Ένα πολύ μεγάλο, ένα τεράστιο σε όγκο, έκταση και σημασία κεφάλαιο της παγκόσμιας μουσικής, από το 1960 και μετά, κλείνει οριστικά με τον θάνατο του Βαγγέλη Παπαθανασίου. Είναι το κεφάλαιο που άνοιξε ο ίδιος, που το γέμισε με τις μουσικές του και που παρέμενε ανοιχτό έως και μερικές ώρες πριν. Τώρα σιωπή...
Μπορεί, όμως, να υπάρξει μακρά «σιωπή», όταν συζητάμε για μουσικούς τέτοιας παγκόσμιας απήχησης και αναγνώρισης; Αδύνατον.
Οι μουσικές του Βαγγέλη Παπαθανασίου ξεχύνονται από παντού. Οι ποπ και οι ροκ δίσκοι του, τα ανεπανάληπτα σκορ του για δεκάδες ταινίες, τα ορχηστρικά έργα του, οι συνεργασίες του με κορυφαία ονόματα των Τεχνών γενικότερα (και όχι μόνο της μουσικής ή του κινηματογράφου), που μετατρέπονταν και αυτές σε ήχους. Άπειρες, διαφορετικές περιπτώσεις και καταστάσεις.
Ας επιχειρήσουμε λοιπόν να βάλουμε μια τάξη σ’ αυτή την τεράστια δημιουργική πορεία...
Ο Βαγγέλης Παπαθανασίου είχε όραμα για την μουσική από τότε που ξεκίνησε νεαρό παιδί, κάτω από τα 20, να παίζει με τους Forminx. Ήταν φανερό αυτό. Το όραμά του το προχώρησε με πίστη και με δουλειά πολλή, δίχως παραχωρήσεις, μέχρι το τέλος.
Το ξεκίνημα
Γεννημένος το 1943 στην Αγριά της Μαγνησίας, ο πολύ μικρός Βαγγέλης Παπαθανασίου, μουσικό ταλέντο εκ φύσεως, εντυπωσιάζει σε μία από τις πρώτες παραστάσεις του, μαθητής του δημοτικού ακόμη, τον λογοτέχνη Στρατή Μυριβήλη, ο οποίος είναι ο πρώτος που μένει άναυδος από τις ικανότητές του.
Βρισκόμαστε στα πρώτα χρόνια του ’60, ο νεαρότατος ακόμη Βαγγέλης, που δεν έχει σταματήσει να ασχολείται με την μουσική και να συνθέτει βρίσκεται σ’ ένα από τα πολύ πρώτα γκρουπ της εποχής, τους Forminx, οι οποίοι στην πολύ πρώιμη σύνθεσή τους αποτελούνταν από τους Βαγγέλη Παπαθανασίου πιάνο, Σωτήρη Αρνή βιμπράφωνο, Βασίλη Μπακόπουλο κιθάρα, Ευγνώμονα Διαλετή κρουστά και Κώστα Σκόκο ντραμς (ενώ στην πορεία θα περνούσαν από το γκρουπ και οι Τίτος Καλλίρης κιθάρες, Θέμος Πέτρου τραγούδι και Τάσος Παπασταμάτης τραγούδι).
Μαζί με τους Forminx ο Βαγγέλης θα συμμετάσχει στα σάουντρακ των ταινιών «Ο Θόδωρος και το Δίκανο» (1962) (σκ. Ντίνος Δημόπουλος) και «Ο Αδελφός μου... ο Τροχονόμος» (1963) (σκ. Φίλιππος Φυλακτός), πριν ξεκινήσει η ποπ-ροκ εποχή των Forminx, ανάμεσα στα χρόνια 1964-1966, που θα τους αναδείξει ως το κορυφαίο ελληνικό γκρουπ.
Είναι η εποχή της τεράστιας επιτυχίας του “Jeronimo yanka” και των άλλων σπουδαίων τραγουδιών τους (“Say you love me”, “Jenka beat”, “Our last September”, “And maybe more”, την διασκευή στο «Αστέρι του βοριά» του Μάνου Χατζιδάκι ως “A hard night’s day” κ.λπ.), μέσα από τα οποία φέγγει και το συγκρότημα, μα και ο Βαγγέλης Παπαθανασίου ως συνθέτης αρκετών απ’ αυτών και οργανίστας τους.
Παράλληλα, όμως, ο Βαγγέλης Παπαθανασίου αυτονομείται κιόλας, παίζοντας τζαζ με την ορχήστρα του Γιώργου Θεοδοσιάδη, συνεργαζόμενος με την Ζωή Κουρούκλη, την Αλέκα Κανελλίδου, τον Ricardo Credi, την Βίλμα Λαδοπούλου κ.ά. και γράφοντας μουσικές για τις ταινίες «5.000 Ψέμματα» (1966) (σκ. Γιώργος Κωνσταντίνου), «Φρενίτις» (1966) (σκ. Τζαν Κρίστιαν) και «Επιχείρησις Απόλλων» (1968) (σκ. Γιώργος Σκαλενάκης), μαζί με τον Γιάννη Μαρκόπουλο (που ηγείται του σάουντρακ).
Το ταλέντο του Βαγγέλη φαίνεται, φυσικά, και στο άλμπουμ του Γιώργου Ρωμανού “In Concert & In the Studio” [Zodiac, 1968], με τις καταπληκτικές ψυχεδελικές ενορχηστρώσεις στην δεύτερη (στούντιο) πλευρά.
