουγόταν και ένα τραγούδι τότε, το «Όχι θα κάτσω να σκάσω», που δεν το καταλάβαινα. Δεν είχα ξανακούσει τέτοια τραγούδια. Στην Αθήνα μείναμε στου Γκύζη, σε ένα μικρό διαμέρισμα, πολύ γρήγορα όμως αρχίσαμε να βγαίνουμε εκτός Αθηνών και εκεί λάτρεψα την Ελλάδα. Πηγαίναμε στο χωριό της μητέρας μου, στον Αλμυρό Βόλου, και στου πατέρα μου. Τότε είπα ότι είχαν δίκιο οι γονείς μου, είναι μια πολύ όμορφη χώρα.
• Ηχογραφήσαμε τον δίσκο και επιστρέψαμε στη Μόσχα με τη μητέρα μου, γιατί έπρεπε ο αδελφός μου να τελειώσει το γυμνάσιο και ήταν λίγο άγριο να αλλάξει σχολείο τελευταία χρονιά και να πάει σε ένα στην Αθήνα. Εγώ πήγα στο Πανεπιστήμιο, στο Λομονόσοφ, να σπουδάσω ισπανική φιλολογία. Μου άρεσαν τα ισπανικά, η ισπανόφωνη λογοτεχνία, ήμουν τρελαμένη τότε με τον Λόρκα, τα ποιήματα, την μουσική, όλο το πακέτο. Έτσι τον δίσκο μού τον έστειλαν και τον άκουσα εκεί. Δεν τελείωσα τις σπουδές μου, επιστρέψαμε ξανά στην Ελλάδα. Ήμουν δεκαοκτώ χρονών και φύγαμε με τον Μίκη για μια παγκόσμια περιοδεία που διήρκεσε δύο χρόνια.
• Σε εκείνη την ηλικία δεν σκέφτεσαι τίποτα, είσαι ο άρχοντας του κόσμου. Είσαι ανέμελη, έχεις νιάτα, όλο το μέλλον μπροστά σου. Αντιλαμβανόμουν ότι κάτι μεγάλο συμβαίνει, αλλά το ξέχναγα, ήμουν παιδάκι νομίζω. Το κατάλαβα αυτό αργότερα, όταν επιστρέψαμε από την περιοδεία αυτή, γιατί η προσαρμογή ήταν δύσκολη. Αυτά τα χρόνια με δυνάμωσαν. Νομίζω ότι δεν ήμουν πολύ γνωστή, πάντα το πίστευα αυτό, όχι επειδή δεν ήμουν εμπορική τραγουδίστρια αλλά επειδή ό,τι έκανα ήταν επιλογή μου. Ήταν δύσκολη περίοδος γιατί είχα αποκοπεί από τους φίλους μου, το περιβάλλον μου , την ηλικία μου, αναγκάστηκα να μεγαλώσω γρήγορα και σε διαφορετικό περιβάλλον και αυτό ήταν ακόμα πιο ζόρικο. Τελικά, η ενασχόλησή μου με το τραγούδι, οι δίσκοι, οι περιοδείες, ήταν η ψυχική μου σωτηρία, μου έδωσαν δύναμη και σιγουριά, μπόρεσα να σταθώ στα πόδια μου, να αποκτήσω φίλους, να βελτιώσω τα ελληνικά μου, γιατί ντρεπόμουν που δεν τα μιλούσα καλά, γι’ αυτό δεν ανοιγόμουν. Μάλιστα, στην αρχή κυκλοφορούσε η φήμη για μένα ότι ήμουν σνομπ επειδή δεν μιλούσα, κάτι που συνέβαινε επειδή ντρεπόμουν.
• Στη δραματική σχολή του Εθνικού, μάλιστα, γι’ αυτόν τον λόγο πήγα, μετά από προτροπή της Ελένης Ζαφειρίου και του Νότη Περγιάλη βέβαια. Ήμασταν μαζί στο Αθήναιον, το θερινό θέατρο, και παίζαμε στο Τραγούδι του νεκρού αδερφού. Καθόμασταν μέσα στη ζέστη και λέει ο Περγιάλης στη Ζαφειρίου «δεν την ετοιμάζεις για το Εθνικό;». Σε μένα είπε «είσαι πολύ καλή, έχεις μια θεατρικότητα, είναι κρίμα να μη σπουδάσεις». Με το ζόρι με τράβηξαν και έκανα τα χαρτιά μου.
