ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΠΟΥ είχαν να αντιμετωπίσουν πάντα οι αριστεροί της Βρετανίας ήταν ο αυθόρμητος φιλομοναρχισμός του «απλού λαού». Και, φυσικά, τον φιλομοναρχισμό των ίδιων των δικών τους ή ενός μεγάλου ποσοστού της κοινωνικής τους βάσης. Τηρουμένων των αναλογιών, είναι κάτι ανάλογο με την επιμονή των περισσότερων ανθρώπων (και από τις λαϊκές τάξεις) να αναζητούν σε σύμβολα και μορφές της αριστοκρατικής εποχής το χαμένο νόημα της συλλογικής ζωής.
Και τώρα που πέθανε η βασίλισσα Ελισάβετ, διάφοροι, ιδίως στη χώρα μας, αρνούνται να καταλάβουν αυτήν τη διάσταση. Βλέπουν στο πένθος για έναν τέτοιο θάνατο μια προσβολή στα θύματα της βρετανικής αυτοκρατορίας ή, έστω, μια ανεπίτρεπτη ελαφρότητα ενορχηστρωμένη από τα μίντια και την παγκόσμια κουλτούρα των RIP (όπως με τον θάνατο κάποιου ποπ ειδώλου).
Σε ένα επίπεδο φυσικά όλα αυτά είναι θεμιτά και αναπόφευκτα, όμως μάλλον χάνουμε το σημαντικό: πως οι Βρετανοί αγαπούσαν την Ελισάβετ. Ακόμα και οι γερο-πανκ, που ως νέοι την έβριζαν, τώρα δακρύζουν. Και έθνη βαθιά ρεπουμπλικανικά, όπως η Γαλλία, μπορεί να φιλοξενούν πρωτοσέλιδα αναγνώρισης και τιμής σε αυτήν που εκπροσώπησε μια ισορροπημένη εκδοχή της μοναρχίας.
Είναι μήπως συντηρητικοί οι λαοί; Ή πρόκειται απλώς για τους αιώνια φιλομοναρχικούς Βρετανούς που δεν διανοούνται να πάνε πέρα από τη θαλπωρή της συγκεκριμένης παράδοσης; Προφανώς, υπάρχει κάτι ιδιαίτερα βρετανικό σε αυτόν τον δεσμό με τη μοναρχία, που στη συγκεκριμένη χώρα διατηρεί μια κοινωνική επίδραση και φωτογένεια που δεν έχει αλλού. Όμως ήταν και είναι και το πρόσωπο, όχι μόνο ο θεσμός.
Μα μπορούν να πενθούν φτωχοί άνθρωποι τον θάνατο μιας γυναίκας με περιουσία πεντακόσια εκατομμύρια δολάρια; Να λυπάται βαθιά αυτός που μένει στην εργατική πολυκατοικία για το Παλάτι; Να νιώθει μέρος της ζωής του ένα πρόσωπο που ενσάρκωσε την ανώτερη σφαίρα του έθνους και της κλασικής βρετανικής ταυτότητας;
Φαίνεται πως ναι. Και είναι ένα παλαιό συναίσθημα αυτό που επιμένει να διαπλέει ήρεμα τον χρόνο. Είναι το μυστήριο της αφοσίωσης, της πιστότητας, της συγκίνησης για απόμακρες και ανώτερες ιεραρχικά οντότητες, για θεσμούς που εκπηγάζουν από το βαθύ παρελθόν.
Είναι μήπως συντηρητικοί οι λαοί; Ή πρόκειται απλώς για τους αιώνια φιλομοναρχικούς Βρετανούς που δεν διανοούνται να πάνε πέρα από τη θαλπωρή της συγκεκριμένης παράδοσης; Προφανώς, υπάρχει κάτι ιδιαίτερα βρετανικό σε αυτόν τον δεσμό με τη μοναρχία, που στη συγκεκριμένη χώρα διατηρεί μια κοινωνική επίδραση και φωτογένεια που δεν έχει αλλού. Όμως ήταν και είναι και το πρόσωπο, όχι μόνο ο θεσμός.