The Forminx - A Hard Night's Day (Τ' Αστέρι Του Βοριά)
Στο εξωτερικό με τους Aphrodite’s Child
Το 1968 είναι μία καθοριστική χρονιά για την πορεία του Βαγγέλη Παπαθανασίου, γιατί τότε μαζί με τους φίλους-συνεργάτες του, τον Ντέμη Ρούσσο και τον Λουκά Σιδερά, θα βρεθεί στο Παρίσι, εκεί όπου, οι τρεις τους, ως Aphrodite’s Child, θα ξεκινήσουν μια εντυπωσιακή πορεία.
Όπως είχε πει σε συνέντευξή του ο ίδιος ο Βαγγέλης Παπαθανασίου στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «Ο Κόσμος του Τραγουδιού» (21 Φεβρουαρίου 1969):
«Στο ξεκίνημά μας γνωρίσαμε δύο, αν μπορούμε να τις χαρακτηρίσουμε έτσι, ατυχίες. Συγκεκριμένα, ενώ κατευθυνόμαστε μέσω Παρισίων για το Λονδίνο, προκειμένου να ηχογραφήσουμε το ‘Ραίην εντ τήαρς’, η απεργία (δεν λειτουργούσε κανένα μεταφορικό μέσον) μας εξηνάγκασε να παραμείνουμε στη Γαλλία… Επειδή όμως η απεργία συνεχιζόταν και σχεδόν μας είχαν τελειώσει όλα τα χρήματά μας, αποφασίσαμε να ηχογραφήσουμε τον δίσκο μας στα εκεί στούντιο της φωνογραφικής εταιρίας ‘Μέρκιουρυ’. Ήταν η δεύτερη ατυχία μας, γιατί δεν έμεινα απολύτως ικανοποιημένος από την ηχογράφηση. Στις ημέρες που ακολούθησαν και ενώ το Παρίσι ομοίαζε με πόλη της Αποκαλύψεως, ο δίσκος μας, πράγμα παράξενο, πωλούσε τις πρώτες ημέρες 200 χιλιάδες αντίτυπα και κατελάμβανε την τέταρτη θέσι στο TOP της χώρας αυτής».
Το τεράστιο τραγούδι “Rain and tears” ηχογραφείται, τυπώνεται σε δισκάκι και κυκλοφορεί, με μεγάλη επιτυχία από την αρχή, στο Παρίσι, μέσα στον Μάη του ’68 – και είναι, βεβαίως, ένα από τα τραγούδια που αποτέλεσαν το «σάουντρακ» της φοιτητικής εξέγερσης.
Οι Aphrodite’s Child υπήρξαν αναμφισβήτητα μία από τις κορυφαίες μπάντες του ευρωπαϊκού rock.
Για δυόμισι χρόνια (από τα μέσα του ’68, έως περίπου τα τέλη του ’70) ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, ο Ντέμης Ρούσσος και ο Λουκάς Σιδεράς πρωταγωνιστούσαν με τα τραγούδια τους σε όλη την Ευρώπη, γνωρίζοντας τεράστια εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία – γιατί δεν ήταν μόνον το “Rain and tears”, ήταν και όλα εκείνα που ακολούθησαν.
Τραγούδια σαν τα “End of the world”, “You always stand in my way”, “Valley of sadness”, “I want to live”, “Let me love, let me live”, “Marie Jolie”, “It’s five o clock”, “Spring, Summer, Winter and Fall”, “Such a funny night” και άλμπουμ σαν τα “End of the World / Rain & Tears” [FR. Mercury, 1968], “It’s Five o’ Clock” [FR. Mercury, 1969] και “666” [UK. Vertigo, 1972] έγραψαν τεράστια ιστορία.
Ειδικά για το τελευταίο να πεις τι; Όλοι πλέον ξέρουν πως πρόκειται για ένα μεγαλειώδες concept άλμπουμ, για «το soundtrack μιας τεράστιας θεατρικής παράστασης-συναυλίας, που ποτέ δεν ανέβηκε, για το οποίο γράφτηκε ένα ολάκερο (ανέκδοτο) βιβλίο και βεβαίως οι στίχοι», όπως σημείωνε ο ίδιος ο στιχουργός του “666”, o σκηνοθέτης Κώστας Φέρρης, στον ιστότοπο starlingdb.org.
Τα λόγια λοιπόν, που άλλοτε έχουν χαλαρή και άλλοτε πιο στενή σχέση με την Αποκάλυψη του Ευαγγελιστή Ιωάννη, τα παιξίματα των μουσικών και οι παρουσίες φίλων και συνεργατών (Βαγγέλης Παπαθανασίου πλήκτρα, φλάουτο, κρουστά, βιμπράφωνο, φωνητικά, Ντέμης Ρούσσος μπάσο, τραγούδι, Λουκάς Σιδεράς ντραμς, τραγούδι, Αργύρης Κουλούρης κιθάρες, κρουστά, Χάρης Χαλκίτης μπάσο, τενόρο σαξόφωνο, conga, φωνητικά, Michel Ripoche τρομπόνι, τενόρο σαξόφωνο, John Frost αφήγηση, Γιάννης Τσαρούχης αφήγηση, Ειρήνη Παπά φωνή –“I was, I am, I am to come”– στο περιβόητο «άπειρο», επαφές με Salvador Dali κ.λπ.) και βεβαίως οι συνθέσεις (άπασες του Παπαθανασίου) με κορυφαίες τις “Aegian Sea” και “The four horsemen”, και ακόμη με μία τέταρτη space/prog πλευρά (“All the seats were occupied”) από τις πιο δυνατές «τέταρτες», που χαράχτηκαν ποτέ σε βινύλιο, όλα αυτά συνηγορούν προς την μία και μοναδική αλήθεια. Το “666” ήταν, είναι και θα παραμείνει ένα από τα σημαντικότερα progressive rock άλμπουμ, που άκουσε ποτέ ο κόσμος.