• Υπάρχει μια ιστορία σχετικά με αυτό, δεν την έχω πει πουθενά. Όταν έδωσα στο Εθνικό, ήμουν στη Λύρα, τη δισκογραφική. Διευθυντής ήταν ο Αλέκος Πατσιφάς, που με αγαπούσε και με στήριζε πολύ. Επίσης, αγαπούσε πολύ το θέατρο, και μάλιστα έγραφε και θεατρικά. Το έμαθε ότι έδωσα εξετάσεις ‒ δεν είχα πει τίποτα γιατί είχα συμβόλαιο, εμφανίσεις και δεν ήξερα πώς θα του φαινόταν. Με φώναξε κάποια μέρα και σκέφτηκα θα έτρωγα κατσάδα. Γυρίζει, όμως, και μου λέει «τα ’μαθα, έδωσες εξετάσεις ε; Πέρασες πρώτη, πήρες υποτροφία». Εγώ έμεινα άφωνη, δεν το ήξερα καν, κάτι ψέλλισα, «πώς θα ζήσω;». Και μου είπε «μην ανησυχείς, θα σου δώσω προκαταβολή και πήγαινε να σπουδάσεις, δεν θέλω ούτε δίσκους ούτε τίποτα». Έτσι πήγα στο Εθνικό, πάλι για το τραγούδι, δεν υπολόγιζα ότι θα παίξω στο θέατρο, για να μάθω τη γλώσσα, λεξιλόγιο μέσα από τα κείμενα, για να βεβαιωθώ ότι πατάω σωστά και ορθοφωνικά και για να απελευθερωθώ κινησιολογικά, να μην είμαι μπροστά σε ένα μικρόφωνο ακίνητη.
• Το Πάμε σαν άλλοτε και ο Εξαίρετος κύριος Γιαννίδης ήταν μια ιδέα του Γιώργου Παπαστεφάνου. Όταν μου το είπε αντέδρασα, έλεγα ότι είμαι νέα και δεν έχω σχέση με αυτά τα τραγούδια, δεν μπορούσα να τα πω, δεν τα ήξερα, δεν τα ακούγαμε εκεί που μεγάλωσα. Είχε δίκιο όμως, κάτι είδε και σωστά έγινε αυτό το πάντρεμα. Τον Γιώργο τον θεωρώ δάσκαλό μου, όπως και τους καθηγητές που συνάντησα στο Εθνικό, τη Χατζηαργύρη, τον Βόκοβιτς, τον Τζόγια, την Αρώνη, που με βοήθησαν πάρα πολύ.
Πάμε σαν άλλοτε
• Ο Χατζιδάκις ήταν μεγάλος δάσκαλος και άλλο ένα κεφάλαιο της ζωής μου. Ο Μίκης με σύστησε σε αυτόν, με κάλεσε στον Ζόναρς για να μου δώσει μια κασέτα με καινούργια τραγούδια. Μπήκα και σε ένα τραπεζάκι ήταν με τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Νίκο Γκάτσο. Καθόμουν και κοίταζα σαν χαζή. Ήταν τρία πρόσωπα μυθικά μπροστά μου, μαζί, ταυτόχρονα, να μιλάνε, να λένε πράγματα αστεία και κάποια πολύ σοβαρά ζητήματα. Θυμάμαι, καθόμουν αμίλητη και κοίταζα αυτά τα θηρία γύρω μου. Μετά με ζήτησε ο Χατζιδάκις, δεν είχα καταλάβει καν αν με συμπαθεί. Ήταν αυστηρός, αλλά δουλέψαμε καταπληκτικά στην ηχογράφηση που ήταν live στο στούντιο, το «Μεθυσμένο Κορίτσι». Τώρα τελευταία ανακάλυψα μια ηχογράφηση του Χατζιδάκι στο Τρίτο Πρόγραμμα που μιλάει για εμένα με ωραία λόγια, δεν το ήξερα, δεν είχα ιδέα.
