Όταν ήταν 9 ετών. η Άννα Λεμονάκη, σκηνοθέτιδα και περφόρμερ που ζει και εργάζεται στη Γενεύη, παρακολουθώντας τα Όσκαρ στην τηλεόραση, άκουσε τη Γούπι Γκόλντμπεργκ να δηλώνει ότι ο καθένας μπορεί να γίνει σταρ. Το πίστεψε και είναι κάτι που ανακαλεί σήμερα, τη δόξα των μικρών ονείρων, στην καινούργια της δουλειά «G.O.L.D.», που μετά το Φεστιβάλ του Μπατί ετοιμάζεται να ανεβάσει στο Βεβέ.
Το «G.O.L.D.» είναι εμπνευσμένο από την αίγλη και τα «φανταχτερά» συστήματα αναπαράστασης του κόσμου της ψυχαγωγίας και μιλά για μια εποχή όπου ο ανταγωνισμός διαχωρίζει και δομεί την κοινωνία μεταξύ θριαμβευτών νικητών και ασήμαντων ηττημένων.
Η Άννα Λεμονάκη, κοινωνιολόγος, ηθοποιός, συγγραφέας και σκηνοθέτιδα, έφτασε στην Ελβετία αφού σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στη Νομική, δημοσιογραφία και κοινωνιολογία. Όταν ξεκίνησε το μεταπτυχιακό της στη Γενεύη, μπήκε στη θεατρική ομάδα του πανεπιστημίου, γιατί ένιωθε μόνη και ξένη, για να κάνει φίλους. Εκεί έμαθε για τη Σχολή Θεάτρου Serge Martin, από την οποία αποφοίτησε το 2013 και συνέχισε με σπουδές δραματουργίας και περφόρμανς στο Πανεπιστήμιο της Λωζάννης.
Στην Ελλάδα έχουμε δει τις παραστάσεις της «Μπλε» και «Tequila Bye-bye» και το «G.O.L.D.» θα παρουσιαστεί ως αναλόγιο στην Πειραματική του Εθνικού τον Φεβρουάριο του 2023 και έπειτα, επίσης ως αναλόγιο, στο θέατρο Οberhausen στη Γερμανία.
Το «G.O.L.D.» είναι το τέταρτο μέρος μιας πενταλογίας. Στο «Μπλε» μιλούσε για τη θάλασσα και τη νηνεμία και τη φουρτούνα και πώς σε δευτερόλεπτα μπορεί να αλλάξει ο κόσμος και ό,τι γνωρίζουμε. Στο «Φούξια που αιμορραγεί» μιλούσε για τις σχέσεις ενός ζευγαριού, στο «Λευκό» για την απώλεια, ενώ το «Μαύρο», η παράσταση που σχεδιάζει μετά το «G.O.L.D.», μιλά για την επερχόμενη καταστροφή, την καταρρευσιολογία.
Στο «G.O.L.D.» η Άννα Λεμονάκη δημιουργεί μια φιλόδοξη παράσταση με αντιήρωες που θα αποδομήσουν τους μύθους γύρω από την επιτυχία και την υπόσχεσή της για ένα «ευτυχές τέλος». Χρησιμοποιεί την αίγλη ενός «φανταχτερού» συστήματος για να μιλήσει για όλα τα επίπεδα και τα ζητήματα γύρω από τον κόσμο της εργασίας και την επιτακτική ανάγκη σταδιοδρομίας.
Η ίδια γράφει και σκηνοθετεί τα έργα της, αλλά η διαδικασία που τη χαροποιεί είναι η δεύτερη, να μπορεί να συνθέτει τις παραστάσεις της συλλογικά και επί σκηνής. Είναι η μόνη Ελληνίδα που δραστηριοποιείται στο θέατρο σε αυτή την πλευρά της Ελβετίας και ζητώ να μάθω τι σημαίνει αυτό για έναν ξένο, πώς προσεγγίζει το σύστημα.
«Από τη μια πλευρά δεν έχεις καμία απολύτως γνωριμία, είναι απολύτως μηδενικές οι σχέσεις σου, από την άλλη πλευρά, όταν θέλω να παρουσιάσω μια ιδέα, η πόρτα για να κάνεις το ραντεβού για να σε δεχτούν είναι ανοιχτή και τα τελευταία χρόνια συμβαίνει όλο και περισσότερο, είναι το σύστημα όλο και πιο ανοιχτό.