Aphrodite's Child - Aegian Sea
Όμως από το 1970 οι σχέσεις ανάμεσα στα μέλη των Aphrodite’s Child ήταν τεταμένες. Και ουσιαστικά και τυπικά από το τέλος εκείνης της χρονιάς το συγκρότημα έχει παύσει να υφίσταται, κάτι που δίνει την δυνατότητα και στον Βαγγέλη Παπαθανασίου, και στους υπολοίπους, να ασχοληθούν με τα προσωπικά τους σχέδια.
Κατά βάση τότε ξεκινά η προσωπική πορεία του Βαγγέλη, που ως Vangelis Papathanassiou υπογράφει το σάουντρακ της ταινίας του Henry Chapier “Sex-Power” (1970), μια πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά, μέσα από την οποία αχνοφέγγουν πολλά στοιχεία από εκείνα που θα μας παρουσίαζε ο ίδιος στη συνέχεια.
Το 1971 ξεκινά η συνεργασία του με τον γάλλο σκηνοθέτη Frédéric Rossif, για την τηλεοπτική σειρά έξι επεισοδίων “L'Apocalypse Des Animaux”, με την μουσική να δισκογραφείται δύο χρόνια αργότερα (1973), ενώ την ίδια χρονιά γράφει δύο καταπληκτικά space-electronic-progressive tracks, για ένα 45άρι των Alpha Beta, ενός περιστασιακού σχήματος, στο οποίο συμμετείχαν επίσης ο Αργύρης Κουλούρης και η Βίλμα Λαδοπούλου. Τα κομμάτια είχαν τίτλους “Astral abuse / Who killed?” και είχαν τυπωθεί για την BYG Records των Fernand Boruso, Jean-Luc Young και Jean Georgakarakos.
Λογικά, το δισκάκι αυτό αποτελεί ένα «απόνερο» των ηχογραφήσεων του “666”, που ολοκληρωνόταν την ίδιαν εποχή στο Studio Europa-Sonor στο Παρίσι (τέλος 1970-αρχές ’71).
Άρα, μπορούμε να υποθέσουμε πως το εν λόγω single είναι γραμμένο στο ίδιο παρισινό στούντιο και σε παραγωγή του πολύ σημαντικού Giorgio Gomelsky, που είχε βρεθεί ήδη πίσω από τους Rolling Stones, τους Yardbirds, τους Soft Machine, τους Brian Auger & The Trinity κ.ά. και ο οποίος θα έκανε την παραγωγή στα κάπως πειραματικά, jazz / rock άλμπουμ του Vangelis “Hypothesis” (ηχογραφημένο στο Λονδίνο τον Μάιο του 1971) και “The Dragon” (επίσης γραμμένο στο Λονδίνο τον Ιούνιο του ’71), ευλογώντας και το “666”.
Vangelis | L'apocalypse Des Animaux
Η συνέχεια της πορείας στην δεκαετία του ’70
Το 1972 ο Βαγγέλης Παπαθανασίου κυκλοφορεί ένα άλμπουμ ορόσημο για το σάουντρακ του Γαλλικού Μάη, το “Fais que ton reve sois plus long que la nuit” (Kάνε το όνειρο να κρατήσει πιο πολύ από τη νύχτα).
Οι ηχογραφήσεις με τις φωνές και τα τραγούδια των φοιτητών στα οδοφράγματα, οι ήχοι από τους πυροβολισμούς και τις εκρήξεις, οι κουβέντες και τα συνθήματα που ακούγονται στο “Fais que ton reve…” καταγράφηκαν από τον Luc Perini (μουσικός επιμελητής, συνθέτης γαλλικών OST) και χρησιμοποιήθηκαν ως βασικό ηχητικό συστατικό του άλμπουμ, το οποίο πρωτοκυκλοφόρησε από τη γαλλική Reprise, το 1972.
Την ίδια χρονιά καταγράφεται και μια δεύτερη συνεργασία του Παπαθανασίου στο σινεμά, ξανά για μια ταινία του Henry Chapier, την “Salute, Jerusalem” (1972), ετοιμάζοντας ένα σάουντρακ, που διακρίνεται για τις ωραίες μελωδίες του, διαθέτοντας ακουστικά, ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά μέρη.
Το 1973 καταγράφονται συνεργασίες του Vangelis με την Μελίνα Μερκούρη (στη δισκογραφία), την Μαργαρίτα Λυμπεράκη στο χοροθέατρο (Αβινιόν), ενώ κυριαρχεί η κυκλοφορία του LP “Earth” [Vertigo], ενός ακόμη ακρογωνιαίου progressive / fusion / ethnic άλμπουμ, από τα ωραιότερα του Παπαθανασίου.
Κι άλλες συνεργασίες το 1974, με τον Ιταλό Claudio Baglioni για τον δίσκο του “e tu…” [RCA], τον Δημήτρη Ταμπόση, τον Richard Anthony κ.ά., ενώ συνθέτονται μουσικές ξανά για ντοκιμαντέρ του Frédéric Rossif, όπως και για την πιο νέα ταινία του Henry Chapier “Amore – μια ερωτική περιπέτεια γυρισμένη στην Βενετία (εκεί όπου γυριζόταν την ίδια χρονιά και το περίφημο «Μετά τα Μεσάνυχτα» του Nicolas Roeg), με την Sonia Petrovna και τον Julian Negulesco, που όμως δεν «περπάτησε» εμπορικά και γρήγορα ξεχάστηκε.
Το 1975 χαρακτηρίζεται από την κυκλοφορία του LP “Heaven and Hell” [RCA], που σηματοδοτεί την μεγάλη πορεία του Βαγγέλη Παπαθανασίου στην Βρετανία.