• Έκανα κάποιους ποπ δίσκους που με ευχαριστούσαν πολύ, γιατί μέσω αυτών βρισκόμουν με κάποιους ανθρώπους όπως ο Λάκης Παπαδόπουλος και η Μαριανίνα Κριεζή που ήμασταν κοντινοί σε ηλικία και αυτό το ζητούσα, το ήθελα. Για κάποιο διάστημα εκείνη την εποχή αντιστάθηκα. Ας πούμε, κάναμε πολύ μεγάλες περιοδείες το καλοκαίρι και τον χειμώνα την έβγαζα με κάτι εμφανίσεις σε διάφορα μέρη με ένα πιάνο, στην επαρχία και στη Θεσσαλονίκη. Κάποια στιγμή άρχισα να μην αντέχω οικονομικά και πήγα με τη Μαρινέλλα στη Νεράιδα, που είχε στήσει ένα πολύ ωραίο πρόγραμμα, το οποίο δεν ήταν μπουζούκια, ήταν πίστα, είχε μια φαντασμαγορία. Αυτό ήταν σχολείο για μένα, έμαθα πώς μπορείς να τραβήξεις το βλέμμα, την προσοχή του κόσμου. Έμαθα πολλά από τη Μαρινέλλα, είναι απίστευτη επαγγελματίας και δεν είναι τίποτα τυχαίο.
• Σίγουρα δεν ήταν ο χώρος μου οι πίστες, αλλά σκληραγωγήθηκα εκεί, γιατί αναγκάστηκα να βάλω δύναμη και ενέργεια, δεδομένου ότι το μάτι και το αυτί του κόσμου «φεύγουν», ασχολούνται με άλλα πράγματα, κι εγώ έβαζα πάντα στοίχημα «θα σας κάνω να με κοιτάζετε». Από κει έμαθα να το μεταφέρω αυτό σε κάθε σκηνή και σε χώρους όπου δεν υπάρχει αυτή η ατμόσφαιρα. Μπορεί να μη μου άρεσε, είναι λίγο άγρια η νύχτα, αλλά εκπαιδεύτηκα. Όπως έκανα και θέατρο για λίγες σεζόν και μετά έφυγα.
• Επέλεξα συνειδητά να φύγω και από τη χώρα και από το τραγούδι σε μια ηλικία που η πορεία μου ήταν ανοδική. Το θέμα ήταν ότι άρχισα να νιώθω ότι δεν εκφράζομαι, ότι δεν είμαι σωστή, ότι τις περισσότερες φορές βγαίνω στη σκηνή και είμαι ένα ρομπότ. Δημιουργικά μαράζωνα και συρρικνωνόμουν, ένιωθα ότι πρόδιδα και το κοινό και αυτό που αγαπούσα και αγαπώ, το τραγούδι.
Από που τηλεφωνάς
• Αγάπησα έναν άνθρωπο από την Κύπρο ‒φέτος κλείνουμε τριάντα χρόνια μαζί‒ και έδεσε όλο το πράγμα, έτσι αποφάσισα να τον ακολουθήσω. Στην Κύπρο τραγουδώ ασταμάτητα όλα αυτά τα χρόνια, οι Κύπριοι ξέρουν την πορεία μου καλύτερα από τους Έλληνες και πιστεύω ότι εκεί εξελίχθηκα πολύ, χωρίς να περιαυτολογώ. Όταν έρχομαι στην Ελλάδα ξαφνιάζονται, αν και το κοινό μου δείχνει μεγάλη αγάπη.