Οι άνθρωποι εξάλλου αισθάνονται έλξη για πρόσωπα, όχι για «δομές» ή αφηρημένα συστήματα. Δεν είναι καθόλου βέβαιο πως τα ποσοστά υπέρ του μοναρχικού θεσμού θα διατηρηθούν στα ύψη και με τον νέο βασιλιά Κάρολο τον Τρίτο (όπως ονομάστηκε ήδη ο τέως πρίγκιπας Κάρολος).
Η γυναίκα που πέθανε τώρα είχε καταφέρει να συνθέσει το οικείο με το ανοίκειο, τη δημόσια θεσμική μνήμη με μια προσωπική ιστορία και ένα σύνολο «ανθρώπινων» χειρονομιών. Με μια έννοια ήταν η μητέρα ή η γιαγιά του έθνους μα και την ίδια στιγμή η Ελισάβετ των πολιτών. Κατάφερε να παρακολουθήσει τα κύματα της μοντέρνας Βρετανίας, να υιοθετήσει ροκ σταρ, να ενσωματώσει, ως έναν βαθμό, τη νέα ιδεολογία της βρετανικής ποικιλότητας (diversity) που αφήνει πίσω την αποκλειστικά λευκή αγγλοσαξονική ταυτότητα.
Αν από πολλές απόψεις η μοναρχία είναι ένας πολιτικός αναχρονισμός και για μας τους υποστηρικτές των αβασίλευτων δημοκρατιών συνδέεται και με τραυματικές καταστάσεις (αναπόφευκτα πάει το μυαλό μας στα δικά μας μοναρχικά χρονικά), διατηρεί πάντα αποθέματα πολιτισμικής αύρας.
Αυτό αποδεικνύει το πένθος των ημερών, ακόμα και η προσπάθεια κάποιων να το λοιδορήσουν, ξεσκίζοντας τη νεκρή βασίλισσα. Όμως δεν έχει κανένα νόημα η συζήτηση για τη μοναρχία και τη σχέση της με το δημοκρατικό πολίτευμα και τη λαϊκή κυριαρχία. Για μας, όπως και για πλήθος άλλων λαών, αυτό το θέμα έχει λήξει πολλές δεκαετίες πριν.
Τώρα μιλάμε για μια γυναίκα που μπόρεσε να σταθεί ακέραια στο αξίωμά της για εβδομήντα χρόνια. Για μια φιγούρα του εικοστού αιώνα που έφτασε μέχρι τις αρχές της τρίτης δεκαετίας του εικοστού πρώτου αιώνα, διασχίζοντας πάθη, συγκρούσεις, οικογενειακά δράματα και εθνικές περιπέτειες χωρίς να χάσει την αγάπη ενός μεγάλου μέρους του λαού.
Δεν είναι καθόλου εύκολο αυτό, ιδίως τώρα, στην εποχή της ανατροπής των παραδοσιακών ιστορικών αφηγήσεων. Καθόλου αυτονόητο στους καιρούς όπου η ιδέα της ισότητας, της άρσης των διακρίσεων και του δημοκρατικού λαϊκισμού έχει κατακτήσει σημαντικό μέρος της κοινής γνώμης αλλά και των ελίτ (οι οποίες εμφανίζονται πια περισσότερο απολογητικές για τα προνόμιά τους).
Η Ελισάβετ μπόρεσε τελικά να εξεικονίσει μια τελευταία, ίσως, εκδοχή εθνικής ενότητας, πριν και κατά τη διάρκεια της εποχής των κατακερματισμών που επεκτείνονται. Και αυτή η έννοια της συνέχειας και της μακρόβιας υπηρεσίας, η νίκη εναντίον του αδυσώπητου χρόνου, η ανθεκτικότητα ενός σώματος και κυρίως ενός συμβολικού κόσμου έδωσαν την εντύπωση στους ανθρώπους πως υπάρχει ακόμα μια μικρή αιωνιότητα: κάτι σταθερό πάνω από τη σκηνή των ατέρμονων και πικρών διαιρέσεων.
Η Ελισάβετ κατόρθωσε να ανταποκριθεί σε αυτήν τη ζήτηση «αιωνιότητας», αν και πορεύτηκε σε έναν βασιλικό οίκο απ’ όπου δεν έλειπαν οι άσχημες ιστορίες και η πιο σκληρή απομυθοποίηση. Κάτι σημαίνει αυτό. Και ας ηχεί σκανδαλώδες, αν πάμε να το δούμε ξερά πολιτικά.