Σ’ αυτό το άλμπουμ έγινε για πρώτη φορά φανερή η διάθεση του Vangelis να οικοδομήσει αυτό τον τόσο ιδιαίτερο και τόσο αναγνωρίσιμο συμφωνικό ηλεκτρονικό ήχο του, ο οποίος στηριζόταν σχεδόν αποκλειστικά στα συνθεσάιζερ.
Στον δίσκο τραγουδούν η Βάνα Βερούτη και ο Jon Anderson (των Yes). Το άλμπουμ πήγε πολύ καλά εμπορικά, προωθήθηκε και στην Αμερική, ενώ κυκλοφόρησε και στην Ελλάδα, σε ετικέτα International Polydor Production.
Από τις συνεργασίες της χρονιάς ξεχωρίζει εκείνη με την νεαρή τραγουδίστρια Mariangela στο LP “Honalulu Baby” [Philips], που έγινε cult και ξανακυκλοφόρησε το 2020 από την καναδική Telephone Explosion Records, ενώ από τα σάουντρακ πρέπει οπωσδήποτε να αναφερθεί το “Entends-Tu Les Chiens Aboyer?” [Vampir], που αφορούσε στην ταινία με τον ίδιο τίτλο του François Reichenbach, η οποία στηριζόταν σ’ ένα διήγημα του σημαντικού μεξικανού συγγραφέα Juan Rulfo.
Το διήγημα έχει μεταφραστεί και στα ελληνικά από τον Φίλιππο Δ. Δρακονταειδή, ως «Δεν ακούς τους σκύλους που γαβγίζουν;», στο βιβλίο (του Rulfo) «Η Πεδιάδα στις Φλόγες» [Κέδρος, 1981]. Μάλιστα το σενάριο και τους διαλόγους στην ταινία είχε επιμεληθεί μία άλλη μορφή των μεξικανικών γραμμάτων, ο Carlos Fuentes. Η μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου, άλλοτε χαμηλών τόνων και άλλοτε φρενήρης, είναι απλώς συναρπαστική.
Πολύ δημιουργική χρονιά για τον Vangelis και το 1976. Ο Έλληνας συνθέτης βρίσκεται σε συνθετική έξαρση, κάτι που φαίνεται κατ’ αρχάς στο θρυλικό electronic άλμπουμ του “Albedo 0.39” [RCA Victor], που είχε αγαπηθεί πολύ και στην Ελλάδα, με θέματα όπως τα “Pulstar”, “Alpha” και “Nucleogenesis, part 1” / “part 2” να ακούγονται παντού – και βασικά στην τηλεόραση, σε δημοσιογραφικές, πολιτικές και πολιτιστικές εκπομπές ή ως «χαλιά» σε διάφορα events. Το “Albedo 0.39” είναι ίσως το πιο κλασικό ηλεκτρονικό άλμπουμ του Βαγγέλη Παπαθανασίου.
Pulstar
Το 1976 σημαδεύεται και από μερικές ακόμη πολύ ιδιαίτερες συνεργασίες, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζουν εκείνη με τους Socrates στο “Phos” [Vertigo], όπως κι εκείνη με την Ιταλίδα τραγουδίστρια Patty Pravo στο “Tanto”, LP στο οποίο ο Vangelis παίζει πλήκτρα και ενορχηστρώνει.
1977 από πλευράς δισκογραφίας σημαίνει “Spiral” [RCA], ένα ακόμη σημαντικό LP για τον Vangelis στα σέβεντις, με το ομώνυμο κομμάτι να είναι επηρεασμένο από το κλασικό κινέζικο κείμενο Tao Te Ching, ενώ από πλευράς συνεργασιών ξεχωρίζουν εκείνες με τον Ντέμη Ρούσσο στο “Magic” [Philips], ως παραγωγός κι ενορχηστρωτής και βεβαίως με τους σπουδαίους Ιταλούς του synth-rock Chrisma (στους οποίους ήταν ανακατεμένος ο αδελφός του Νίκος Παπαθανασίου). Το LP “Chinese Restaurant” [Philips] των Chrisma ήταν ηχογραφημένο (και) στα Nemo Studios του Vangelis, στο Λονδίνο.
Το “Beaubourg” [RCA Victor, 1978] είναι ένα ακόμη θρυλικό LP του Vangelis, που ουσιαστικά κλείνει την τριλογία, που άνοιξε με το “Albedo 0.39” και συνεχίστηκε με το “Spiral”. Το “Beaubourg” προκύπτει, βασικά, ως μια μουσική ερμηνεία της ιδιόμορφης αρχιτεκτονικής του Centre Pompidou στο Παρίσι.
Το 1979 είναι η χρονιά του “China” [Polydor], που καταγράφει την εποχή της ενασχόλησης του Vangelis με την κινέζικη φιλοσοφία και κουλτούρα. Οι τίτλοι “Chung kuo”, “The dragon”, “The Tao of love”, “Yin & Yang” και “Himalaya” είναι χαρακτηριστικοί, όπως και η μουσική αυτού του άλμπουμ, που κινείται προς το ambient.
Επίσης το 1979, που είναι πολύ παραγωγικό για τον Vangelis, είναι και η χρονιά των άλμπουμ “Opera Sauvage” [Polydor] (με μουσικές για μιαν ακόμη σειρά ντοκιμαντέρ του Frédéric Rossif) και «Ωδές» [Polydor], της συνεργασίας του δηλαδή με την Ειρήνη Παπά. Ο δίσκος αυτός, με τις ηλεκτρονικές διασκευές παραδοσιακών σκοπών (υπήρχαν και δύο πρωτότυπα του Vangelis ανάμεσα), ακούστηκε πολύ και αγαπήθηκε ιδιαιτέρως στην Ελλάδα.