• Στην Κύπρο έκανα παύση, απέκτησα καινούργιους φίλους, διάβαζα, άκουγα άλλη μουσική σε ένα περιβάλλον πολύ πιο μαζεμένο και ήρεμο. Γνώρισα ανθρώπους που δεν είχαν καμία σχέση με την τέχνη, παρέες ωραίες που τραγουδούσαν, ανθρώπους εγγράμματους που δεν είχαν σχέση με την κοσμική ζωή, τη δημοσιότητα. Και μέσα από αυτές τις παρέες, που είναι καλλίφωνοι ‒γιατί η Λεμεσός είναι η πόλη της καντάδας, μετά τα Επτάνησα εκεί ακούς την καντάδα φουλ, καταπληκτικές τετραφωνίες‒, άρχισα κι εγώ να τραγουδάω μαζί τους. Αυτό ήταν το φάρμακό μου, έτσι γιατρεύτηκα, έτσι άρχισα να έχω όρεξη για το τραγούδι, καθάρισαν η ψυχή και το μυαλό μου και το θέλω μου. Από κει και πέρα άρχισα να κάνω αυτό που ήθελα, να είμαι ερασιτέχνης με όλη τη σημασία της λέξης, να κάνω μόνη μου τις παραγωγές και να στήνω το πράγμα όπως το ήθελα και όπως το πίστευα από την αρχή μέχρι το τέλος. Αυτά άρχισα να παρουσιάζω στην Κύπρο και τα εξελίσσω μέχρι και σήμερα.
• Δεν έχω κάνει μεγάλη δισκογραφία τα τελευταία χρόνια, αλλά στην Κύπρο κάνω πολλά προγράμματα και με Έλληνες μουσικούς και ξένους. Στην πορεία άρχισα να κάνω δικά μου πράγματα, προσθέτοντας και την πρόζα, όπως το Ιστορίες και τραγούδια, έναν μονόλογο μουσικοθεατρικό όπου τα λόγια και η μουσική είναι μοιρασμένα. Δεν ήμουν ο χαρακτήρας που ήθελε να περνούν όλα από το χέρι του, αλλά νομίζω ότι αναγκάστηκα να το κάνω γιατί τελικά δεν ένιωθα πλήρης με αυτά που μου πρότειναν. Ένιωθα ότι δεν περνούσε ο λόγος μου και ευτυχώς το αποτέλεσμα με δικαίωσε.
• Δεν είχα σκεφτεί ποτέ να διδάξω αν και μου λένε ότι θα ήμουν καλή δασκάλα. Υπάρχουν καταπληκτικά μουσικά σχολεία στην Κύπρο, έτσι το καλοκαίρι θα κάνω μια δουλειά στην οποία θα συμπράξω με εκατό και παραπάνω παιδιά από το γυμνάσιο και το λύκειο της Πάφου. Αυτό που νιώθω τώρα είναι ότι θέλω να μεταδώσω στις νέες γενιές ό,τι έμαθα και ό,τι έζησα, να τους πω τις ιστορίες. Θα τραγουδήσουμε Θεοδωράκη και μετά, με την ορχήστρα και τη χορωδία, θα κάνουμε και περιοδεία σε όλη την Κύπρο. Η καινούργια γενιά, που είναι πολύ καλοί μουσικοί, έχει καταπληκτικές φωνές που προέρχονται από τα μουσικά σχολεία της Κύπρου και της Ελλάδας, που είναι σπουδαία.
• Νομίζω ότι αν θέλεις να ασχοληθείς σοβαρά με τη μουσική, μπαίνεις σε έναν δρόμο που δεν σταματάς να ψάχνεις και να ερευνάς. Εγώ δεν είχα τραγουδήσει ποτέ Λοΐζο, αλλά αποφάσισα να γνωρίσω αυτόν τον καταπληκτικό συνθέτη και όταν ασχολήθηκα σοβαρά με τα τραγούδια του, με τον ίδιο, τα πιστεύω και τον ήχο του, που ήταν πολύ μπροστά, με τους στίχους που διάλεγε και έγραφε και ίδιος, άνοιξε ένας ολόκληρος κόσμος. Κάναμε μια εξαιρετική παράσταση με τον Νεοκλή Νεοφυτίδη, στην οποία έπαιξαν εκπληκτικοί μουσικοί, όλοι από μουσικά σχολεία. Οπότε, τώρα, στις αποσκευές μου έχω έναν ακόμα μεγάλο συνθέτη και αυτό το πρόγραμμα με τον Απόστολο Ρίζο που μου έδωσε μεγάλη ενέργεια, γιατί είχα να κάνω με πολύ νεότερα άτομα, που μου έδωσαν ενέργεια. Με αυτήν τη δουλειά άλλαξα γνώμη και για τις διασκευές των τραγουδιών, που δεν τις προτιμούσα παλιότερα. Κατάλαβα όμως ότι αν η διασκευή γίνει σωστά, με αγάπη, ωραίο τρόπο, ταπεινότητα, όταν όλες οι νότες είναι εκεί ‒αν όχι, γράψε δικό σου τραγούδι‒, αξίζει τον κόπο και ανανεώνει και το είδος.