Αν σε εμπιστευτούν την πρώτη φορά, η επόμενη θα είναι πιο εύκολη και όλα χτίζονται μέσα από τις σχέσεις. Θέλει πολλή υπομονή, επιμονή, ενθουσιασμό για να δημιουργηθεί μια σχέση. Η πόλη της Γενεύης μάς στηρίζει. Οι Ελβετοί, όταν αρχίζουν να στηρίζουν κάποιον καλλιτέχνη, θέλουν να τον στηρίξουν με έναν τρόπο διαχρονικό, υπάρχει μια συνέχεια που βοηθά και στην εξέλιξη της δουλειάς. Το θετικό είναι πώς όταν γίνεται μια παραγωγή στην Ελβετία το ένα θέατρο με το άλλο συνεργάζονται ακόμα και σε τεχνικό επίπεδο, υπάρχει ένα συνεργατικό πλαίσιο που εξοικονομεί και πόρους και φυσικά υπάρχει αλληλοϋποστήριξη», λέει.
Στο «G.O.L.D.» η Άννα Λεμονάκη δημιουργεί μια φιλόδοξη παράσταση με αντιήρωες που θα αποδομήσουν τους μύθους γύρω από την επιτυχία και την υπόσχεσή της για ένα «ευτυχές τέλος». Χρησιμοποιεί την αίγλη ενός «φανταχτερού» συστήματος για να μιλήσει για όλα τα επίπεδα και τα ζητήματα γύρω από τον κόσμο της εργασίας και την επιτακτική ανάγκη σταδιοδρομίας.
Πολλές είναι οι πιθανές αντιδράσεις: φυγή, αυτοκριτική, αναπροσανατολισμός, πανικός, αδιαφορία, μαστίγωμα, αδράνεια, αμείλικτη αυτοκριτική, άρνηση ή μια αποκάλυψη που επιτρέπει να αντιληφθεί κανείς τη ματαιότητα και το κενό των προηγούμενων φιλοδοξιών του, αλλά και τις ανησυχητικές διαστάσεις που έχει πάρει η αποτυχία τα τελευταία χρόνια.
«Το θέμα της επαγγελματικής επιτυχίας στην Ελβετία είναι φλέγον, ο κόσμος αυτοπροσδιορίζεται με βάση το επάγγελμά του. Αντλώ έμπνευση από αληθινές ιστορίες, μαρτυρίες, προσωπικές αφηγήσεις καλλιτεχνών και απλών ανθρώπων, προκειμένου να δημιουργήσω εύθραυστους και αξιαγάπητους χαρακτήρες που λάμπουν μέσα από τις απογοητεύσεις τους, μας κάνουν να γελάμε μέσα από την αδεξιότητά τους, μας συγκινούν μέσα από τις αποτυχίες τους και τελικά αγκαλιάζουν την αποτυχία ως επιτυχία. Με όλη την ομάδα δουλέψαμε πάνω σε αποτυχίες και στιγμές δόξας, μεταξύ αυτών των δύο όρων.
Το χρυσό χρώμα αντιπροσωπεύει το κύρος, τον πλούτο και τη δύναμη. Ωστόσο, ο χρυσός είναι επίσης ένα χρώμα πίσω από το οποίο κρύβεται πολλή ανομία, πόνος και δυστυχία. Για μένα είναι ένα μυθικό χρώμα που δεν παύει ποτέ να προκαλεί αντιδράσεις, ένα βερνίκι που κρύβει –συχνά λιγότερο αποτελεσματικά από ό,τι θα ήθελε κανείς– το συνηθισμένο, χονδροειδές, μερικές φορές ντροπιαστικό υλικό πάνω στο οποίο είναι επικαλυμμένο. Είναι το χρώμα που με κάνει να σκέφτομαι περισσότερο την αδικία, τον σημερινό κόσμο της εργασίας, που χαρακτηρίζεται από τη νεωτερικότητα και την ταχύτητα στο όνομα της προόδου, την εκ διαμέτρου αντίθετη εμφάνιση και ουσία του», λέει.
Περφόρμερ, χορευτές, ηθοποιοί, μια ανομοιογενής ορχήστρα (τσέλο, ηλεκτρική κιθάρα, τύμπανα), ένας στύλος για pole dance, ιστορίες που είναι είτε πραγματικές είτε επινοημένες, ή λίγο και από τα δύο. Ένα παράξενο τεχνητό πουλί, χτυπώντας τα φτερά του, πετάει πάνω από το δωμάτιο και πέφτει στο έδαφος.
«Η άνοδος σημαίνει πάντα τον κίνδυνο της πτώσης», λέει η Άννα Λεμονάκη. «Γιατί οι νόμοι της φυσικής είναι άκαμπτοι, σε αντίθεση με το σώμα».