Ο Vangelis στην δεκαετία του ’80
Η δεκαετία του ’80 είναι η δεκαετία εκείνη που εκτοξεύει τον Βαγγέλη Παπαθανασίου και την μουσική του σε κάθε γωνιά του κόσμου. Και οι αφορμές ήταν πολλές.
Πιο ειδικά το 1980 κυκλοφορεί το προσωπικό άλμπουμ του “See You Later” [Polydor], που είναι επίσης εξαιρετικό. Μάλιστα εκεί υπάρχει και το “Memories of green”, που δύο χρόνια αργότερα θα ακουγόταν στο σάουντρακ του “Blade Runner”.
1980 σημαίνει επίσης το ξεκίνημα της συνεργασίας του, σε φάση LP, με τον τραγουδιστή των Yes Jon Anderson. Το “Short Stories” [Polydor] ήταν το πρώτο κοινό άλμπουμ τους.
Επίσης την ίδια χρονιά ο Σταύρος Λογαρίδης τραγουδά μια σύνθεση του Βαγγέλη Παπαθανασίου στον δίσκο του «Σε Άλλη Γη» [Polydor].
Το 1981 δεν είναι μόνον η χρονιά του «οσκαρικού» Vangelis, για το “Chariots of Fire” του Hugh Hudson, με την μουσική των τίτλων να φθάνει έως το Νούμερο 1 US Billboard Hot 100 (μια απίστευτη επιτυχία!), είναι και το δεύτερο άλμπουμ του με τον Jon Anderson, το “The Friends of Mr Cairo” [Polydor], μα και η συνεργασία του με την Milva στο “Ich Hab' Keine Angst” [Metronome].
Το 1982 ο Βαγγέλης Παπαθανασίου συνθέτει το μουσικό σήμα των ειδήσεων της ΕΡΤ, αλλά 1982 σημαίνει «Αγνοούμενος» (η ταινία του Κώστα Γαβρά) και βασικά σημαίνει το σάουντρακ για την ταινία “Blade Runner” του Ridley Scott.
Ας πούμε λοιπόν από την αρχή πως δεν είναι δυνατόν να μιλήσει κανείς για τη μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου στο “Blade Runner” ξέχωρα από τις εικόνες του Ridley Scott.
Η κινηματογράφηση όχι μόνον του μελλοντικού άστεως –την Οζάκα της «Μαύρης Βροχής» να είχε, από τότε, κατά νου ο Scott, η κάποια άλλη ανατολικο-ασιατική μεγαλούπολη;–, όσο κυρίως η φιλμοποίηση των σχέσεων και των αισθημάτων ανθρώπων, ανθρωποειδών και μηχανών, σε συνδυασμό με το φιλοσοφικό, επιστημονικό και κοινωνικό πλέγμα που έθετε η ταινία (βασισμένη ως γνωστόν στη νουβέλα του Philip K. Dick “Do Androids Dream of Electric Sheep?”), δημιούργησαν ένα καινούριο «σύστημα αξιών» για τη λεγόμενη επιστημονική φαντασία, θέτοντας με μιας την γραμματική και το συντακτικό τής κυβερνοπάνκ κουλτούρας. Νά’ταν μόνον αυτό;
Το hip του “Blade Runner” παραμένει, βασικά, ανεξερεύνητο, αφού η ίδια η πραγματικότητα έρχεται να επιβεβαιώσει... αιώνες μετά όχι μόνο την αισθητική του (κυρίαρχη, φερ’ ειπείν, σε πληθώρα σύγχρονων games), όσο, κυρίως, την ανάδειξη εκείνων των ηθικών ενοτήτων που σχετίζονταν με την κλωνοποίηση, την εμβιομηχανική κ.λπ. Έτσι, μέσα σ’ αυτό το σύστημα η μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου είχε κληθεί όχι απλώς να συνδράμει, αλλά και να αναδείξει τα γεγονότα με τον δικό της τρόπο.
Έχοντας υπηρετήσει έναν cosmic φορμαλιστικό τύπο ήδη από την εποχή του “Earth”, του “Heaven and Hell” και του “Albedo 0.39”, ο Vangelis έρχεται, μέσω του “Blade Runner”, να προσαρμόσει τους δικούς του ηχητικούς προβληματισμούς, πάνω στην καθαρή μετα-βιολογική βάση των φιλμικών ηρώων.
Τα σύνθια του αποκτούν έτσι μίαν υποδόρια λειτουργικότητα, ικανή να υποστηρίξει, κατ’ αρχάς, την βασική κοινωνική-πνευματική αρχή του Philip K. Dick γύρω από την τεχνολογία της μουσικής έκστασης και ονειροπόλησης – εκεί όπου ο ήχος καθίσταται κυρίαρχο μέσο στην προσπάθεια διαφυγής από το οργανικό σαρκίο, προκειμένου να γίνει εφικτή η φαντασίωση τής εικονικής πραγματικότητας.
Έτσι, μέσα σ’ αυτό το σύμπλεγμα φιλοσοφικών μαιάνδρων και τεχνολογικών αναπροσαρμογών, ο Βαγγέλης Παπαθανασίου με το hi-tech οπλοστάσιό του, αποδεικνύεται, για το “Blade Runner”, ένας ιδανικός μεταπράτης.
Μόνο και μόνο για τους συγκλονιστικούς «τίτλους τέλους» και αφού εν τω μεταξύ έχει κυλήσει μέσα σου όλο το σελιλόιντ, θα μπορείς να κλάψεις από λαχτάρα, για ’κείνο που εγκαταλείπεις...