• Ξέρετε, κατηγορούν πολλές φορές τη νεολαία ότι τα παραλλάζει τα τραγούδια ‒ αυτός είναι ένας τρόπος, ο τρόπος των νέων. Ο Μίκης μου έμαθε κάτι που δεν ξεχνώ ποτέ, ότι τα τραγούδια, για να ζουν, πρέπει να τραγουδιούνται. Εμείς, η δική μας η γενιά, σιγά σιγά θα φύγουμε και πρέπει τα τραγούδια να πάνε στα χέρια των επόμενων κάπως αλλιώς, έτσι μπορεί οι νεότεροι να επιστρέψουν σε αυτά, να τα ακούσουν ξανά. Θα συνεχίσουν να ζουν όμως. Αν δεν το κάνουμε, το τραγούδι θα γίνει ένα μουσειακό είδος και θα χαθεί, όπως χάθηκαν, ξεχάστηκαν μέσα στα χρόνια πολλά τραγούδια, πολλά από αυτά σπουδαία. Εκτιμώ πολύ τους ανθρώπους που αγωνίζονται για τη μουσική, να μην προδώσουν τα πιστεύω τους, με κίνδυνο πολλές φορές να βρεθούν έξω από τη δουλειά.
• Στην Ελλάδα μου αρέσει να επιστρέφω τα καλοκαίρια, ο τόπος μου είναι η Κύπρος. Μου αρέσει να επιστρέφω για να τραγουδήσω, όπως τώρα, με τον Μανώλη Μητσιά, που θα βρεθούμε μετά από τριάντα χρόνια στον Παρνασσό με ένα πρόγραμμα που είναι συναρπαστικό, αν σκεφτεί κανένας τα τραγούδια που ερμηνεύσαμε, τις μυθικές αυτές συνεργασίες με τον Μίκη και πόσο κινητοποιούν ακόμα και σήμερα τη συλλογική μνήμη.
• Σήμερα, αν με ρωτήσετε, λέω είμαι εκτός δουλειάς και εννοώ τη δέσμευση να εμφανίζεσαι διαρκώς ή να κάνεις δισκογραφία τακτικά. Είμαι σε μια ηλικία που έχω την ωριμότητα να κάνω αυτά που πιστεύω και έργα στα οποία σκύβω με προσήλωση, με αγάπη, χωρίς να νιώθω ότι ξοδεύομαι, κάνοντας τις επιλογές που έχω ονειρευτεί. Μου αρέσει να ακούω καινούργιους συνθέτες, καινούργιες φωνές, αλλά νιώθω χορτάτος άνθρωπος, δεν μου λείπει το να είμαι στα πράγματα όπως το αντιλαμβανόμαστε σήμερα. Αλλά θα ήθελα να σημειώσω, στον βαθμό που μπορώ να παρακολουθώ τα πράγματα, ότι τα τελευταία χρόνια έχει μεγάλο ενδιαφέρον η γυναικεία μουσική σκηνή. Η αίσθησή μου είναι ότι τα κορίτσια, με τις φωνές και τη συνθετική δουλειά τους, έχουν βγει μπροστά με δύναμη, έχουν πολλές ιδέες και τσαγανό και χαίρομαι για το φύλο μου. Είναι μια σημαντική στιγμή, νομίζω, δεν είναι τυχαίο και το ΜeΤoo, ήταν η ώρα του ‒ που μακάρι να γινόταν νωρίτερα και να μην είχαν συμβεί όλα αυτά τα φοβερά. Στο εξής οι γυναίκες θα έχουν τη δύναμη να εκφράζονται άφοβα πια.
Μεθυσμένο κορίτσι
Μανώλης Μητσιάς – Μαργαρίτα Ζορμπαλά
«Αν θυμηθείς το όνειρό μου» - Τέσσερα ρεσιτάλ αφιερωμένα στο έργο του Μίκη Θεοδωράκη
Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός
8-9 Απριλίου, 20:30
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.