Υπάρχουν μικρές καθημερινές αποτυχίες που μας επηρεάζουν ελάχιστα, καυστικές και αξιολύπητες αποτυχίες, μεγαλύτερες, λαμπρές, ακόμη και μεγαλειώδεις αποτυχίες, τρομακτικά ανώτερες από τις δυνάμεις μας, που μπορούν να μας επηρεάσουν σημαντικά, που μας στέλνουν πίσω στις αδυναμίες μας και στην ίδια μας την ευθραυστότητα. Νιώθουμε χωρίς κίνητρο, συντετριμμένοι, διαλυμένοι, στο χείλος της αβύσσου, αλλά τι συμβαίνει όταν ανακάμπτουμε, όταν αναστηθούμε;
«Τι μπορεί να συμβεί αν παραιτηθούμε από την πίεση που δημιουργεί η επιταγή της επιτυχίας; Όλοι μας ερχόμαστε αντιμέτωποι με την αποτυχία σε τακτική βάση, αλλά έχουμε την τάση να την αρνούμαστε, να αποφεύγουμε το θέμα, επειδή έχουμε μάθει να κρατάμε τα ελαττώματα κρυφά. Η εκθαμβωτική επιτυχία, η μεθυστική δόξα, η ανάγκη για αναγνώριση εξιδανικεύονται. Η αποτυχία δεν αποτελεί καν επιλογή και συνδέεται πάντα με ντροπή.
Κατ' αρχήν, εστιάζουμε στις ιστορίες της ζωής μας που σχετίζονται με την επιτυχία. Τι θα συμβεί αν δώσουμε φωνή και χώρο και στις ατέλειες και σε ό,τι αυτές περιέχουν; Από την πολυτέλεια στη φτώχεια, από τη στιγμή της απόλυτης χαράς στην τραγωδία, είναι ακριβώς σε αυτές τις στιγμές μετάβασης και τα υπερβολικά "τοπία" τους στα οποία βλέπω υλικό για να εξερευνήσω, να ζυμώσω και να επαναδιατυπώσω», λέει.
Στα όρια μεταξύ του γκροτέσκου και του μεγαλειώδους, η παράσταση μεταφέρει την αισθητική των τηλεοπτικών διαγωνισμών ή των τελετών απονομής βραβείων, με λάμψη, καπνό, χρυσά φώτα και χρυσά χαλιά, πρόσωπα που κατατρώγονται από την αμφιβολία, αφηγείται κωμικοτραγικές περιπλανήσεις του πώς κάθε αποτυχία μάς διαμορφώνει και μας δυναμώνει.
Ζητώ από την Άννα να μου περιγράψει το περιβάλλον του θεάτρου στην Ελβετία. Υπάρχουν πολλά θέατρα, τα περισσότερα επιχορηγούνται από την πόλη ή το καντόνι και τα έργα είναι συμπαραγωγές με τα προηγούμενα ή ιδιωτικούς φορείς. Το όλο σκηνικό είναι εξαιρετικά ανταγωνιστικό, αλλά σε καμία περίπτωση δεν υπάρχουν τόσα ανεξάρτητα θέατρα και παραστάσεις όπως στην Αθήνα. Κανένας δεν σκέφτεται να ανεβάσει παράσταση αν δεν την έχει σχεδιάσει και δεν έχει εξασφαλίσει τους πόρους της, τα συνδικάτα είναι πολύ ισχυρά και δεν υπάρχει η έννοια του απλήρωτου ηθοποιού.
Όσο για το περιεχόμενο, «επειδή η Ελβετία δεν έχει το βάρος της πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως έχει η Γαλλία ή η Αγγλία ή η Ελλάδα με το αρχαίο δράμα, αυτό βοηθά ώστε να είναι πολύ πιο "απελευθερωμένη" ως προς τη λειτουργία ενός σύγχρονου θεάτρου», λέει.
«Στην Ελβετία έχουν ξεκινήσει από πολύ νωρίς να ανεβάζουν έργα χωρίς κείμενα, που πηγαίνουν πιο πολύ στον χώρο της περφόρμανς, μπορεί ακόμα να δεις βιογραφίες, documentary theatre, ο Μίλο Ράου κάνει σπουδαία δουλειά, βλέπεις μια μεγάλη θεματική έργων, το ελβετικό όπως και το βέλγικο θέατρο έχουν φύγει από το κλασικό ρεπερτόριο».
To «G.O.L.D.», που σημαίνει glory of little dreams (η δόξα των μικρών ονείρων), και θα παιχτεί στο θέατρο Oriental στο Βεβέ, είναι ένα στοίχημα, η τρυφερή ματιά πάνω στον μηχανισμό της ανθρώπινης επιβίωσης, να πετάς, να πέφτεις και να σηκώνεσαι ξανά, μια ελεγεία για το θάμπωμα ενός χρώματος, ενός μετάλλου που η αξία του έχει καθορίσει τη θέση και την ιστορία της χώρας στην οποία ανεβαίνει η παράσταση.
G.O.L.D. Trailer