Blade Runner - Final scene, "Tears in Rain" Monologue
Έξοχο σάουντρακ είναι κι εκείνο για την ιαπωνική ταινία “Nankyoku Monogatari” (1983) (σκ. Koreyoshi Kurahara), που έγινε γνωστή στη Δύση ως “Antarctica” [Polydor], με την περιβαλλοντική electronica του Vangelis να υποβάλλει.
Από την ίδια χρονιά και το “Private Collection” [Polydor], με τον Jon Anderson, όπως και η πιο νέα συνεργασία του με την Ειρήνη Παπά, στο φεστιβάλ Επιδαύρου, το καλοκαίρι, στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη.
Πολύ σημαντικό LP και το επόμενο “Soil Festivities” [Polydor, 1984] δείχνει το ενδιαφέρον του Βαγγέλη Παπαθανασίου όχι μόνο για το διάστημα και την διαπλανητική φιλολογία, μα και για τα γήινα θέματα, που σχετίζονται, πρωτίστως, με την αρμονική συνύπαρξη όλων των μορφών ζωής. Εδώ, αφορμή είναι ο κύκλος ζωής φυσικού κόσμου και μικρόκοσμου, μέσα από ένα κλασικής δομής έργο, χωρισμένο σε πέντε movements. Συναρπαστικό!
Από τις υπόλοιπες δραστηριότητες του Vangelis εκείνης της χρονιάς (1984) αξίζει, εδώ, να αναφερθεί η μουσική του για την ταινία του Roger Donaldson “The Bounty” ή «Η Ανταρσία του Μπάουντυ», όπως προβλήθηκε και αγαπήθηκε στην Ελλάδα.
Το 1985 κυκλοφορεί ένα από τα πιο παράξενα, απροσδόκητα και πλέον «δύσκολα» άλμπουμ του Vangelis και αυτό ήταν το “Invisible Connections” [Deutsche Grammophon]. Ένα πειραματικό LP, που το αγαπούν όλοι όσοι ακούν τέτοιου τύπου μουσικές.
Μαζί, όμως, μ’ αυτό το abstract άλμπουμ κυκλοφορεί ένα ακόμη κάπως «δύσκολο» άλμπουμ του Vangelis εκείνη την χρονιά, που δείχνει πως ο έλληνας συνθέτης δεν επαναπαύεται στις δόξες του, ψάχνει συνεχώς καινούρια τοπία, και συνθέτει με βάση το προσωπικό όραμά του και όχι με βάση το τι περιμένουν οι παραγωγοί ή ο κόσμος από εκείνον. Το άλμπουμ αποκαλείται “Mask”, είναι ένα από τα πιο θρησκευτικά του Vangelis, με πολλά χορωδιακά μέρη και κλασική δομή.
Ξανά Βαγγέλης Παπαθανασίου και Ειρήνη Παπά στο στούντιο, αυτή την φορά για το «Ραψωδίες» [Polydor, 1986], με την Ελληνίδα ηθοποιό να ψέλνει «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ», «Ω! Γλυκύ μου Έαρ», «Τον Νυμφώνα σου βλέπω» κ.λπ. Κάτι σαν τις «Ωδές», αλλά με θρησκευτικό περιεχόμενο.
Μέχρι το τέλος της δεκαετίας ο B. Παπαθανασίου θα ηχογραφήσει βασικά ένα ακόμη LP, το “Direct” [Arista, 1988], θα γράψει σάουντρακ για τις ταινίες “Nosferatu a Venezia” (1988) των Augusto Caminito, Klaus Kinski και Maurizio Lucidi, όπως και για την ταινία “Francesco” (1989) της Liliana Cavani, με τον Mickey Rourke. Επίσης για το θεατρικό του Tom Stoppard “Rosenkrantz And Guildenstern Are Dead” (1989), στο γερμανικό ανέβασμά του.
Σε μια συνέντευξή του, που είχε δημοσιευθεί στο περιοδικό «Ήχος & Hi-Fi» [Ιανουάριος ’88] είχε πει ο Β. Παπαθανασίου τα εξής ενδιαφέροντα:
«Λόγω του ότι άρχισα τεσσάρων χρονών δεν είχα –και είναι ευχής έργο αυτό– καμία ιδέα τού τι σημαίνει εμπορικότητα, δίσκος. Αργότερα, το πρώτο συγκρότημα, οι Forminx, ήταν μία τελείως αυθόρμητη προσπάθεια όλων των μελών, περάσαμε μερικές πολύ ευχάριστες στιγμές και παρόλο που είχαμε μεγάλη επιτυχία αυτό που μας ενδιέφερε ήταν να μαζευτούμε να παίξουμε. Ποτέ δεν είχα καμία ιδιαίτερη αγάπη για την εμπορικότητα, αν και σχεδόν με κυνηγάει πάντα. Σίγουρα είναι περίεργο να λέω ότι δεν έχω σχέση, όταν όλη μου η καριέρα δείχνει το αντίθετο, αλλά εγώ προσωπικά πιστεύω ότι αρκεί αυτό που κάνεις να είναι υγιές και όχι να προσθέτουμε ρύπανση, γιατί η μουσική είναι το καλύτερο γιατρικό, αλλά και το χειρότερο δηλητήριο».
Η δεκαετία του ’90
Τα nineties έχουν κι αυτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον, φυσικά.
Κατ’ αρχάς το 1990 κυκλοφορεί ακόμη ένα πολύ καλό άλμπουμ του Vangelis, το “The City” [EastWest], με στοιχεία downtempo, όπως και η συνεργασία του με την Μαρία Φαραντούρη στο 2LP «17 Τραγούδια» [MINOS]. Η Μαρία Φαραντούρη σ’ εκείνο το άλμπουμ ερμήνευσε τρία ανέκδοτα τραγούδια του Βαγγέλη Παπαθανασίου (σε στίχους Μιχάλη Μπουρμπούλη).
Το 1991 κυκλοφορεί το τέταρτο και τελευταίο άλμπουμ των Jon and Vangelis, το “Page of Life” [Arista], ενώ συνθέτονται μουσικές για μερικά ντοκιμαντέρ του Jacques-Yves Cousteau.
Το 1992 είναι η χρονιά μερικών πολύ δυνατών σάουντρακ, όπως εκείνο για την ταινία του Roman Polanski “Bitter Moon” (Τα Μαύρα Φεγγάρια του Έρωτα) και κυρίως για το “1492: Conquest of Paradise” του Ridley Scott, με το κομμάτι με τον ίδιο τίτλο να προκαλεί δέος, μέσα την επική του διάσταση.
Vangelis Conquest Of Paradise Live in Athens Greece
Το 1994 κυκλοφορεί παγκόσμια, για πρώτη φορά σε δίσκο, η μουσική από το “Blade Runner” [EastWest], σε μία πρώτη επίσημη απόπειρα, ενώ την επόμενη χρονιά (1995) έχουμε την έκδοση του άλμπουμ “Voices” [EastWest], όπως και της κασετίνας «Φόρος Τιμής στον Γκρέκο», με τις συμμετοχές της Montserrat Caballé (σοπράνο) και του Κωνσταντίνου Παλιατσάρα (τενόρος).
Ο σκοπός της έκδοσης ήταν ειδικός, καθώς η Εθνική Πινακοθήκη ήθελε να συγκεντρώσει, μέσω αυτής, κεφάλαια για την αγορά του πίνακα του El Greco «Ο Άγιος Πέτρος». Γι’ αυτό και η ποσότητα των κασετινών ήταν περιορισμένη (3000 κομμάτια) και με τιμή ειδική.
Το 1996 κυκλοφορεί το ενδιαφέρον άλμπουμ “Oceanic”, με πολλά ambient μελωδικά ηχοχρώματα, όπως και η μουσική του Vangelis για την ταινία «Καβάφης» του Γιάννη Σμαραγδή.
Ο Γ. Σμαραγδής είναι από τους ελάχιστους Έλληνες σκηνοθέτες, που ξέρει να χρησιμοποιεί «παρενθέσεις» και «εισαγωγικά» στον κινηματογράφο – σαφής η επιρροή του από το σινεμά του Miklós Jancsó και ενδεχομένως των Ιαπώνων. Εδώ, χρησιμοποιεί διαφορετικά «βάθη» για τις φωνές για να υποδηλώσει τη σκέψη, το λόγο των νεκρών, τη φωνή του αφηγητή, χωρίς καμία στάθμη να συγχέεται με άλλη.
Το εύρημα του αμίλητου Καβάφη σε όλες τις ηλικιακές παρουσίες του είναι εξαιρετικό και εξηγείται άψογα στο τέλος τού φιλμ, όταν ο πιο κοντινός άνθρωπος του ποιητή ακούγεται να λέει... «ούτως ή άλλως ακόμα και όταν μιλούσε ο Καβάφης έλεγε εκείνα που ήθελε, όχι αυτά που προσπαθούσαν να του αποσπάσουν οι άλλοι».
Οι χρονικές επαναφορές, όλα τα μπρος-πίσω δηλαδή, είναι πάντα ευρηματικά και όλα δηλώνονται ιεροκρυφίως, με δουλειά πολλή σε επίπεδο νευμάτων, μορφασμών, γλώσσας σώματος κ.λπ.
Φυσικά, ένα από τα πιο μεγάλα ατού της ταινίας είναι η εκπληκτική μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου – αν και το σάουντρακ δεν έχει κυκλοφορήσει ποτέ επισήμως, παρά μόνο σαν «πειρατής», σε λίγα αντίτυπα, κάποτε, παλιά.
Το 1998 κυκλοφορεί εμπλουτισμένο και για πλατιά κατανάλωση το προ τριετίας «Φόρος Τιμής στον Γκρέκο», ως “El Greco” [EastWest], μία από τις πιο ωραίες συνθετικές προσφορές του Βαγγέλη Παπαθανασίου, όλην αυτή την δεκαετία.
Ο Vangelis στην νέα χιλιετία
Στα 2000s το στάτους του Vangelis ψηλώνει ακόμη περισσότερο στην Ελλάδα, για πολλούς και διαφόρους λόγους, αλλά βασικά μέσα από το έργο του “Mythodea”, που είχε παρουσιαστεί ζωντανά στο Ολυμπιείον (Στήλες του Ολυμπίου Διός) στις 28 Ιουνίου 2001, ενώ λίγους μήνες αργότερα η μουσική αυτή θα κυκλοφορούσε και σε CD, ως “Mythodea / Music for The NASA Mission: 2001 Mars Odyssey”, από την Sony Classical.
Στην «Μυθωδία» ο Βαγγέλης Παπαθανασίου παρουσίαζε, τότε, μια μετεξέλιξη της δικής του επικής electronica, εκείνη που είχε τις ρίζες της στην εποχή του “Earth” (1973) και του “Heaven and Hell” (1975) και η οποία άγγιζε το οριστικό της σχήμα, περνώντας μέσα από άλμπουμ όπως το “Mask” (1985) και το “1492: Conquest of Paradise” (1992).
Περαιτέρω εμπλουτίζει τα χορωδιακά φωνητικά του με «κραυγές», θυμάται το πιο avant παρελθόν του, μέσω του “Invisible Connections” (1985), δομεί το ταξίδι στο «βαθύ διάστημα» ακολουθώντας τα διδάγματα του “El Greco” (1998), ενώ ξέρει να παίρνει ακόμη και από τις πιο ακραίες κορυφώσεις κάτι που να μπορεί «να μείνει» (άκου το “Movement 9”, τον εντυπωσιακό διάλογο Kathleen Battle και Jessye Norman), κλείνοντας κυκλικά με τα τύπου-zeuhl φωνητικά.
Η «Μυθωδία» είναι ένα σύγχρονο μελετημένο έργο, που δεν αποκόπτεται ποτέ από το διαχρονικό όραμα του Vangelis – όραμα που στοχεύει στη δημιουργία ενός δοξαστικού πλαισίου ικανού να μεταφέρει, στο χώρο και τον χρόνο, τον ήχο της γήινης εποποιίας.
Mythodea - Movement 9
Το 2004 κυκλοφορεί η μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου για την ταινία του Oliver Stone “Alexander”, με τον Colin Farrell στον ομώνυμο ρόλο. Η ταινία υπήρξε αποτυχημένη εμπορικά, ενώ δημιούργησε και κυκεώνα συζητήσεων γύρω από το διαχρονικό θέμα της απεικόνισης της ιστορίας στην οθόνη.
Αν θα πρέπει αυτή (η απεικόνιση) να είναι πιστή ή αν ο σκηνοθέτης έχει το δικαίωμα να εκφράζεται όπως θέλει, από την στιγμή που επιτελεί μία ταινία με υπόθεση (δηλαδή φιλμάρει ένα κατασκευασμένο σενάριο) και όχι ένα ντοκιμαντέρ. Πολλές φορές τα πράγματα είναι απλά, αν και για κάποιους δεν θα είναι ποτέ...
Πάντως η μουσική του Vangelis επαινέθηκε, βγήκε πάνω από την ταινία, και ακολούθησε την δική της ξεχωριστή πορεία.
Το 2007 έχουμε έναν νέον “El Greco” από τον Βαγγέλη Παπαθανασίου, αυτή την φορά ως σάουντρακ της ταινίας με τον ίδιο τίτλο του Γιάννη Σμαραγδή, ενώ, και με αφορμή τα 25χρονα του “Blade Runner”, κυκλοφορεί ένα επίσημο τριπλό CD, από την Universal Music TV, με το σάουντρακ του ’94 και άλλο (πολύ) ανέκδοτο υλικό.
Βασικά έργα του Vangelis από την δεκαετία του 2010
Και στην δεκαετία του 2010 ο Vangelis συνεχίζει να συνθέτει πυρετωδώς για διάφορα projects ή πρόσωπα (μικρού μήκους ταινίες, ντοκιμαντέρ, διάφορες τελετές ανά τον κόσμο, βίντεο της NASA, Stephen Hawking κ.λπ.), πριν επανέλθει μ’ ένα καινούριο άλμπουμ, το 2016, που τιτλοφορήθηκε “Rosetta” [Decca] και που είναι αφιερωμένο στην αποστολή του διαστημικού ανιχνευτή Rosetta, που εκτοξεύτηκε το 2004 από το κοσμοδρόμιο της Kourou, στην Γαλλική Γουϊάνα. Γι’ άλλη μια φορά η μουσική του είναι απολαυστική.
Το 2019 κυκλοφορεί το πιο νέο άλμπουμ του Vangelis, που αποκαλείται “Nocturne (The Piano Album)” [Decca]. Σ’ αυτό o έλληνας συνθέτης αποδίδει κομμάτια από το παρελθόν παίζοντας ο ίδιος πιάνο. Απολαμβάνεις λοιπόν, σε μια νέα εκτέλεση, τα “Love theme: Blade Runner”, “La petite fille de la mer”, “Chariots of fire”, “To the unknown man” και άλλα διάφορα.
Προς το τέλος...
Η νέα δεκαετία θα βρει τον Βαγγέλη Παπαθανασίου να συνθέτει για διάφορα βίντεο της ΝΑSA, ενώ τον Σεπτέμβριο του 2021 θα κυκλοφορήσει και το τελευταίο άλμπουμ του, το “Juno to Jupiter” [Decca], με την συνεργασία της σοπράνο Angela Gheorghiu, ένα ακόμη εντυπωσιακό cosmic-electronic έργο, φιλοσοφικού περιεχομένου, που πλέον δεν μπορεί παρά να λειτουργεί και σαν παρακαταθήκη.
Ο Βαγγέλης Παπαθανασίου είχε όραμα για την μουσική από τότε που ξεκίνησε νεαρό παιδί, κάτω από τα 20, να παίζει με τους Forminx. Ήταν φανερό αυτό. Το όραμά του το προχώρησε με πίστη και με δουλειά πολλή, δίχως παραχωρήσεις, μέχρι το τέλος. Με λίγες συναυλίες, με λίγες συνεντεύξεις, αποτραβηγμένος από την κοινωνική ζωή, με μηδαμινή παρουσία μπροστά από τις κάμερες, εύρισκε χρόνο μόνο για να συνθέτει, αφήνοντας πάντα τις μουσικές του να μιλούν αντί για ’κείνον.
Συνεπής με τις ιδέες του, αναχώρησε για τους άλλους κόσμους, που εκείνος είχε προσεγγίσει με τους ήχους του, όπως κανένας άλλος πριν απ’ αυτόν, αφήνοντας μια σπουδαία εργογραφία, αλλά μαζί κι ένα τεράστιο καλλιτεχνικό κενό.
Αναντικατάστατος και γι’ αυτό ακριβώς αθάνατος.
Vangelis, Rosetta Timeline